ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
- Tonnet, H. 1995 Ιστορία της Νέας Ελληνικής Γλώσσας
- Alain Rey, 1992-1998. Le Robert. Dictionnaire historique de la langue française.
- Κοδρικάς, Π. 1991. Εφημερίδες
- Tonnet, H. 2003 Για μια ιστορία της διαμόρφωσης του λεξιλογίου της κοινής νέας ελληνικής
- Tonnet, H. 2003 Pour une histoire de la formation du vocabulaire moderne du Grec
- Κουμανούδης, Σ. Α. 1900 Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ' ημάς χρόνων
- Μαυροκορδάτος, Ν. [1800] 1989. Φιλοθέου πάρεργα
- Μπαμπινιώτης, Γ. 1998. Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας με σχόλια για τη σωστή των λέξεων
- Λάνδος, Α. [1643] 1991. Γεωπονικόν
- Εκδότες: Οι αδελφοί Μαρκίδες Πούλιου. Εφημερίς. Η αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα που έχει διασωθή
Θέματα ιστορίας της ελληνικής γλώσσας
Για μια ιστορία του ελληνικού λεξιλογίου
Henri Tonnet (2007)
Η ιστορία της ελληνικής γλώσσας, δηλαδή η ιστορία της εξέλιξης που οδήγησε από την κοινή της ρωμαϊκής εποχής στην παρούσα της φάση, την τυποποιημένη δημοτική, είναι σε γενικές γραμμές πολύ γνωστή. Αυτό ισχύει κυρίως για τη φωνητική και τη μορφολογία. Υπάρχουν πολλά ακόμη να πει κανείς για την ιστορία της σύνταξης. Εδώ θα κάνω μερικές σκέψεις για την ιστορία του λεξιλογίου.
Υπάρχει πρώτα απ' όλα μια γενική ψευδαίσθηση, η οποία πρέπει να διαλυθεί, ότι το ελληνικό λεξιλόγιο διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό ανέπαφο από τον 5ο αιώνα π.Χ. μέχρι τις μέρες μας. Η ψευδαίσθηση αυτή, βέβαια, βρίσκει έρεισμα στα λεξικά. Πολλοί έχουν παρατηρήσει με έκπληξη ή θαυμασμό ότι η βασική λεξιλογική ύλη των σύγχρονων λεξικών απαντά και στα Λεξικά των Liddel-Scott και Bailly. Από το σημείο αυτό ένα βήμα μόνο μας χωρίζει από το συμπέρασμα περί αξιοθαύμαστης σταθερότητας του ελληνικού λεξιλογίου, και είναι εύκολο να διαβεί κανείς αυτό το κατώφλι. Η ψευδαίσθηση αυτή δεν άφησε ανεπηρέαστο ούτε και έναν αξιοθαύμαστο φιλόλογο σαν τον Pierre Chantraine. Στο Dictionnaire étymologique de la langue grecque: Histoire des mots (1968-1980) σημειώνει πολύ συχνά ότι εκείνη ή η άλλη λέξη επιβιώνει στη νέα ελληνική, χωρίς να αναρωτηθεί -είχε όμως τα μέσα;- αν χρησιμοποιήθηκαν σε όλες τις εποχές λέξεις τις οποίες εντοπίζει, μέσω ενός λεξικού, στη σύγχρονη γλώσσα. Παραδείγματα αυτών των παρατηρήσεων: «η νέα ελληνική χρησιμοποιεί πάντοτε τις λέξεις ἀκρόπολις, ἀκροῶμαι»· ή, ακόμη, «η νέα ελληνική διατήρησε το ἄροτρον», ενώ ο Chantraine δεν αναφέρει το αλέτρι.
Μία από τις επιπτώσεις αυτής της άποψης είναι ότι περιόρισε τη μελέτη της ιστορίας του ελληνικού λεξιλογίου στην ιστορία των μη ελληνικών στοιχείων του, με αποτέλεσμα να έχουμε επαρκείς γνώσεις στον τομέα αυτό. Χωρίς να κάνουμε λόγο για τα μη ελληνικά στοιχεία που υπήρχαν ήδη στην αρχαία ελληνική (όπως η λέξη θάλασσα που είναι προελληνική ή η λέξη σάκος που είναι σημιτική και η λέξη ἀναξυρίς που είναι περσικό δάνειο), είναι γνωστό ότι η ελληνική γλώσσα εμπλουτίστηκε κατά τη μακρά διάρκεια της ελληνορωμαϊκής περιόδου, η οποία εκτείνεται τουλάχιστον μέχρι τον 6ο αιώνα μ.Χ., με πολλές λατινικές λέξεις, οι οποίες λειτουργούν σήμερα ως αυθεντικές ελληνικές λέξεις (τί να σκεφτεί κανείς για το πόρτα και το σκάλα). Και σε ορισμένες περιοχές όπως η Κύπρος, η Κρήτη, τα Επτάνησα και μερικά μέρη της Πελοποννήσου, η συνύπαρξη της ελληνικής με νεολατινικές γλώσσες, όπως η γαλλική και βενετσιάνικη διάλεκτος, εμπλούτισε ακόμη περισσότερο το ελληνικό λεξιλόγιο με ξενισμούς τους οποίους συχνά απέβαλε στη συνέχεια. Η επίδραση αυτή συνεχίστηκε μέχρι τον 19ο αιώνα σε ορισμένα ειδικά λεξιλόγια όπως της ραπτικής, των ταξιδιών, της λυρικής τέχνης και του αυτοκινήτου, όπου η επίδραση της γαλλικής και της ιταλικής είναι σημαντική (πέτο, πιέτα, φόδρα, μπλε μαρέν, μπουφάν, κουπέ, αλε-ρετούρ, όπερα, τρομπόνι, ντεμπραγιάζ, πορτ-μπαγκάζ). Και σήμερα η εισροή λεξιλογίου από την αγγλοαμερικάνικη είναι εξίσου εμφανής στην ελληνική και τη γαλλική, με μια σημαντική διαφορά: οι αμερικανισμοί περνούν στην ελληνική με προφορά και τονισμό πολύ πιο πιστό στη δότρια γλώσσα και η επιλογή των λέξεων δεν είναι ακριβώς η ίδια και στις δύο γλώσσες. Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο ένας Γάλλος δεν αναγνωρίζει στα ελληνικά έναν αγγλισμό που εμφανίζεται και στη γλώσσα του. Ποια είναι η σχέση ανάμεσα στο λόμπυ το οποίο στα ελληνικά μπορεί να σημαίνει 'χολ ξενοδοχείου' και στο γαλλικό lobby, που εισχώρησε στη γλώσσα το 1952 και δεν είχε ποτέ αυτή τη σημασία;
Κράτησα για το τέλος την περίπτωση του οθωμανικού λεξιλογίου, επειδή είναι η πιο προβληματική. Είναι προφανές ότι σε ορισμένες περιοχές και σε συγκεκριμένες περιόδους οθωμανικά λεξικά στοιχεία εισχώρησαν βαθύτατα στο ελληνικό λεξιλόγιο, χωρίς, ωστόσο, η μορφολογία και η σύνταξη της ελληνικής να επηρεαστούν στο παραμικρό από τις δομές της τουρκικής γλώσσας. Είναι επίσης αναμφισβήτητο ότι στα πρώτα χρόνια της ελληνικής ανεξαρτησίας εφαρμόστηκε μια συστηματική πολιτική αποτουρκισμού του λεξιλογίου. Η πολιτική αυτή, που υπήρξε ανάλογη με την επιβολή της λόγιας γλώσσας, πέτυχε μόνο εν μέρει. Υπάρχουν, ειδικά στο πεδίο της ένδυσης, πολλές οντότητες που δεν μπορούν να αποδοθούν σήμερα στην καθημερινή ομιλία παρά μόνο με οθωμανικές λέξεις (τσέπη, γιακάς, παπούτσι). Θα θέλαμε να έχουμε στη διάθεσή μας μια συνολική μελέτη που θα μας διαφώτιζε, κατά περιοχή και κατά κοινωνική τάξη, για το πώς το οθωμανικό λεξιλόγιο αφομοιώθηκε και στη συνέχεια εν μέρει παραμερίστηκε. Θα έπρεπε κατά προτίμηση να μελετήσουμε την ελληνική που μιλιόταν στην Κωνσταντινούπολη. Ενδεικτικά, διαπιστώνουμε ότι σε ένα κείμενο γραμμένο στην καθομιλούμενη των μέσων του 15ου αιώνα, την Πεντάτευχο της Κωνσταντινούπολης (Hesseling 1897), δεν υπάρχει σχεδόν καμία οθωμανική λέξη, ενώ στις Εφημερίδες του Παναγιώτη Κοδρικά που γράφτηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, οι τουρκισμοί αφθονούν. Το γεγονός αυτό δεν αντανακλά μόνο τον βαθμό της γλωσσικής αντίστασης της ελληνικής αλλά και την κοινωνική διαφορά ανάμεσα στους συντάκτες της Πεντατεύχου, που ήταν κλεισμένοι στα όρια της κοινότητάς τους, και στο περιβάλλον των ελλήνων αξιωματούχων που βρίσκονταν σε άμεση σχέση με την οθωμανική εξουσία.
Όλα αυτά είναι αρκετά γνωστά, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για ένα άλλο στρώμα του ελληνικού λεξιλογίου, το οποίο είναι κατά πολύ το σημαντικότερο. Καμία συστηματική μελέτη δεν έχει γίνει για την ιστορία του ελληνικού λεξιλογίου (βλ. επίσης το πρωτότυπο) εντός της ελληνικής.
Υπάρχει πρώτα απ' όλα ένα καταρχήν ουσιαστικό γεγονός που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας. Είναι λιγότερο προφανές απ' ό,τι στα γαλλικά, αλλά εξίσου βέβαιο, ότι στη σύγχρονη ελληνική υπάρχουν πολλά στρώματα ελληνικού λεξιλογίου. Στα γαλλικά έχουμε λατινικές λέξεις που δεν εγκατέλειψαν ποτέ τη γλώσσα και οι οποίες υπέστησαν πλήρως τη φθορά του χρόνου, π.χ. η λέξη peuple, που προέρχεται από το λατινικό populus. Υπάρχουν επίσης πολλές λατινικές λέξεις που εκγαλλίστηκαν τον 16ο αιώνα, όπως για παράδειγμα από την ίδια ρίζα η λέξη populaire. Υπάρχουν, τέλος, λατινισμοί που εμφανίζονται μεμονωμένα στη γλώσσα, οι οποίοι προέρχονται από τη (λιγότερο ή περισσότερο σωστή) λατινική των σχολείων, των επίσημων γραφέων - αν όχι από την αγγλική: et cetera, vulgum pecus, campus.
Το ίδιο συμβαίνει και στη σύγχρονη ελληνική, μολονότι το γλωσσικό αίσθημα των ομιλητών δεν το συνειδητοποιεί πάντα: 1) Ορισμένες σύγχρονες λέξεις διέσχισαν τους αιώνες και χρησιμοποιούνται σήμερα με εξελιγμένη μορφή: χέρι, πόδι, βουνό, τραπέζι. 2) Υπάρχει επίσης ένα πολύ μεγάλο πλήθος λέξεων που αποτελούν την καρδιά του λεξιλογίου που καταγράφεται στα λεξικά και προέρχονται απευθείας από την αρχαία ελληνική, χωρίς να έχουν υποστεί άλλη παραμόρφωση εκτός από ένα τεχνητό εκδημοτικισμό. 3) Υπάρχουν επίσης ελληνισμοί που επέστρεψαν στην ελληνική προερχόμενοι από ευρωπαϊκές γλώσσες, οι οποίες με τη σειρά τους τις είχαν δανειστεί ή κατασκευάσει με τη βοήθεια αρχαίων ελληνικών λεξικών (ατμόσφαιρα, νοσταλγία). Το νοσταλγία είναι άμεσο δάνειο από το γαλλικό nostalgie, λέξη επινοημένη, το 1678, από τον ελβετό γιατρό J. J. Harder για να μεταφράσει το Heimweh· το συγγενές «μεσαιωνικό» νοσταλγία (Ανδριώτης1997) αγνοείται από τους Du Cange (1638), Sophocles (1914) και Κριαρά (Καζάζης & Καραναστάσης 2001-2003). 4) Θα πρέπει να προσθέσουμε και φράσεις της αρχαίας ελληνικής τόσο ξένες στο πνεύμα της σύγχρονης γλώσσας που γίνονται ακόμη αντιληπτές ως αρχαϊσμοί (π.χ. εφ' όλης της ύλης).[1]
Από τις τέσσερις αυτές κατηγορίες είναι ασφαλώς η δεύτερη είναι εκείνη που έχει μελετηθεί λιγότερο. Στον τομέα αυτό δεν μπορούμε να αναφέρουμε παρά μόνο το Λεξικό του Στέφανου Κουμανούδη Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ' ημάς χρόνων, ένα σημαντικό έργο που δημοσιεύτηκε το 1900 και επανεκδόθηκε πρόσφατα σε επιμέλεια Κ. Θ. Δημαρά (βλ. Κουμανούδης 1980).[2] Το βιβλίο του Κουμανούδη είναι πολύτιμο αλλά δεν απαντά σε όλα μας τα ερωτήματα. Είναι το προϊόν μιας εντατικής αποδελτίωσης (60.000 λέξεις) του λεξιλογίου που εμφανίζεται σε περιοδικά και εφημερίδες. Χάρη στο βιβλίο αυτό γνωρίζουμε τη χρονολογία γέννησης πολλών παλιών νεολογισμών της ελληνικής. Το μεγαλύτερο μέρος των χρονολογήσεων του συγγραφέα έχει περάσει και στο Λεξικό του Μπαμπινιώτη (1998). Ο Κουμανούδης έκανε την καταγραφή αλλά δεν προχώρησε στη σύνθεση του άφθονου υλικού που μας παρέχει.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να θέσουμε ένα σημαντικό ερώτημα σε σχέση με το λεξιλόγιο της νέας ελληνικής. Από όλους τους ελληνισμούς που επινοήθηκαν από τους λόγιους και τους δημοσιογράφους, μόνο ένας μικρός αριθμός επιβλήθηκε ενώ πολλοί άλλοι εξαφανίστηκαν. Πρέπει να αναρωτηθούμε γιατί. Για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό, θα έπρεπε να ανακατατάξουμε τους νεολογισμούς του Κουμανούδη, και όχι με αλφαβητική σειρά, για να μπορέσουμε, για παράδειγμα, να φέρουμε κοντά και να συσχετίσουμε το Πανεπιστήμιο με το Πανδιδακτήριο (= Πανεπιστήμιο) και το διαμέρισμα με το οίκημα ( = διαμέρισμα).
Το Λεξικό του Κουμανούδη έχει, τουλάχιστον, δύο μειονεκτήματα για την ιστορία του λεξιλογίου που μας ενδιαφέρει: αφορά μόνο τους νεολογισμούς και μερικές φορές τις καινούριες σημασίες των αρχαίων λέξεων, και διαθέτει πραγματική πληρότητα μόνο για την περίοδο από την Ανεξαρτησία μέχρι το τέλος του 19ου αιώνα. Ο ίδιος ο συγγραφέας αναγνωρίζει εξάλλου αυτή την αδυναμία στο άρθρο που αφιερώνει στον νεολογισμό οικογένεια. Έχοντας σημειώσει την παρουσία της λέξης στον Νικόλαο Πίκκολο το 1819 και στον Κοραή το 1821, προσθέτει (Κουμανούδης 1980, 715): «Υποθέτω ότι η λέξη είναι παλαιότερη, αλλά δεν ξέρω πόσο. Παρατηρώ μόνο ότι ο Ευγένιος Βούλγαρης το 1801 έγραφε συχνά φαμίλια». Ο Μπαμπινιώτης επαναλαμβάνει αυτή τη σημείωση και προσθέτει μια αξιοσημείωτη παρατήρηση. Η λέξη οικογένεια υπήρχε στα αρχαία ελληνικά αλλά με εντελώς διαφορετική σημασία: ήταν ένα είδος πιστοποιητικού γέννησης.
Οι δύο αυτές υποσημειώσεις μάς δείχνουν την κατεύθυνση που θα μπορούσαν να έχουν οι μελλοντικές μελέτες του νεοελληνικού λεξιλογίου στον συγκεκριμένο τομέα των ελληνικών πηγών. Θα πρέπει να ακολουθήσουμε τις σημασιακές αλλαγές και να χρονολογήσουμε τις πρώτες εμφανίσεις των νέων σημασιών.
Η σημασιολογική αυτή μελέτη καθιστά προφανές ότι στα νέα ελληνικά η φύση των νεολογισμών δεν διαφέρει από τη φύση των περιπτώσεων που ονομάζω «επανακυκλοφορίες». Διαπιστώνουμε αμέσως ότι μια λέξη με ελληνική μορφή που δεν απαντά στα λεξικά της αρχαίας ελληνικής είναι αναγκαστικά νεότερη δημιουργία. Τα πράγματα διαφέρουν όταν μια λέξη υπάρχει στα αρχαία ελληνικά με παρεμφερή σημασία.
Θα πρέπει, σε αυτή την περίπτωση, όχι μόνο να σημειώσουμε την παρουσία της λέξης στα παλαιότερα κείμενα που έχουμε στη διάθεσή μας, αλλά και να αναρωτηθούμε αν η λέξη αυτή είχε και εκεί τη σημασία που ξέρουμε σήμερα. Είναι το είδος της μελέτης που διεξάγει, για παράδειγμα, ο καθηγητής Jean Lallot σε ένα υπό δημοσίευση άρθρο σχετικά με το ελληνικό ισοδύναμο της λέξης style. Σημειώνουμε την παρουσία της λέξης ύφος στο Φιλοθέου Πάρεργα του Νικόλαου Μαυροκορδάτου το 1718 (βλ. Μαυροκορδάτος 1989). Και γνωρίζουμε ότι η ίδια λέξη υπήρχε στα αρχαία ελληνικά με τη σημασία 'ύφανση' και 'κείμενο'. Εξετάζοντας τα δύο χωρία του Μαυροκορδάτου όπου απαντά το ύφος (ό.π., 118 και 192), διαπιστώνουμε ότι η λέξη διατηρεί την αρχαία της σημασία. Θα πρέπει επομένως να δεχτούμε μια πρωιμότερη χρονολόγηση, με αφετηρία τη μαρτυρία του Κοραή, γύρω στα 1821, στο χειρόγραφο λεξικό του Ύλη γαλλογρακικού λεξικού. Ο Κοραής (1994, 339) γράφει εκεί: «το ύφος σήμερον σημαίνει style».
Θα πρέπει, εξάλλου, όπως κάνει και ο Κουμανούδης, σποραδικά, να αναρωτηθούμε μήπως οι ξένες έννοιες προηγήθηκαν της εμφάνισης των δάνειων ελληνικών λέξεων. Είναι η περίπτωση του φαμίλια που προετοίμασε τον δρόμο για το οικογένεια, διατηρώντας ωστόσο, μετά την αντικατάστασή της από το οικογένεια, μια πιο διακριτική παρουσία με σημασιακή εξειδίκευση: 'πολυάριθμη και φτωχή οικογένεια' (Μπαμπινιώτης 1998).
Το σημείο αυτό είναι σημαντικό για την αξιολόγηση της ελληνικότητας πολλών νεοελληνικών λέξεων. Η σημασιακή ανάγκη που καλύπτεται από αυτές τις αρχαίες λέξεις δεν είναι εν γένει αρχαία. Οι ελληνισμοί αυτοί προορίζονται να αναπαραστήσουν μια σημασία που μπήκε στη γλώσσα μέσω μιας ξένης λέξης.
Γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τα καταλληλότερα κείμενα για τέτοιου είδους μελέτες είναι οι παλαιότερες μεταφράσεις και προσαρμογές. Μπορούμε να βρούμε τέτοιου είδους κείμενα από τον 17ο αιώνα στο Γεωπονικόν του Αγάπιου Λάνδου (1643, Βενετία), όπου τον βλέπουμε να θέτει με πολύ πρακτικό τρόπο τα ζητήματα της απόδοσης στα ελληνικά φαρμακευτικών εννοιών που εμφανίζονται στο ιταλικό πρωτότυπο. Ο Λάνδος δεν μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του να μεταφράσει μια ιταλική λέξη με μία μόνο λέξη της νέας ελληνικής -η οποία δεν υπήρχε ακόμη ως πρότυπη γλώσσα αλλά μόνο ως σύνολο διαλέκτων- ή με μία λέξη της αρχαίας που δεν θα ήταν κατανοητή σε όλο του το κοινό. Κατέφυγε λοιπόν στην παράθεση πολλών λέξεων με παρεμφερή σημασία. Εδώ λοιπόν καταδεικνύεται ξεκάθαρα αυτό που λέγαμε παραπάνω: η αρχαία ελληνική ανακυκλώνεται εδώ για να αποδώσει σύγχρονες έννοιες. Ένα παράδειγμα (Λάνδος [1643] 1991, 239): για την κασίδα: Έπαρε μισήν ουγγίαν σουλουμά, αρσενίκι (ιταλ. Orpimento), δύο δράμια τούτσια, ήτις λέγεται ελληνικά πομφόλυξ. Αντιλαμβάνεται κανείς την αμηχανία του Λάνδου μπροστά στην έλλειψη ακρίβειας του ελληνικού λεξιλογίου την εποχή που γράφει (1643). Εξού και η καταφυγή στο τούρκικο σουλουμά, στα ιταλικά orpimento και tuzzia και στο αρχαιοελληνικό πομφόλυξ ('φυσαλλίδα', 'οξείδωση μετάλλου').
Το ίδιο πρόβλημα θα τεθεί και τον 18ο αιώνα όταν η Ελλάδα ανοίχτηκε στην πολιτική. Πάρα πολλές έννοιες τις οποίες χρειάζονται οι έλληνες διανοούμενοι που προετοιμάζουν από κοντά ή από μακριά την επανάσταση, πρέπει να μεταφραστούν και να εκλαϊκευτούν. Η αφθονία τουρκικών, ιταλικών, γερμανικών ή γαλλικών δανείων σε γραπτά όπως η εφημερίδα των αδερφών Πούλιου, η Εφημερίς (1791-1797),[3] δείχνει την έκταση του προβλήματος Βλέπουμε όμως ήδη μια τάση να αντικαθίστανται αυτά τα δάνεια από αρχαίες ελληνικές λέξεις, ασφαλώς πιο ασαφείς που όμως εξειδικεύονται. Βλέπουμε να εμφανίζονται μερικές φορές στην Εφημερίδα λέξεις όπως πρέσβυς και πρεσβεία, ενώ συχνότερα απαντούν τα ελτζής και ελτζιλίκι, και τα αμπασσαδόρος και αμπασάδα. Σε αυτό το είδος γραπτών κειμένων που εμφανίζονται κατά τη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης, η μεγαλύτερη σύγχυση αφορά πραγματικότητες που είναι ακόμη άγνωστες στην Ελλάδα, όπως η Βουλή /Εθνοσυνέλευση (assemblée nationale). Η λέξη Βουλή απαντά αλλά εν μέσω ενός πλήθους άλλων που είναι όλες αρχαιοελληνικές: η του γένους σύναξις (1791), η Ομήγυρις, η Συνάθροισις, η Σύγκλητος, η Συνέλευσις, η Εθνοσυνέλευσις, η εκτελεστική Βουλή και το Βουλευτήριον. Η λέξη Βουλή είχε τότε την ειδικότερη σημασία του Συμβουλίου (εκτελεστικού) που αντιστοιχούσε καλύτερα στην αρχαία σημασία της λέξης.
Από τις μαρτυρίες που μπορούν εύκολα να αξιοποιηθούν για τη μελέτη του λεξιλογίου ελληνικής προέλευσης, δεν πρέπει να αγνοούμε τα δίγλωσσα γαλλοελληνικά και ελληνογαλλικά λεξικά. Ο Κουμανούδης είχε χρησιμοποιήσει, μεταξύ άλλων, όλες τις εκδόσεις του Λεξικού του Σκαρλάτου Βυζάντιου, από την έκδοση του 1835 μέχρι εκείνη του 1879, το Λεξικό του F. D. Dehèque (1825) και του Emile Legrand (1882).[4] Δεν γνώριζε όμως κατά πάσα πιθανότητα την έκδοση του 1897 του Λεξικού του Άγγελου Βλάχου, ένα έργο συνταγμένο από τον καλύτερο γνώστη της γαλλικής και της ελληνικής της εποχής.
Το τελευταίο έργο, έργο τεράστιο που τα ηλεκτρονικά μέσα θα μπορούσαν να επιτρέψουν την υλοποίησή του, είναι η αποδελτίωση εκτενών ξένων κειμένων μεταφρασμένων στα ελληνικά τον 19ο αιώνα, όπως αυτά που έγιναν από τον Ιωάννη Ισιδωρίτη Σκυλίτση. Έτσι θα μπορούσαμε όχι μόνο να χρονολογήσουμε τις πρώτες εμφανίσεις των σύγχρονων λέξεων και σημασιών αλλά και να εντοπίσουμε, στην περίπτωση της μη μετάφρασης ή της περιφραστικής μετάφρασης, τα κενά του λεξιλογίου που θα συμπληρώνονταν στη συνέχεια. Έτσι, όταν ο Σκυλίτσης μεταφράζει, το 1862, τη λέξη appartement που απαντά στους Αθλίους με τη λέξη δώματα, μπορούμε να υποθέσουμε ότι η λέξη διαμέρισμα που δίνεται από τον Βλάχο δεν ήταν ακόμη συνηθισμένη.
Συμπερασματικά και με λίγα λόγια, η ιστορία του νεοελληνικού λεξιλογίου από την Ανεξαρτησία μέχρι τις μέρες μας μένει ακόμη σε μεγάλο βαθμό άγραφη και, δεδομένης της σημασίας και του μεγέθους των αποδελτιώσεων που πρέπει να γίνουν, το έργο αυτό δεν μπορεί παρά να είναι συλλογικό.
Μετάφραση Μ. Αραποπούλου
Βιβλιογραφικές αναφορές
- Ανδριώτης, Ν. Π. 1997. Ετυμολογικό λεξικό της κοινής νεοελληνικής. 4η έκδ. Θεσσαλονίκη: Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών [Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη].
- Βλάχος, Α. 1897. Λεξικόν ελληνογαλλικόν. Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου, Βιβλιοπωλείον Α. Κωνσταντινίδη.
- Βρανούσης, Λ. 1995. Εφημερίς. Η αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα που έχει διασωθεί. Φωτοτυπική ανασυγκρότηση. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών/Κέντρο Ερεύνης του Μεσαιωνικού και Νέου Ελληνισμού. 1
- Βυζάντιος, Σ. Δ.. 1835. Λεξικόν της καθ' ημάς ελληνικής διαλέκτου. Εν Αθήναις.
- Βυζάντιος, Σ. Δ.. 1879. Λεξικόν ελληνο-γαλλικόν και γαλλο-ελληνικόν. Αθήνησι.
- Chantraine, P. 1968-1980. Dictionnaire étymologique de la langue grecque. Histoire des mots. 2 τόμ. Παρίσι: Klincksieck.
- Dehèque, F. D. 1825. Dictionnaire grec moderne français. Παρίσι.
- Du Cange, C. 1638. Glossarium ad scriptores mediae et infimae graecitatis. Lyon.
- Hesseling, D.C. 1897. Les cinq Livres de la loi (Le Pentateuch). Ελλην. μτφρ. της έκδοσης με αραβικούς χαρακτήρες (Κωνσταντινούπολη 1547). Leiden.
- Ιορδανίδου, Α. 1997. Λεξικό λογίων εκφράσεων της σύγχρονης ελληνικής. Αθήνα: Πατάκης.
- Καζάζης, Ι.Ν. & Τ.Α. Καραναστάσης. 2001-2003. Επιτομή του Λεξικού της μεσαιωνικής ελληνικής δημώδους γραμματείας (1100-1669) του Εμμανουήλ Κριαρά, 2 τόμ. Θεσσαλονίκη: Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
- Κοδρικάς, Π. 1991. Εφημερίδες. Επιμ. Ά. Αγγέλου. Νέα Ελληνική Βιβλιοθήκη. Αθήνα: Ερμής.
- Κοραής, Α. [1821] 1994. Ύλη γαλλογρακικού λεξικού. Επιμ. Ά. Αγγέλου. Αθήνα: Εστία.
- Κουμανούδης, Σ. Α. [1900] 1980. Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ' ημάς χρόνων. Προλεγόμενα Κ. Θ. Δημαράς. Νεοελληνικά Μελετήματα. Αθήνα: Ερμής.
- Λάνδος, Α. 1991. Γεωπονικόν. Βιβλίο καλούμενον Γεωπονικόν εις το οποίον περιέχονται ερμηνείαις θαυμασιώτατες. Πώς να σπέρνουν τους καρπούς να επιτυχένουσι. Πώς να κεντρώνουν τα δένδρη. Και να φυτεύουσι. και έτερα όμοια κτλ. Επιμέλεια, εισαγωγή, σχόλια, γλωσσάριο Δ. Δ. Κωστούλα. Βόλος: Εκδόσεις Τήνος.
- Legrand,E. 1882. Nouveau Dictionnairegrec moderne-français contenant les termes de la langueparlée et de la langue écrite. Παρίσι: Garnier Frères.
- Μαρκαντωνάτος, Γ. 1992. Λεξικό αρχαίων, βυζαντινών και λογίων φράσεων της νέας ελληνικής. Αθήνα: Gutenberg.
- Μαυροκορδάτος, Ν. [1800] 1989. Les Loisirs de Philothée. Επιμ., μτφρ., σχόλια J. Bouchard. Αθήνα & Montreal: Association pour l'étude des Lumières en Grèce & Les Presses de l'Université de Montréal.
- Μπαμπινιώτης, Γ. Δ. 1998. Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας με σχόλια για τη σωστή χρήση των λέξεων. Ερμηνευτικό, ετυμολογικό, συνωνύμων-αντιθέτων, κυρίων ονομάτων, επιστημονικών όρων, ακρωνυμίων. Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
- Rey, A. επιμ. 1992-1998. Le Robert. Dictionnaire historique de la langue française. 3 τόμ. Παρίσι: Dictionnaires Le Robert.
- Sophocles, E. A. 1914. Greek Lexicon of the Roman and Byzantine Periods (from B.C. 146 ro A.D. 1100). Cambridge, Mass.
- Tonnet, H. 1993. Histoire du grec moderne. Παρίσι: L'Asiathèque. Ελλην. μτφρ. Π. Λιαλιάτσης & Μ. Καραμάνου, επιμ. Χ. Χαραλαμπάκης με τίτλο Ιστορία της νέας ελληνικής γλώσσας. Η διαμόρφωσή της (Αθήνα: Παπαδήμας, 1995).
- Tonnet, H. 2003. Για μια ιστορία της διαμόρφωσης του λεξιλογίου της νέας ελληνικής. Στο Η ελληνική γλώσσα και η ιστορία της (δίγλωσση έκδοση, ελλην.-γαλλ), επιμ. Α.-Φ. Χριστίδης et al., 53-57 (γαλλικό κείμενο 119-122). Αθήνα & Θεσσαλονίκη: ΥΠΕΠΘ & Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
1 Μεταξύ των λεξικών που περιγράφουν τις φράσεις αυτές βλ. Μαρκαντωνάτος 1992 και Ιορδανίδου 1997.
2 Με πρόλογο από τον δεύτερο γιο του συγγραφέα, Π. Σ. Κουμανούδη, ο οποίος έδωσε επίσης το όνομά του στο έργο.
3 Πρόκειται για την αρχαιότερη ελληνική εφημερίδα που έχει διασωθεί. Εκδιδόταν στη Βιέννη μεταξύ 1791-1797 από τους αδερφούς Πούλιο και Γεώργιο Μαρκίδη Πούλιου. Ανασυγκρότηση της σειράς σε φωτοτυπική επανέκδοση με ερευνητική, συλλεκτική και εκδοτική φροντίδα του Λ. Βρανούση (1995).
4 O Emile Legrand ήταν καθηγητής στην École des langues orientales vivantes, και συγγραφέας του ελληνογαλλικού οδηγού και του ελληνογαλλικού λεξικού.