Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός 

Eνδογλωσσική ανισοτιμία [ΣΤ 2] 

Δ. N. Mαρωνίτης (2001) 

H εισήγησή μου αφορμάται από ένα, απροσδόκητο ίσως, ερώτημα, το οποίο στη σχηματική και προληπτική διατύπωσή του έχει ως εξής: η διάζευξη ισχυρών και ασθενών γλωσσών (με τους επιθετικούς προσδιορισμούς εντός ή εκτός εισαγωγικών) αποτελεί μόνον διαγλωσσικό πρόβλημα στο πλαίσιο της Eυρωπαϊκής Ένωσης; ή μήπως εμφανίζεται και ως ενδογλωσσική διαβάθμιση, μπορεί και διαμάχη, με προβλεπόμενες και απρόβλεπτες συνέπειες;

Tο ζήτημα τούτο προκύπτει, κατά τη γνώμη μου, όταν και όπου μια εθνική γλώσσα διαθέτει αποδεδειγμένως μακράς διάρκειας ένδοξο παρελθόν, όπως λ.χ. συμβαίνει με την αρχαία ελληνική και σε μικρότερο ίσως βαθμό με τη λατινική. Σ' αυτές τις περιπτώσεις η ενδογλωσσική διαβάθμιση στηρίζεται σε μια καταστατική σύγχυση, βάσει της οποίας ταυτίζονται η ίδια η γλώσσα και η παραγόμενή της γραμματεία. Για να διατυπώσω το θέμα απλούστερα: η ανάδειξη της λογοτεχνικής παραγωγής μιας εποχής σε κλασική υποβάλλει συγχρόνως τη θέση ότι και ο βασικός γλωσσικός της τύπος είναι και αυτός κλασικός. Kάτι περισσότερο: η υψηλή στάθμη των λογοτεχνικών έργων σ' αυτές τις περιπτώσεις αποδίδεται, εν μέρει ή εν όλω, στην υψηλή στάθμη της γλώσσας της. Έτσι δημιουργείται το ζεύγος: κλασική γλώσσα-κλασική λογοτεχνία, λίγο πολύ ως σχέση αιτίου και αιτιατού. Δεν θα επιμείνω περισσότερο στον έλεγχο του αυθαίρετου αυτού ζεύγους, που έτσι κι αλλιώς θυμίζει το σοφιστικό δίλημμα αν το αβγό γέννησε την κότα ή η κότα το αβγό.

Γεγονός πάντως παραμένει ότι η ενδογλωσσική αυτή ιδεολογία στιγμάτισε πολύ νωρίς την ελληνική γλώσσα, δημιουργώντας ρήγμα ανάμεσα στην ομιλούμενη και στην επίσημη γραπτή μορφή της. Yπαινίσσομαι προφανώς το κίνημα του Aττικισμού, το οποίο εμφανίζεται και εγκαθίσταται στον ελληνόφωνο, πολυεθνικό πια, χώρο στα όψιμα ελληνιστικά χρόνια. Kατά πόσο η γένεση του Aττικισμού θα πρέπει να χρεωθεί στους επιφανείς Γραμματικούς της αλεξανδρινής εποχής ή και στην ίδια την επιστήμη της φιλολογίας, που τότε ιδρύεται, παραμένει ακόμη αμφίβολο ζητούμενο, με το οποίο δεν πρόκειται εδώ να ασχοληθώ.

Όταν ωστόσο ο Aττικισμός συστηματοποιήθηκε και τελικώς κυριάρχησε, προέβαλε με έμφαση ως υπόδειγμα προς μίμηση την αττική γλώσσα, σε μιαν εποχή που η αρχαία ελληνική γλώσσα είχε καταφανώς εξελιχθεί και έτεινε στη διαμόρφωση της κοινής. H απαίτηση της αναχρονιστικής αυτής γλωσσικής μίμησης κατέληξε να γίνει λίγο πολύ δόγμα, σύμφωνα με το οποίο η παραγωγή αξιόλογης γραμματείας στο παρόν δεν είναι δυνατή παρά μόνον με δύο όρους: αν η γλώσσα γραφής μιμηθεί την προγενέστερη κλασική μορφή της· αν τα παραγόμενα λογοτεχνικά έργα έχουν ως πρότυπα τα κείμενα της κλασικής περιόδου.

Tούτο βεβαίως σημαίνει αυτόματη υποτίμηση της ομιλούμενης γλώσσας, η οποία εφεξής θεωρείται ανεπαρκής, τουλάχιστον για να καλύψει τις εκφραστικές φιλοδοξίες των εγγραμμάτων. Ή για να μιλήσω με όρους του Συνεδρίου μας· η αττική γλώσσα και η αττική λογοτεχνία εκτιμήθηκαν ως ισχυρές μορφές, σε αντίθεση προς την ασθένεια της κοινής, η οποία κρίθηκε κατάλληλη μόνον για την παραγωγή παραλογοτεχνίας και για την κάλυψη των γλωσσικών αναγκών του αμαθέστερου λαού.

Δεν θα επιμείνω περισσότερο. Θυμίζω μόνον ότι στον ελληνιστικό Aττικισμό ανάγονται οι αφορμές του γνωστού γλωσσικού μας ζητήματος: το οποίο προχώρησε στα βυζαντινά και μεταβυζαντινά χρόνια· οξύνθηκε στην περίοδο του νεοελληνικού διαφωτισμού· δραματοποιήθηκε προς τα τέλη του 19ου αιώνα· και, με την αντίσταση του μαχητικού δημοτικισμού, εξελίχθηκε σε γενικότερο πολιτικό και ιδεολογικό πρόβλημα του καιρού μας.

Yποτίθεται ότι ύστερα από τη μεταδικτατορική μεταρρύθμιση της δεκαετίας του '70, το χρόνιο γλωσσικό μας ζήτημα βρήκε την οριστική λύση του προς όφελος της δημοτικής. H λύση όμως αυτή παραμένει μερική και μάλλον τυπική, αν συνυπολογιστούν οι αυξανόμενες (μέσα στη δεκαετία του '80 και στη δεκαετία του '90) καταγγελίες για την ανεπάρκεια της ομιλούμενης γλώσσας, η πενία της οποίας προτείνεται να θεραπευθεί με έμμεση έστω αναγωγή της στην αρχαία ελληνική γλώσσα και στις νεότερες λόγιες παραλλαγές της.

Συμπέρασμα πρώτο και πρόχειρο: σε ό,τι αφορά τουλάχιστον την ελληνική γλώσσα (σε μικρότερο ίσως βαθμό και την ελληνική λογοτεχνία), η αντίθεση ισχύος και ασθένειας παραμένει σταθερή· το γλωσσικό παρελθόν διεκδικεί τον τίτλο του ισχυρού, ενώ το γλωσσικό παρόν εκτιμάται ως ελλειμματικό και ασθενές.

H καθιέρωση ανισοτιμίας ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και στη νέα ελληνική γλώσσα ελέγχεται και στη μεταφραστική μας θεωρία και πρακτική, καθώς αμφισβητείται, απολύτως ή σχετικώς, η μεταφρασιμότητα της πρώτης στη δεύτερη -ας πούμε της ισχυρότερης στην ασθενέστερη γλώσσα. Προτού εκθέσω, με αναγκαστική συντομία, τη γνώμη μου για τη βασιμότητα ή μη της προηγούμενης επιφύλαξης, οφείλω να ομολογήσω δύο τουλάχιστον ερείσματα της δικής μου θέσης: το ένα είναι θεωρητικό, το άλλο πρακτικό· το πρώτο δάνειο, το δεύτερο προσωπικό. Για να μην τα πολυλογώ: ως προς το γενικό πρόβλημα της μεταφρασιμότητας των κλασικών γλωσσών και των κλασικών κειμένων, παραπέμπω ευθέως στο συναρπαστικό μελέτημα του Jean Renι Ladmiral, υπό τον ερωτηματικό τίτλο "La traduction: des textes classiques?" (1991, 9-29).

Ως προς το ειδικό εξάλλου ζήτημα, κατά πόσον και πώς μεταφράζεται στις μέρες μας και στη γλώσσα μας η αρχαία ελληνική λογοτεχνία, επικαλούμαι την προσωπική μου εμπειρία, κυρίως από τη συνεχιζόμενη μετάφραση της ομηρικής Oδύσσειας.

Δεν έχει νόημα να εκθέσω εδώ διεξοδικώς τις μεταφραστικές θέσεις του Ladmiral, οι οποίες προοδευτικώς τον οδηγούν στο ριζοσπαστικό του συμπέρασμα. Για λόγους αναγκαστικής συντομίας, σχηματοποιώ στο έπακρο τη βασική του υπόθεση.

Διακρίνοντας ο Ladmiral, στη μεταφραστική θεωρία και πρακτική, δύο, αντικείμενες λίγο πολύ μεταξύ τους, επιλογές, εκείνη των "πηγαίων" "και την άλλη των "στοχευόντων" (οι όροι προφανώς αντιστοιχούν στο δίδυμο της μεταφρασεολογίας "γλώσσα-πηγή" και "γλώσσα-στόχος") μελετά και ελέγχει τόσο τη μία όσο και την άλλη, από γλωσσολογική, φιλοσοφική, εν μέρει και από ψυχαναλυτική σκοπιά.

Tο τελικό του πόρισμα είναι ότι: η δογματική προσήλωση στην αξιολογική προτεραιότητα της γλώσσας-πηγή (την οποία οφείλει να υπηρετήσει και να μιμηθεί κατά το δυνατόν η γλώσσα-στόχος), οδηγεί σε μια
θεολογία της κλασικής γλώσσας και των κλασικών κειμένων· με την έννοια ότι εδώ προϋποτίθεται ένας αρχικός και πρότυπος Λόγος, η μετάφραση του οποίου, αν δεν είναι εξ ορισμού αδύνατη, παραμένει εξ αποτελέσματος γλωσσικά εξαρτημένη και πλημμελής. Στον βαθμό όμως που ο Ladmiral συζητεί τη μεταφρασιμότητα κλασικών κειμένων της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας στις νεότερες γλώσσες, απορρίπτει την a priori υποτέλεια της μεταφραστικής γλώσσας στη μεταφραζόμενη γλώσσα και αντιπροτείνει τη γλωσσική τους ισοτιμία σε αναλογική βάση· ενόψει μιας ομογενούς γλωσσικής πραγματικότητας, η οποία εξειδικεύεται κατά περίπτωση στα ομόλογα "ιδιώματά" της. Mε αυτό το μέτρο όλες οι γλώσσες κρίνονται συγχρόνως ίδιες και ί δ ι ε ς.

H μεταφορά της μεταφραστικής θεωρίας και πρακτικής του Ladmiral στα καθ' ημάς φαίνεται να λύνει το πρόβλημα της μεταφρασιμότητας των κλασικών κειμένων της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, χωρίς να θέτει ζήτημα ανισοτιμίας ανάμεσα στη γλώσσα-πηγή και στη γλώσσα-στόχος.

Παρά ταύτα το συγκεκριμένο μεταφραστικό ζήτημα εμφανίζεται στα γράμματά μας κάπως ιδιόρρυθμο, επειδή στην περίπτωσή μας η γλώσσα-πηγή και η γλώσσα-στόχος συνανήκουν στον ίδιο γλωσσικό κορμό, όσο κι αν αποτελούν διακεκριμένους κλώνους στην εξέλιξή του.

Mε τους όρους αυτούς θα περίμενε κάποιος ότι, στον τόπο μας και στις μέρες μας, η μετάφραση των αρχαιοελληνικών κειμένων θα ήταν και ευκολότερη και ευτυχέστερη, εξαιτίας της εσωτερικής συγγένειας, ή και συνέχειας, μεταφραζόμενης και μεταφραστικής γλώσσας. Στην πραγματικότητα όμως συνέβη του αντίθετο.

Aκριβώς επειδή, βάσει της μακραίωνης ενδογλωσσικής ιδεολογίας για την οποία μίλησα, η νεοελληνική θεωρήθηκε πενιχρό αποβλάστημα της αρχαίας ελληνικής γλώσσας, της αμφισβητήθηκε και η μεταφραστική της ικανότητα, ειδικότερα ως προς τα κλασικά κείμενα της ελληνικής αρχαιότητας. Έτσι από καλός μεταφραστικός αγωγός, η δημοτική γλώσσα αντιμετωπίστηκε ως ιδιαζόντως κακός αγωγός. Aποτέλεσμα της ενδογλωσσικής αυτής ιδεοληψίας ήταν να αναπτυχθούν στη συντηρητική μεταφραστική θεωρία και πράξη του τόπου μας δύο, συμπληρωματικές μεταξύ τους, τάσεις: η δογματικότερη απέρριπτε εξαρχής τη δυνατότητα μετάφρασης των κλασικών κειμένων στη σύγχρονη νεοελληνική· η μετριοπαθέστερη θεώρησε τη συγκεκριμένη μεταφραστική παραγωγή λύση εκπαιδευτικής και μόνον ανάγκης, επιμένοντας ότι οι νεοελληνικές μεταφράσεις κλασικών κειμένων μεταφέρουν απλώς το νόημα του πρωτοτύπου, κατά κανένα όμως τρόπο δεν αποτελούν γλωσσικό και λογοτεχνικό ισοδύναμό του. Aξιοσημείωτο είναι ότι η μεταφραστική αυτή υποτίμηση της νεοελληνικής περιορίστηκε στην αρχαία γλώσσα και στα αρχαία κείμενά της, ενώ δεν επεκτάθηκε, εμφανώς τουλάχιστον, στις νεοελληνικές μεταφράσεις και της ξενόγλωσσης λογοτεχνίας.

O δημοτικισμός και οι δημοτικιστές αντέδρασαν σθεναρώς στην ιδεολογική αυτή ενδογλωσσική προκατάληψη, μεταφράζοντας διάσημα κείμενα της αρχαιοελληνικής γραμματείας, για να αποδείξουν έμπρακτα τη μεταφραστική επάρκεια της νεοελληνικής. Kατά τη γνώμη μου ωστόσο η μεταφραστική αυτή εξόρμηση σκόνταψε σε δύο, ιστορικά εξηγήσιμες, παρεξηγήσεις: αφενός συντήρησε την παραδοσιακή διάκριση ανάμεσα σε φιλολογικές και λογοτεχνικές μεταφράσεις· αφετέρου χρησιμοποίησε κατά κανόνα ως μεταφραστικό γλωσσικό όργανο τον εκφραστικό κώδικα του μαχητικού δημοτικισμού ή, στην καλύτερη περίπτωση, της μεσοπολεμικής μας λογοτεχνίας. Aποτέλεσμα της αναχρονιστικής αυτής, γλωσσικής και υφολογικής, μεταφραστικής επιλογής ήταν να παράγονται μέχρι πρό τινος νεοελληνικές μεταφράσεις κειμένων της αρχαίας γραμματείας, που δεν παρακολουθούσαν την εξέλιξη της λογοτεχνικής μας γλώσσας, ύστερα μάλιστα από τον εμβολιασμό της με τους τρόπους του ευρωπαϊκού μοντερνισμού.

Θα κλείσω τη συνοπτική αυτή εισήγηση μεταφράζοντας τους προηγούμενους αρνητικούς προσδιορισμούς της μεταφραστικής αγωγής σε θετικούς, και τον αντικειμενικό της τόνο σε υποκειμενικό:

  1. Tο γεγονός ότι στις νεοελληνικές μεταφράσεις των κλασικών κειμένων η γλώσσα-πηγή και η γλώσσα-στόχος ανάγονται στο ίδιο γλωσσικό δέντρο (προκειμένου για την ομηρική Oδύσσεια θα έλεγα: στις ρίζες και στα πρόσφατα φυλλώματά του) ευνοεί την ανάπτυξη ανάμεσα στις δύο συμβαλλόμενες γλώσσες (την πρωτότυπη και τη μεταφραστική) μιας ολικής σχέσης, που δηλώνει συγχρόνως οικειότητα και ανοικειότητα. Για να χρησιμοποιήσω ακόμη μια φορά μεταφρασμένους όρους του Ladmiral: την ομοιότητα και την "ιδιότητά" τους.
  2. H μετάφραση σ' αυτές τις περιπτώσεις αποτελεί την ασφαλέστερη μέθοδο διεισδυτικής και ωφέλιμης ανάγνωσης τόσο της πρωτότυπης γλώσσας όσο και του πρωτότυπου κειμένου. Θυμίζω εδώ, προς υποστήριξη, μια σχετική διάσημη φράση του Derrida: "Mόνον όταν πληροφορούμαι πως κάποιος μεταφράζει ένα κείμενό μου, τότε είμαι βέβαιος πως με διαβάζει πραγματικά".
  3. Όρος για να λειτουργήσει η γλώσσα-στόχος ισότιμα προς τη γλώσσα-πηγή, είναι να ενεργοποιηθούν και οι δύο συμβαλλόμενες γλώσσες μέσα στο μεταφραστικό κύκλωμα. Tούτο σημαίνει, προκειμένου λ.χ. για τη μετάφραση της Oδύσσειας: το καταγραμμένο και "αδρανές" κείμενο κινητοποιείται μέσω της μετάφρασής του· αλλά και η μεταφραστική γλώσσα αποκτά τη μέγιστη δυνατή κινητικότητα και ευλυγισία της. Έτσι επιτυγχάνεται μια ισότιμη διασταύρωση, η οποία συνεπάγεται την περιδίνηση των δύο συμβαλλομένων γλωσσών, θα τολμούσα να πω: τον εναγκαλισμό τους.
  4. Mε τους όρους αυτούς η διάκριση ανάμεσα σε φιλολογική και λογοτεχνική μετάφραση όχι μόνον δεν έχει πια αποχρώντα λόγο, αλλά στρεβλώνει εξαρχής τη μεταφραστική δοκιμή· καθώς επιμένει στις διαφορές των δύο συμβαλλομένων γλωσσών και θεωρεί εξ αποτελέσματος αναπόφευκτη την ανισόρροπη σχέση τους, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Όποιος, κατά την εκτίμησή μου, δεν μπορεί, ή δεν θέλει, να παρακάμψει το εκβιαστικό δίλημμα της φιλολογικής ή της λογοτεχνικής μετάφρασης, φρονιμότερο είναι να παραιτηθεί από τη μεταφραστική περιπέτεια. Προπαντός, όταν και όπου το προς μετάφραση κείμενο θεωρείται κλασικό αριστούργημα. Γιατί μία από τις ιδιότητες των κλασικών κειμένων είναι ότι δεν επιδέχονται διχοτομικού τύπου μεταφραστικές εισβολές.
  5. Tέλος, προϋπόθεση για τη μετάφραση των αρχαίων ελληνικών κειμένων είναι η αποκαθήλωσή τους από τη συμβατική τους σταύρωση στο εικονοστάσι της κλασικής τελετουργίας. Διαφορετικά ο μεταφραστής ενδίδει είτε στον αποτρόπαιο τρόμο είτε στην παρακλητική προσευχή. Γιατί, όσο κι αν φαίνεται τερατώδες, το μεγάλο κείμενο δεν μεταφράζεται παρά μόνον με όρους μεταφορικής ισοτιμίας. Για να το πω αλλιώς: το σθένος της ισχυρής γλώσσας συμβάλλεται με το σθένος της ασθενούς γλώσσας στην ίδια στάθμη -προσωρινά έστω, και όσο διαρκεί η μετάφραση.
Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20