ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
- Κείμενο 1: Ladmiral, J.-R. 1991. La traduction: des textes classiques? Στο La traduzione dei testi classici. Teoria, prassi, storia (Πρακτικά συνεδρίου, Παλέρμο 6-9 Απριλίου 1988).
- Κείμενο 2: Ladmiral, J.-R. 1991. La traduction: des textes classiques? Στο La traduzione dei testi classici. Teoria, prassi, storia (Πρακτικά συνεδρίου, Παλέρμο 6-9 Απριλίου 1988).
- Κείμενο 3: Ladmiral, J.-R. 1991. La traduction: des textes classiques? Στο La traduzione dei testi classici. Teoria, prassi, storia (Πρακτικά συνεδρίου, Παλέρμο 6-9 Απριλίου 1988).
- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Eνδογλωσσική ανισοτιμία [ΣΤ 2]
Δ. N. Mαρωνίτης (2001)
Κείμενο 2: Ladmiral, J.-R. 1991. La traduction: des textes classiques? Στο La traduzione dei testi classici. Teoria, prassi, storia (Πρακτικά συνεδρίου, Παλέρμο 6-9 Απριλίου 1988), επιμ. S. Nicosia, 9-29. Nάπολη: M. D' Auria, σελ. 23-25.
Η μετάφραση είναι πάντα κατά κάποιον τρόπο μετάφραση κλασικών κειμένων· η παραδοχή αυτή μπορεί να διατυπωθεί με μια άλλη σημασία ευρύτερη και πιο "βαθιά", σημασία φιλοσοφική, ακόμη ακόμη και σημασία "θεολογική". Το κλασικό κείμενο είναι ένα κείμενο αναφοράς, ένα κείμενο που θεμελιώνει παράδοση: την παράδοση εκείνη, για παράδειγμα, που μας περιβάλλει και η οποία με τη σειρά της προδικάζει και επιβάλλει την ερμηνεία που θα δώσουμε στα κείμενα και, επομένως, και τη μετάφρασή τους. Τα κλασικά "μας" κείμενα συνιστούν τα ιστορικά θεμέλια του πολιτισμού μας· συστήνουν τη πολιτισμική συνείδηση της παράδοσής μας.
Το κλασικό κείμενο είναι ένα κανονιστικό κείμενο με την έννοια ότι συνιστά αυθεντία. Ο συγγραφέας ενός σπουδαίου κειμένου, ενός κειμένου κλασικού, είναι εγγυητής (auctor), πρότυπο. Και το ίδιο το κείμενο είναι ο εγγυητής αυτού που εγγράφεται στην υστεροφημία του, με άλλα λόγια αυτού που εγγράφεται στην παράδοση που το κείμενο εγκαινιάζει, στην ιστορία που έπεται και προκύπτει από το ίδιο το θεμελιώδες κείμενο. Εντούτοις, η αυθεντία του κειμένου γίνεται τυραννική για τους πηγαίους, οι οποίοι θεωρούν ως υποχρέωσή τους την ομολογία πίστης προς το γράμμα του κειμένου, το οποίο, αίφνης, δικαιολογεί απόλυτα την όνομά του ως "κείμενο-πηγή" (με όλες τις σημασίες της λέξης), μέχρι τις παραμικρές του λεπτομέρειες, μέχρι τα σημαίνοντα της ίδιας της γλώσσας-πηγή.
Το μεταφρασεολογικό ολίσθημα είναι κατά τα λοιπά ένας μόνιμος πειρασμός για τον καθένα μας κι όχι μόνο για αυτούς που αποκαλώ "πηγαίους". Κάθε φορά που ο μεταφραστής βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα πρόβλημα στο οποίο δυσκολεύεται να δώσει λύση, τείνει να αναζητά την ψευδαίσθηση της ασφάλειας που του παρέχει η αναδίπλωση στο γράμμα του κειμένου-πηγή, γιατί του φαίνεται πως είναι το μόνο στέρεο πράγμα στο οποίο μπορεί να βασιστεί. Νομίζει έτσι πως διακινδυνεύει λιγότερο: "κρατιέται απ' τα κλαδιά", για να το πούμε έτσι. Οι δυσκολίες τον ξεπερνούν και εκείνος είναι αναγκασμένος να επιστρέψει στις σφαλερές διευκολύνσεις που του παρέχει η λέξη προς λέξη μετάφραση, τακτική που αντιστοιχεί σε κάποιο προγενέστερο στάδιο της δίγλωσσής του ικανότητας. Πρόκειται, το διαπιστώνουμε ξεκάθαρα, για το ίδιο το σχήμα της παλινδρόμησης.
Ακόμη βαθύτερα, όμως, το σχήμα αυτό παραπέμπει σε μια ευρύτερη θεώρηση, στο βαθμό που ανήκουμε όλοι στον "πολιτισμό του βιβλίου" -θα έλεγα παραφράζοντας τη διατύπωση του Mohamed Arkoun- και ειδικότερα στον πολιτισμό του Βιβλίου. Εν αρχή ην ο Λόγος, με άλλα λόγια το ιερό Κείμενο. Τούτο ισχύει τόσο για τους Χριστιανούς όσο και για τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους· και ισχύει ακόμη και για τους άθεους και τους αγνωστικιστές της νεωτερικότητας, οι οποίοι ανδρώνονται στους κόλπους της δυτικής παράδοσης που είναι πάντα χριστιανική (ή, αν το προτιμάτε, ιουδαιοχριστιανική, όπως λένε), παρόλη -ή καλύτερα: εξαιτίας της ίδιας της εκκοσμίκευσης από την οποία προέκυψε ο σύγχρονος κόσμος. Όταν μου λέει κάποιος στην Γαλλία πως είναι άθεος, του απαντώ: "Μα και βέβαια! Πείτε μου μόνο, άθεος εβραίος ή άθεος χριστιανός;". Αφήνει κατάλοιπα μια παράδοση δισχιλιετής! Υπό αυτή την έννοια είμαστε όλοι "βιβλιολάτρες" -και θα επαύξανα, θα έλεγα πως είμαστε όλοι "βιβλιολάγνοι" …παίρνοντας την ελευθερία να προσδώσω στο τελευταίο αυτό επίθημα την ισχυρή του σημασία, τη σημασία που παίρνει σε όρους όπως "οφθαλμολάγνος", "γεροντολάγνος", "κοπρολάγνος" κλπ, ωσάν να επρόκειτο για μια διαστροφή, για ένα μανιακό πάθος! Κατά τα άλλα, η ετυμολογία σε αυτή την περίπτωση εμπεριέχει και ένα φαινόμενο αντονομασίας, το οποίο μας υπενθυμίζει ακουστικά πως διαβάζοντας ένα οποιοδήποτε βιβλίο διαβάζουμε λιγάκι και τη Βίβλο την οποία εσαεί νοσταλγούμε…
Η παρούσα μελέτη, λοιπόν, έχει ως ορίζοντα τη θεολογία της μετάφρασης. Παραμένοντας στην ίδια συλλογιστική ισοτοπία, θα ήταν δελεαστικό να προσομοιάσουμε τους πηγαίους με "αιρετικούς!", καθώς θύουν και αυτοί στην "ειδωλολατρία" του κειμένου-πηγή, το οποίο, κατά τη γνώμη τους, δεν είναι μονάχα ένα κλασικό κείμενο, αλλά ακόμη περισσότερο ένα Κείμενο ιερό· κάνουμε λόγο δε για "ειδωλολατρία", γιατί ακριβώς σε αυτή την περίπτωση υπάρχει αναγωγή του γράμματος του κειμένου, του σημαίνοντος (το οποίο για την περίπτωση μεταβαπτίζεται ως "σηματοδοτική δυνατότητα") σε φετιχιστικό αντικείμενο. Πρόκειται για διαστροφή της σχέσης με τον γραπτό λόγο. Και διαπιστώνουμε πως εδώ με όρους τέτοιους όπως η "αναγωγή σε φετιχιστικό αντικείμενο", η "διαστροφή" ή κιόλας η "παλινδρόμηση", περνάμε εύκολα από την ηθολογική ισοτοπία στην ψυχαναλυτική ισοτοπία…
Αν τώρα πάλι πάρω κάποια απόσταση από την ίδια τη θεωρητική μου δέσμευση και αφήσω για λίγο τον πολεμικό οίστρο στον οποίον κινδύνευσα να παρασυρθώ, θα έλεγα πιο απλά πως υπάρχουν κατά βάση δύο εκδοχές της θεολογίας της μετάφρασης: η θεολογία του Γράμματος και η θεολογία του Πνεύματος. Την πρώτη την έκρινα ήδη ή, μάλλον, έκρινα, τις κατά γράμμα θεολογικές τις συνέπειες· αποτόλμησα να διαγνώσω πως αποτελούν το άρρητο και υπονοούμενο μεταφυσικό αδια-νόητο στον λόγο όσων αποκάλεσα "πηγαίους" στον χώρο της μετάφρασης (κι ίσως ακόμη περισσότερο στον χώρο της θεωρίας της μετάφρασης, της μεταφρασεολογίας)…