Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νικοτίνη η [nikotíni] Ο30 : δηλητηριώδες αλκαλοειδές που παράγεται από τα φύλλα του καπνού και που δρα ερεθιστικά στον οργανισμό του ανθρώπου: Tσιγάρα με πολλή / με λίγη ~.
[λόγ. < γαλλ. nicotine < nicot(iane) = νικοτ(ιανή) -ine = -ίνη]