Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- μουκανίζω [mukanízo] & μουγκανίζω [muŋganízo] Ρ2.1α & μουκανιέμαι [muka
éme] Ρ10.1β (χωρίς μππ.) : (για μεγάλο ζώο, ιδ. βοοειδές) μουγκρίζω. [ίσως αρχ. ηχομιμ. μυκ(ῶμαι) (αρχική προφ. [mūk] ) -ανίζω και επανεισαγωγή του ηχομιμ. [mu] · ηχηροπ. του μεσοφ. [k > g] (πρβ. και μσν. μουγκούμαι < αρχ. μυκῶμαι)· μουκαν(ίζω) -ιέμαι]