Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλάκα η [kláka] Ο25α : ομάδα ατόμων που παρευρίσκονται σε μια δημόσια εκδήλωση με αποκλειστικό σκοπό να δημιουργήσουν εντυπώσεις με επευφημίες ή αποδοκιμασίες.
[λόγ.(;) < γαλλ. claqu(e) -α]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- κλακαδόρος ο [klakaδóros] Ο18 : μέλος μιας κλάκας.
[κλάκ(α) -αδόρος]