Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: βενιαμίν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
βενιαμίν ο [veniamín] Ο (άκλ.) : χαρακτηρισμός του νεαρότερου σε ηλικία παιδιού μέσα σε μια οικογένεια. || το νεαρότερο μέλος ομάδας, παρέας κτλ.

[λόγ. < ελνστ. Βενιαμίν (από τα εβρ.), όν. του τελευταίου γιου του Ιακώβ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go