Combined Search
2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- αποκηρύσσω [apokiríso] -ομαι Ρ2.2 : 1.απαρνιέμαι και αποδοκιμάζω δημόσια πράξεις, πρόσωπα, ιδέες, πεποιθήσεις: Ο συγγραφέας αποκήρυξε τα προηγούμενα έργα του. Tον αποκήρυξαν οι οπαδοί του. Tον πίεσαν για να αποκηρύξει τις ιδέες του. 2. (νομ.) αρνούμαι την πατρότητα ενός παιδιού, το αποκληρώνω.
[λόγ.: 2: αρχ. ἀποκηρύσσω· 1: σημδ. γαλλ. désavouer]
[Λεξικό Γεωργακά]
- αποκηρύσσω [apociríso] (also αποκηρύττω & αποκηρύχνω) ipf αποκήρυσσα (& αποκήρυττα & αποκήρυχνα), aor αποκήρυξα (subj αποκηρύξω), pf & plupf έχω-είχα αποκηρύξει, pass αποκηρύσσομαι, aor αποκηρύχτηκα (subj αποκηρυχθώ & αποκηρυχτώ), (L)
- ① denounce, repudiate, condemn, stigmatize (near-syn αποδοκιμάζω 1, κατακρίνω):
- ~ το κίνημα, τις προτάσεις |
- αποκηρύσσουν την ιατρική έρευνα, τα πυρηνικά όπλα |
- το δικαστήριο αποκήρυξε τα άσεμνα έργα |
- αποκήρυτταν τον Ψυχάρη, για να μη θεωρούνται οπαδοί (Xenop) |
- η αρχή της ιδιωτικής πρωτοβουλίας πρέπει ν' αποκηρυχθεί (Angelop) |
- κάποιοι πολέμιοι της μηχανής έφτασαν ν' αποκηρύχνουν την τεχνική (Despotop) |
- ο άνθρωπος προσπαθεί να ελαττώσει το βάρος του, που το έχει αποκηρύξει η επιστήμη (Panagiotop)
- ② renounce, disavow, reject, abandon (syn απαρνιέμαι 3):
- ~ τις ιδέες, τα λάθη, την πίστη μου |
- ο Δον Kιχώτης αποκηρύσσει τον ιπποτισμό και παραδίνεται στο πραγματικό (Papantoniou) |
- δε δέχθηκε ν' αποκηρύξει δημόσια όλα όσα είχε διδάξει (Kanellop) |
- ο Pαγκαβής επρόφθασε να γίνει πρωτοπόρος του ρομαντισμού αλλά και να τον αποκηρύξει (Dimaras) |
- αποκηρύττει όλο το πολιτικό παρελθόν της (Theotokas)
- ⓐ disclaim, disown, renounce, repudiate (ant αναγνωρίζω 2b):
- τον αποκηρύσσει από συγγενή κατά σάρκα |
- τα παιδιά αποκηρύσσουν τους γονείς τους |
- ο σύζυγος μπορεί ν' αποκηρύξει το τέκνο που συλλήφτηκε ενόσω διαρκούσε ο γάμος (Christidis AK) |
- αποφάσισε ν' αποκηρύξει τον εγγονό του και να τον αποκλείσει από τη διαδοχή (Kanellop) |
- θεωρούσε το μυθιστόρημά του σαν παιδικό πρωτόλειο και το αποκήρυσσε (Xenop, adapted) |
- η νεοελληνική (γλώσσα) αποκηρύχτηκε σαν ένα τερατόμορφο παιδί (Theotokas)
[fr kath αποκηρύσσω (-ττω) ← PatrG, K (also pap), AG]
- ① denounce, repudiate, condemn, stigmatize (near-syn αποδοκιμάζω 1, κατακρίνω):