Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ανθρωπομορφισμός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανθρωπομορφισμός ο [anθropomorfizmós] Ο17 : 1.η αντίληψη και η παράσταση ενός θεού με μορφή και ιδιότητες ανθρώπου. 2. η απόδοση ανθρώπινων ιδιοτήτων στα ζώα, στα φυτά και στα διάφορα φυσικά φαινόμενα.

[λόγ. < γαλλ. anthropomorphisme < anthropomorph(e) < ελνστ. ἀνθρωπόμορφ(ος) -isme = -ισμός]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανθρωπομορφισμός [anθropomorfizmós] ο, (L)
  • anthropomorphism:
    • αρχαίος, ασυνήθιστος, αφελής, θρησκευτικός, πρωτόγονος ~ |
    • ο ~ του θεού |
    • αιώνες ανθρωπομορφισμού |
    • αποφεύγουν τον ανθρωπομορφισμό |
    • η φυσική καθάρισε την ιδέα του Θεού από τα υπολείμματα του ανθρωπομορφισμού (Papanoutsos) |
    • όποιος από την φυσική ιδέα οδηγείται προς την φύση καταλήγει σε κάποιον ανθρωπομορφισμό (Tsatsos) |
    • ο Ξενοφάνης πολεμά τις λαϊκές παραστάσεις του θεού δηλαδή τον ανθρωπομορφισμό και τις ανθρώπινες αδυναμίες (Theodoridis) |
    • ο ~ βγαίνει από την άμεση σχέση του ανθρώπου με τις υπερβατικές δυνάμεις της φύσης (Platon) |
    • ακόμα και μεταξύ των σημερινών χωρικών επικρατεί ο ~ (Kyriakidis) |
    • ο πιο μεγάλος τίτλος τιμής της επιστήμης είναι ο πόλεμός της και η νίκη της κατά του ανθρωπομορφισμού (Tatakis)

[fr kath (neol, Koumanoudis) ανθρωπομορφισμός, der of ανθρωπομορφίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες