Combined Search
403 items total [251 - 260] | << First < Previous Next > Last >> |
- μισελλίμης ο,
- βλ. μουσελλίμης.
- μίσεμα(ν) το,
- βλ. μίσευμα.
- μισεμός ο [misemós] Ο17 : (λαϊκότρ.) το αποτέλεσμα του μισεύω: H πικρή ώρα του μισεμού.
[μισεύ(ω) -μός με αποβ. του [v] πριν από [m] ]
- μισεμός ο,
- βλ. μισευμός.
- μισερός -ή -ό [miserós] Ε1 : (οικ.) που έχει πολλές ατέλειες: ~ άνθρωπος, με σωματικές ή πνευματικές ατέλειες.
[μισ(ός) -ερός]
- μισεύγω,
- βλ. μισεύω.
- μίσευμα το· μίσεμα· μίσεμαν· μίσευμαν.
-
- Αναχώρηση, απομάκρυνση, εκπατρισμός:
- εμαζώχθησαν εις μίσεμαν ετοίμως (Διήγ. Βελ. χ 396· Βέλθ. 76).
[<μισεύω + κατάλ. ‑μα. Ο τ. ‑εμα στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Αναχώρηση, απομάκρυνση, εκπατρισμός:
- μισευμός ο· μισεμός.
-
- 1)
- α) Αναχώρηση, αποχώρηση· αποδημία, ξενιτεμός:
- λύπηση πλήσιαν έδωκε σ’ όλους ο μισεμός του (ενν. του Γιλδάση) (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3049· Ριμ. Απολλων. [857])·
- β) (προκ. για πλοίο) απόπλους:
- (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 419)·
- γ) (μεταφ. προκ. για αστέρι) δύση:
- (Αχέλ. 1709).
- α) Αναχώρηση, αποχώρηση· αποδημία, ξενιτεμός:
- 2) (Μεταφ.) αναχώρηση από τη ζωή, θάνατος:
- (Ρίμ. θαν. 49), (Πανώρ. Γ́ 351).
[<μισεύω + κατάλ. ‑μός. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. λαϊκ.]
- 1)
- μισεύω [misévo] Ρ5.2α μππ. μισεμένος : (λαϊκότρ.) φεύγω για ταξίδι, για άλλη χώρα και ιδίως ξενιτεύομαι.
[μσν. μισεύω `διαλύω συνεδρίαση, ξαποστέλνω, φεύγω΄ < μίσ(α) `απόλυση΄ < υστλατ. missa `απόλυση της λειτουργίας΄ -εύω]
- μισεύω· μισεύγω· μτχ. ενεστ. μισευάμενος.
-
- 1)
-
- α1) Αναχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι:
- αν μισεύσειν βούλεσαι από την Ρωμανίαν, σήμερον έπαρε τα σα (Διγ. Esc. 344· Πανώρ. Έ 420)·
- α2) εκπατρίζομαι, ξενιτεύομαι:
- μισεύγω από την Κύπρον εις τα ξένα (Κυπρ. ερωτ. 596· Ιμπ. 249)·
- α3) (με τα ρ. διαβαίνω, πηγαίνω, κ.ά. συνών.):
- Ο Καμπανέσης όρθωσε κι εμίσεψε κι εδιάβη (Χρον. Μορ. H 1897· 5151)·
- α1) Αναχωρώ, φεύγω, απομακρύνομαι:
- β) αποσύρομαι, αποχωρώ:
- εμίσεψε, πάγει στην κάμερά τση (Ερωτόκρ. Γ́ 1052· Μαχ. 5223)·
- γ) αποστατώ:
- εμίσεψεν κι εδιάβη εις τον εχτρόν (Χρον. Μορ. H 3356)·
- δ) διαφεύγω, ξεφεύγω:
- ήθελε να με βάλει … σ' έν' αρχοντικό, κι εμίσεψα στανιό τση (Κατζ. Δ́ 81)·
- ε) (προκ. για πλοίο, στόλο, κ.τ.ό.) αποπλέω:
- (Πορτολ. A 32820), (Τζάνε, Κρ. πόλ. 2118).
-
- 2) Εγκαταλείπω (κάπ.) αβοήθητο:
- από τους χριστιανούς μηδέν μισέψεις μάλλον (ενν. συ, ο αρχιστράτηγος Μιχαήλης) (Αχέλ. 1330).
- 3) (Μεταφ. προκ. για χρον. διάστημα) περνώ, τελειώνω:
- η μέρα μάς μισεύγει (Ερωτόκρ. Δ́ 1772).
- 4) (Μεταφ.)
- α) εκλείπω, εξαφανίζομαι:
- Μίσεψε, τρόμε μου, λοιπό και φόβε μου περίσσε (Πανώρ. Β́ 225)·
- β) (προκ. για οργανική βλάβη) θεραπεύομαι:
- να ιαθούσιν τα αμμάτια του να του μισέψει η τυφλότης (Μορεζίν., Κλίνη Σολομ. 463).
- α) εκλείπω, εξαφανίζομαι:
- 5) (Μεταφ.)
- α) αναχωρώ από τη ζωή, πεθαίνω:
- με θάνατον καλόν … να μισέψει (Φαλιέρ., Ρίμ. 63· Χούμνου, Κοσμογ. 2811)·
- β) (με υποκ. τις λ. ψυχή, πνεύμα):
- απήτις μισέψει η ψυχή απού το κορμίν (Αποκ. Θεοτ. II 12· Κυπρ. ερωτ. 10463)·
- (προκ. για λιποθυμία):
- με το νερό να κάμομεν να στρέψει το μισεμένο πνεύμα στο κορμί της (Πιστ. βοσκ. IV 5, 334).
- α) αναχωρώ από τη ζωή, πεθαίνω:
- Φρ.
- 1) Μισεύει από τον λογισμόν μου κ. = παύω να σκέπτομαι κ.:
- (Θησ. Γ́ [211]).
- 2) Μισεύει ο νους μου = «χάνω τα μυαλά μου», σαστίζω, παραλογίζομαι:
- (Λίβ. N 1206).
- 3) Μισεύω από την ζωήν ή από τον κόσμον = πεθαίνω:
- (Ροδινός 208), (Ντελλαπ., Ερωτήμ. 2838).
[<ουσ. μίσσα (7. αι., Lampe) + κατάλ. ‑εύω. Ο τ. στο Βλάχ. και σήμ. ιδιωμ. Η λ. τον 9. αι. και σήμ. λαϊκ.]
- 1)