Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ΑΝΕ
1,056 items total [721 - 730]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπένδυτος -η -ο [anepénδitos] Ε5 : α.που δεν τον επένδυσαν, που δεν έχει επένδυση. β. (για χρηματικό κεφάλαιο) που δεν τον διέθεσαν για κερδοσκοπική επιχείρηση ή για αγορά νέου περιουσιακού στοιχείου.

[λόγ. αν- (δες α- 1) επενδύ(ω) -τος μτφρδ. γαλλ. uninvested]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπεξέργαστος -η -ο [anepeksérγastos] Ε5 : α.(για πρώτες ύλες) που δεν τον επεξεργάστηκαν ιδίως με βιομηχανικό τρόπο: Aνεπεξέργαστα δέρματα / καπνά. β. (για προϊόντα του πνεύματος) που δεν τον επεξεργάστηκαν, δεν τον επιμελήθηκαν, ώστε να πάρει μια καλύτερη, πληρέστερη μορφή: Aνεπεξέργαστες σκέψεις. Aνεπεξέργαστο κείμενο.

[λόγ. < μσν. ανεπεξέργαστος < αν- (δες α- 1) επεξεργασ- (επεξεργάζομαι) -τος]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπεξέργαστος, -η, -ο [anepeksérγastos] (L)
  • unworked, unfinished (syn ακατέργαστος):
    • ανεπεξέργαστα δέρματα |
    • η ανεπεξέργαστη βάση του αγάλματος |
    • τα ανεπεξέργαστα αυτά αρχιτεκτονικά μέλη είχαν χρησιμοποιηθεί σε οικοδόμημα του παλατιού (Pallas)
  • ⓐ fig unworked, not worked out, not elaborated, not developed, not finished:
    • ~ μύθος |
    • ανεπεξέργαστο κείμενο, σύγγραμμα, ύφος, ποιητικό υλικό |
    • ανεπεξέργαστη μορφή της μετάφρασης |
    • διαθέτουμε ανεπεξέργαστη ύλη σχετικά με την παιδεία (Dimaras) |
    • η έκφραση είναι πληθωρική και ανεπεξέργαστη (Sachinis) |
    • η πρόθεση του Λ. είναι αληθινά ποιητική, αλλά πολύ απλή, πολύ ανεπεξέργαστη (Spandonidis) |
    • μέσα από τα ανεπεξέργαστα εκείνα σχεδιάσματα γίνεται αισθητή η δίψα του νεαρού Γκαίτε για πρωταρχικότητα και πρωτοτυπία (Georgoulis) |
    • poem πρώτο στη σειρά έρχεται τ' όνειρο, ανεπεξέργαστο, κ' ιχνογραφεί, | κάπως θολά, τι δόξα είναι ικανή να κλείσει μια πράξη μας (Papatsonis)

[fr kath ανεπεξέργαστος ← PatrG, MG, cpd of pref ἀν- & *ἐπεξεργαστός (: ἐπεξεργάζομαι; cf K ἐπεξεργαστ-ικός)]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπηρέαστα [anepiréasta] adv (L)
  • without being influenced:
    • κοιτάξτε την Παρθένο καλά και ~ από την ψυχανάλυση (Kanellop) |
    • οι πικρές αναμνήσεις από την εκδικητικότητα των Iουδαίων δεν τον άφηναν να σκεφθεί σωστά και ~ (Stasinop) |
    • έχω κάθε δικαίωμα να μιλήσω εντελώς ~ και ελεύθερα (Papatsonis) |
    • πρέπει να σπάσει κανείς τα δεσμά και τους δεσμούς του και να εκφράσει αυτόνομα, αυτοδύναμα, ~ την προσωπική ύπαρξή του (Panagiotop) |
    • όλη η ζωή των αρχαίων Eλλήνων οργανώνεται τελείως ~ από τη ζωή των λαών που τους κυκλώνουν (Kakridis) |
    • οι ηθικές αντιδράσεις του ανθρώπου μέσα στην κοινωνία λειτουργούν ~, κανονικά (TAthanasiadis)

[der of ανεπηρέαστος; cf K, kath ανεπηρεάστως]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεπηρέαστος, επίθ.
  • Που δεν επηρεάζεται, απείραχτος:
    • (Iστ. πατρ. 8210).

[μτγν. επίθ. ανεπηρέαστος. H λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπηρέαστος -η -ο [anepiréastos] Ε5 : (για πργ. ή πρόσ.) α. που δεν επηρεάστηκε από άλλον, που δεν επέδρασε πάνω του κάποιος ή κτ., ώστε να τον μεταβάλει ή να τον αλλοιώσει. ANT επηρεασμένος: H απόφασή του δεν είναι εντελώς ανεπηρέαστη από τα τελευταία γεγονότα. Παρά την αύξηση της παραγωγής οι τιμές των αγαθών έμειναν ανεπηρέαστες. Δεν κρίνουμε πάντα ανεπηρέαστοι από προσωπικές συμπάθειες. β. που δεν επηρεάζεται, δε δέχεται την επίδραση άλλου, ώστε να αλλάξει: H δικαιοσύνη είναι ανεπηρέαστη από την πολιτική. ~ και δίκαιος κριτής. ανεπηρέαστα ΕΠIΡΡ χωρίς επηρεασμό: Kρίνω / σκέπτομαι ~.

[λόγ. < ελνστ. ἀνεπηρέαστος `άβλαβος΄ σημδ. αγγλ. unaffected]

[Λεξικό Γεωργακά]
ανεπηρέαστος, -η, -ο [anepiréastos] (L)
  • unaffected, uninfluenced, unswayed (syn απροκατάληπτος,:
    • η δικαιοσύνη είναι ανεπηρέαστη από την πολιτική |
    • πρέπει να το σκεφτείς ~ |
    • ο ηρωικός άνθρωπος είν' εκείνος που μπορεί και κρατεί το εγώ του ανεπηρέαστο από καθετί άλλο (Palam) |
    • το κοινό αφέθηκε ήσυχο, ανεπηρέαστο, να κρίνει (Xenop) |
    • η φυσιογνωμία του I. Δραγούμη δεν μπορούσε ν' αφήσει ανεπηρέαστη την ελληνική νιότη (Theotokas) |
    • ο Δημόκριτος δεν άφησε ανεπηρέαστο ούτε τον Πλάτωνα ούτε τον Aριστοτέλη (Papatsonis) |
    • ο θάνατος ενός μεγάλου είναι το κίνητρο για ένα περισσότερο ανεπηρέαστο αντίκρυσμα της εποχής του (Chourmouzios) |
    • απ' τη μουσική απόλαυση δεν μένουν ανεπηρέαστες και οι οργανικές λειτουργίες (Papanoutsos) |
    • η παρακμή της θεωρητικής φιλοσοφίας άφησε το έδαφος ελεύθερο για να αναπτυχθούν ανεπηρέαστες από θεωρητικές προκαταλήψεις οι πνευματικές επιστήμες (Georgoulis) |
    • η υπέρτατη αρετή του κριτικού είναι να διασώζει και μέσα στο θαυμασμό του αμόλευτο και ανεπηρέαστο το κριτικό του αισθητήριο (Panagiotop) |
    • θα θέλαμε τον πνευματικό άνθρωπο ανεπηρέαστο και ελεύθερο (Tsatsos) |
    • το πνεύμα πρέπει να είναι καθαρό, ανεπηρέαστο και ερευνητικό (Louros) |
    • κανένας άνθρωπος δε μένει αδιάφορος και ~ από τη ζωή (Kasimatis) |
    • ο K. δεν μπόρεσε να μείνει ~ από το πνεύμα του ρομαντισμού της εποχής του (Sachinis)

[fr MG ανεπηρέαστος ← K, PatrG, cpd of pref ἀν- & *ἐπηρεαστός (cf PatrG ἐπηρεαστός, 6th c. AD)]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεπήρετμος, επίθ.
  • Που είναι ακατάλληλος για κωπηλάτης:
    • οιάκων ανεπήρετμος (Eυγ. Γιαννούλη, Eπιστ. 1954).

[<στερ. αν‑ + αρχ. επίθ. επήρετμος]

[Λεξικό Κριαρά]
ανεπίβατος, επίθ.
  • Άβατος, απροσπέλαστος:
    • ανεπίβατον βουνόν (Kαλλίμ. 79).

[μτγν. επίθ. ανεπίβατος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ανεπιβεβαίωτος -η -ο [anepivevéotos] Ε5 : που δεν τον επιβεβαίωσαν ή που δεν μπορούν να τον επιβεβαιώσουν· ανεξακρίβωτος: Aνεπιβεβαίωτες φήμες / ειδήσεις. Aνεπιβεβαίωτα συμπεράσματα.

[λόγ. αν- (δες α- 1) επιβεβαιω- (δες επιβεβαιώνω) -τος μτφρδ. αγγλ. unconfirmed]

< Previous   1... 71 72 [73] 74 75 ...106   Next >
Go to page:Go