Διδασκαλία - Εκπαίδευση 

Ψηφιακές πρακτικές γραμματισμού των εφήβων 

 

4. Μεθοδολογία της έρευνας

Είναι γνωστό ότι η μεθοδολογία που θα ακολουθείται κάθε φορά προσδιορίζεται, κυρίως, από τις ιδιαιτερότητες και τους επιμέρους στόχους της εκάστοτε έρευνας (Parlett & Hamilton, 1977:13: Burgess, 1994:10). Στην προκειμένη περίπτωση ο προσανατολισμός σε αποκλειστικά ποσοτική κατεύθυνση δεν θα μπορούσε να δώσει μια εικόνα βάθους ως προς το πώς οι νέες τεχνολογίες πρακτικής γραμματισμού διαπλέκονται με την καθημερινότητα του παιδιού και με τις μεταβλητές που παίζουν σημαντικό ρόλο σε αυτήν. Δεν είναι τυχαίο ότι και η διεθνής μεθοδολογική κατεύθυνση στον τομέα αυτό είναι περισσότερο ποιοτική, τουλάχιστον σε ό,τι έχει σχέση με το χώρο της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας (βλ. ανασκόπηση στην προηγούμενη ενότητα). Από την άλλη πλευρά η αποκλειστική έμφαση στην ποιοτική / εθνογραφική έρευνα έχει οδηγήσει σε καλή γνώση του μερικού, αλλά και σε μια δυσκολία αναγωγής του μερικού στο γενικό. Έτσι, η παρούσα έρευνα συνδυάζει και τις δύο αυτές μεθοδολογικές παραδόσεις, την ποσοτική και την ποιοτική.

Προκειμένου να καταστεί δυνατή η διείσδυση στην καθημερινότητα του παιδιού, επιλέχτηκε η λογική της μελέτης περιπτώσεων (Yin 2002) και επιλέχτηκε μικρός αριθμός παιδιών ηλικίας 14-16 χρόνων για μια σε βάθος μελέτη. Το ερευνητικό - μεθοδολογικό πλαίσιο για τη μελέτη των παιδιών ως περιπτώσεων επιλέχτηκε από την ερευνητική παράδοση της εθνογραφίας του γραμματισμού. Κλασικές έρευνες προς αυτήν την κατεύθυνση, και ως προς τη μεθοδολογία που ακολουθούν, είναι αυτές των Heath (1983) και Street (1984, 1993). Νεότερες έρευνες που κινούνται στην ίδια θεματική περιοχή με την παρούσα και ακολουθούν ανάλογη ερευνητική μεθοδολογία είναι αυτές των Snyder et al (2004), Selfe & Hawisher (2004), Prinsloo (υπό δημοσίευση) και Mackey (2002).

Η πραγματοποίηση της εθνογραφικής έρευνας προϋποθέτει δυνατότητα του ερευνητή να παρακολουθεί στενά την καθημερινή πραγματικότητα του παιδιού, κάτι που δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ούτε με τυχαίο δείγμα ούτε με άγνωστα παιδιά. Για να εξασφαλιστεί η δυνατότητα πρόσβασης στην καθημερινότητα των παιδιών, ακολουθήθηκε η εξής διαδικασία κατά την επιλογή τους.

Ερωτήθηκαν οι φοιτητές της Φιλοσοφικής Θεσσαλονίκης που κατά το ακαδημαϊκό έτος 2004-2005 παρακολουθούσαν τα μαθήματα ΓΛΩ 828 (Τομέας Γλωσσολογίας), 701 (Τμήμα Φιλοσοφίας και Παιδαγωγικής) και αυτοί που κατά την ίδια χρονιά παρακολουθούσαν τα μαθήματα του μεταπτυχιακού στην κατεύθυνση της Εφαρμοσμένης Γλωσσολογίας (Τμήμα Φιλολογίας), όπου δίδασκε ο επιστημονικός υπεύθυνος της παρούσας έρευνας, αν έχουν παιδιά στο οικείο οικογενειακό ή φιλικό περιβάλλον τους ηλικίας 14-16 χρόνων. Πρόκειται για 250 φοιτητές συνολικά. Από την αρχική απάντηση προέκυψε ένας αριθμός περίπου 40 μαθητών, από τους οποίους αποκλείστηκαν περιπτώσεις με κοινά χαρακτηριστικά και δόθηκε βαρύτητα στην επιλογή περιπτώσεων που θα αντιπροσωπεύουν όλες τις κοινωνικές ομάδες, όλους τους τύπους σχολείων και κάποιες ενδεικτικές γεωγραφικές περιοχές. Ο τελικός αριθμός των είκοσι τριών (23) περιπτώσεων μελετήθηκε από τον Απρίλιο του 2005 και η φάση αυτή ολοκληρώθηκε το Φεβρουάριο του 2006. Ο μέσος όρος της μελέτης για κάθε παιδί ήταν οι τρεις μήνες.

Περιλάμβανε μεταξύ άλλων:

  • συστηματική παρατήρηση των παιδιών στο χώρο διαβίωσης και ψυχαγωγίας με επισκέψεις στις οικογένειες, συνομιλίες με γονείς κλπ.
  • επισκέψεις στο σχολείο του παιδιού και συνομιλίες με τους φιλολόγους του, τον καθηγητή της πληροφορικής και το διευθυντή της σχολικής μονάδας.

Οι μελέτες περιπτώσεων διεξήχθησαν από εκπαιδευμένους ερευνητές με βάση συγκεκριμένο οδηγό που αναπτύχθηκε, προκειμένου να εξασφαλιστεί μια ενιαία λογική τη μελέτη των περιπτώσεων.

Παρότι η αποκλειστική εστίαση στις μελέτες περιπτώσεων αποτελεί μια συνήθη πρακτική στις έρευνες που συζητήσαμε κατά την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας, εντούτοις ο ούτως ή άλλως περιορισμένος αριθμός περιπτώσεων, που είναι δυνατό να μελετηθούν, με τα πρότυπα τουλάχιστον που επιβάλλει η εθνογραφική παράδοση, δημιουργεί εύλογα ερωτήματα ως προς την αντιπροσωπευτικότητα των διαπιστώσεων. Γι' αυτό και επιλέχτηκε η προσέγγιση αυτή να συνδυαστεί:

1. Με ερωτηματολόγιο που δόθηκε σε όλες τις τάξεις των σχολείων στα οποία φοιτούν τα παιδιά που μελετούνται. Αν το παιδί ήταν για παράδειγμα μαθητής της Γ΄ Γυμνασίου, το ερωτηματολόγιο δόθηκε μόνο σε όλα τα τμήματα της Γ΄ Γυμνασίου του συγκεκριμένου σχολείου. Παράλληλα, επιλέχτηκαν από κάποιες περιοχές περισσότερα του ενός σχολεία, παρότι δεν έχουμε μελέτες περιπτώσεων από κάθε σχολείο. Η επιλογή αυτή έγινε, προκειμένου να διερευνηθούν μεταβλητές με ειδική σημασία και βαρύτητα, όπως ο τουριστικός προσανατολισμός μιας περιοχής (η περίπτωση της Κω), ανακατατάξεις στους χώρους εργασίας (η περίπτωση της Νάουσας), η σύνθεση του μαθητικού πληθυσμού (περίπτωση Αλεξάνδρειας Ημαθίας), η σπουδαιότητα κοινωνικοικονομικών παραμέτρων (ιδιωτικά σχολεία) αλλά και η κάλυψη αντιπροσωπευτικότερου αριθμού σχολείων. Μέσω του ερωτηματολογίου καθίσταται δυνατό να διασταυρωθούν και να ενισχυθούν περισσότερο οι διαπιστώσεις που έχουν προκύψει από τις μελέτες των περιπτώσεων. Άλλωστε, αυτός ο συνδυασμός ποιοτικών και ποσοτικών μεθόδων είναι αρκετά συνήθης στην έρευνα (Breakwell 1995a:14) και ιδιαίτερα στην έρευνα που αφορά εκπαιδευτικά ζητήματα (Erickson 1986).

Το ερωτηματολόγιο διαμορφώθηκε με βάση:

  • Τις διαπιστώσεις που είχαν προκύψει από το ποιοτικό μέρος της έρευνας (είχαν προηγηθεί ενδεικτικές μελέτες περιπτώσεων).
  • Από την ανασκόπηση της διεθνούς βιβλιογραφίας.
  • Από την ανασκόπηση της ελληνικής βιβλιογραφίας σε ζητήματα ανάλογα με το δικό μας. Ελήφθησαν ιδιαίτερα υπόψη τόσο οι διαπιστώσεις όσο και η λογική του ερωτηματολογίου της έρευνας των Hopf και Ξωχέλλη (2003), παρότι δεν σχετίζεται άμεσα με το θέμα μας, αλλά και της Ειδικής Γραμματείας της Κοινωνίας της Πληροφορίας (2002).

2. Με συνεντεύξεις

Προκειμένου να ενισχυθεί περισσότερο το ποιοτικό μέρος της έρευνας, ελήφθησαν εβδομήντα επτά (77) συνεντεύξεις από παιδιά των σχολείων, όπου δόθηκαν τα ερωτηματολόγια. Η διαδικασία ήταν η εξής: πριν από την επίδοση του ερωτηματολογίου προηγούνταν συζήτηση με τους υπεύθυνους της τάξης, τους φιλολόγους ή κάποιον από τη διεύθυνση για το ενδεχόμενο να έχουμε ένα ή δύο παιδιά τα οποία θα μπορούσαν να μας δώσουν μια συνέντευξη για το ίδιο θέμα. Συνήθως, επιλεγόταν κάποιο παιδί που παρουσίαζε ερευνητικό ενδιαφέρον (π.χ. ως προς το ενδιαφέρον του και τις πρακτικές του με τις ΤΠΕ σε συνδυασμό με άλλες παραμέτρους, ως προς τη διάθεσή του να μιλήσει κλπ.). Οι συνεντεύξεις λαμβάνονταν από άλλη ερευνήτρια την ίδια ώρα που δίνονταν και τα ερωτηματολόγια στην τάξη του παιδιού.

Το περιεχόμενο των συνεντεύξεων κινούνταν εν μέρει παράλληλα με αυτό του ερωτηματολογίου και της εστίασης που είχαν οι μελέτες περίπτωσης (από εδώ και στο εξής ΜΠ). Αυτό έγινε προκειμένου να ενισχυθεί με περαιτέρω ποιοτικά στοιχεία η έρευνα. Υπήρχε όμως και μία επιπλέον κατηγορία ερωτημάτων που αποσκοπούσε στη διερεύνηση στοιχείων που έχουν σχέση με το habitus του παιδιού, τις πεποιθήσεις του, τις αναζητήσεις του και τον προσανατολισμό του προς το μέλλον. Τα δεδομένα αυτά μας επιτρέπουν να αναζητήσουμε περαιτέρω σχέσεις μεταξύ της προσωπικότητας του παιδιού και των ΤΠΕ.

Η διάρκεια των συνετεύξεων ήταν κατά μέσο όρο 45-60 λεπτά. Όλες οι συνεντεύξεις απομαγνητοφωνήθηκαν. Για την απομαγνητοφώνηση δεν ακολουθήθηκε κάποιο αυστηρό σύστημα απομαγνητοφώνησης, γιατί δεν ενδιέφερε κάτι τέτοιο την παρούσα έρευνα. Ακολουθήθηκε, θα μπορούσαμε να πούμε, η 'ιδεατή' απομαγνητοφώνηση (βλ. Gee 2005).

Για την ανάλυση των συνεντεύξεων επιλέχτηκε η κατηγοριακή ανάλυση (categorical analysis) (Lankshear and Knobel 2004:270-280). Για μεγαλύτερη αξιοπιστία, η κωδικοποίηση έγινε από δύο άτομα. Η κωδικοποίηση έγινε ξεχωριστά και συζητούνταν, όπου υπήρχαν διαφορές.

Από την ανάλυση του ερευνητικού - μεθοδολογικού σχεδιασμού που ακολουθείται είναι προφανές ότι η έρευνα δεν μπορεί να δώσει γενικεύσιμα συμπεράσματα, αφού τα σχολεία επιλέγονται με βάση τις περιπτώσεις που μελετώνται, βρίσκονται κυρίως στα δύο μεγαλύτερα αστικά κέντρα (Αθήνα και Θεσσαλονίκη) και δεν αποτελούν τυχαίο δείγμα. Πέραν τούτου, ο θεωρητικός προσανατολισμός της παρούσας εργασίας δεν είναι στραμμένος προς την κατεύθυνση κάποιας στατιστικά έγκυρης και γενικεύσιμης εικόνας για το θέμα που διαπραγματεύεται, αλλά προς την κατεύθυνση της ανάδειξης μιας ποιοτικά πλούσιας πραγματικότητας, που θα ενισχυθεί και με ποσοτικά δεδομένα. Κυρίως η εστίαση σε συγκεκριμένες μεταβλητές που εξασφαλίζονται με την επιλογή συγκεκριμένου μαθητικού πληθυσμού.

Κριτήρια επιλογής του ηλικιακού εύρους του δείγματος

Επιλέχτηκε η ηλικία των παιδιών να είναι μεταξύ 14-16 χρόνων για τους παρακάτω λόγους:

  • Πρόκειται για μια γενιά παιδιών που φαίνεται να είναι η πρώτη στην Ελλάδα που έχει σε βάθος και έκταση στενή σχέση με πρακτικές τεχνολογικού γραμματισμού. Σ' αυτό συνηγορούν τα ακόλουθα:
    • Είναι μαθητές που λογικά πρέπει να εισέπραξαν τις θετικές συνέπειες από την εισαγωγή των υπολογιστών σε όλα σχεδόν τα Γυμνάσια και Λύκεια της χώρας, όπως αυτό επιδιώχτηκε με το Β΄ και Γ΄ ΚΠΣ. Θα πρέπει να τονιστεί ότι οι προσπάθειες αυτές ενισχύθηκαν και με επιμορφώσεις των εκπαιδευτικών όλων των ειδικοτήτων στην παιδαγωγική αξιοποίηση των ΤΠΕ.
    • Τα ποσοστά διείσδυσης των ΤΠΕ και ιδιαίτερα του διαδικτύου στην ελληνική κοινωνία αλλά και διεθνώς αρχίζουν να γίνονται σημαντικά κατά την περίοδο 2000-2005[7], περίοδος εξαιρετικά κρίσιμη για τη σχολική και εξωσχολική κοινωνικοποίηση των παιδιών αυτής της ηλικίας. Επομένως, μπορούμε να μελετήσουμε ένα φαινόμενο μη περιθωριακό και να κάνουμε τις πρώτες διαπιστώσεις.
  • Αποφεύγουμε τις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου, όπου τα παιδιά είναι ακόμη μικρά, δεν έχουν παρακολουθήσει μαθήματα Πληροφορικής και επομένως δεν είναι εύκολο να έχουμε τεχνολογικές πρακτικές γραμματισμού σε μεγάλη έκταση και ποικιλία εντός και εκτός σχολείου.
  • Αποφεύγουμε, επίσης, τις τελευταίες τάξεις του Λυκείου και ιδιαίτερα την τελευταία τάξη, γιατί είναι γνωστό ότι η προσοχή των παιδιών είναι στραμμένη στις εξετάσεις για το Πανεπιστήμιο.

7 Για μια στατιστική παρουσίαση βλ. Ειδικής Γραμματείας της Κοινωνίας της Πληροφορίας (2002).

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20