Διδασκαλία - Εκπαίδευση
Ψηφιακές πρακτικές γραμματισμού των εφήβων
3. Ανασκόπηση της βιβλιογραφίας
Το γεγονός ότι η ευρεία διάδοση των υπολογιστών ως μέσων πρακτικής γραμματισμού είναι αρκετά πρόσφατο φαινόμενο δεν έχει δημιουργήσει ισχυρή ερευνητική παράδοση στο υπό συζήτηση θέμα, όπου περισσότερες είναι οι εικασίες και πολύ λίγα τα ερευνητικά δεδομένα. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης το γεγονός ότι, όπως και σε άλλες περιπτώσεις, η έρευνα προέρχεται από αγγλόφωνες χώρες, ενώ απουσιάζουν σχεδόν παντελώς οι συνεισφορές από μη αγγλόφωνες χώρες ή χώρες της οικονομικής περιφέρειας. Έτσι, δεν πρόκειται απλώς για την πρώτη προσπάθεια διερεύνησης της ελληνικής πραγματικότητας στον εν λόγω τομέα[5], αλλά και μία από τις ελάχιστες διεθνώς που επιχειρούν να συνεισφέρουν με δεδομένα από μη αγγλόφωνες χώρες.
Από την εξέταση της διεθνούς βιβλιογραφίας μπορούμε να διακρίνουμε δύο κατηγορίες ερευνών[6]: αυτές που προέρχονται από ποικίλα επιστημονικά πεδία (κοινωνιολογία, ψυχολογία, εκπαιδευτική πολιτική κλπ.) και αυτές που προέρχονται από κλάδους που τροφοδοτούν την Εφαρμοσμένη Γλωσσολογία (εθνογραφία του γραμματισμού, γλωσσική κοινωνικοποίηση κλπ.). Στην πρώτη περίπτωση έχουμε συνήθως έρευνες με ποσοτικό ή και μικτό (ποσοτικό και ποιοτικό) προσανατολισμό. Στη δεύτερη περίπτωση έχουμε κυρίως έρευνες που σε σημαντικό βαθμό ακολουθούν το εθνογραφικό ερευνητικό παράδειγμα, έχουν επομένως ποιοτικό προσανατολισμό. Παραθέτουμε στη συνέχεια κάποιες διαπιστώσεις που προέρχονται και από τις δύο κατηγορίες ερευνών.
Ο υπολογιστής ως σημαντική επένδυση για το μέλλον και το ψηφιακό χάσμα
Αποτελεί κοινή πεποίθηση γονιών και μαθητών ότι οι υπολογιστές αποτελούν μια καλή επένδυση για το μέλλον. Πρόκειται για μια διαπίστωση που προκύπτει από όλες τις έρευνες που θέτουν ως αντικείμενό τους τη διερεύνηση του ζητήματος αυτού (Snyder et al. 2004, Holloway & Valentine 2003, Livingstone & Bovil 2001). Στη διάδοση, ωστόσο, των ΤΠΕ παρατηρούνται μεγάλες ανισότητες, οι αιτίες των οποίων θα μπορούσαν να ομαδοποιηθούν σε πέντε κατηγορίες (μεταβλητές):
- Το επίπεδο της μόρφωσης. Κοινωνικά στρώματα με υψηλό μορφωτικό επίπεδο χρησιμοποιούν σε μεγαλύτερη έκταση τις ΤΠΕ. Επισημαίνεται ότι το θέμα του 'μορφωτικού κεφαλαίου' είναι ιδιαίτερα σημαντικό, από τη στιγμή που υπάρχουν κοινωνικά στρώματα που μπορούν να ενισχύσουν την ορθή αξιοποίηση, και βέβαια όχι μόνο από άποψη τεχνική.
- Εργασία. Εργασίες που σχετίζονται με διοίκηση και υπηρεσίες κάνουν μεγαλύτερη χρήση νέων τεχνολογιών, σε σχέση με χειρωνακτικές ή οικιακού χαρακτήρα εργασίες. Επομένως, παιδιά που κοινωνικοποιούνται σε αντίστοιχα περιβάλλοντα έρχονται με σημαντικό πλεονέκτημα στο σχολείο.
- Το φύλο. Η έρευνα δείχνει συχνά τις γυναίκες και τα κορίτσια να υπολείπονται σε ποσοστά στη χρήση των ΤΠΕ σε σχέση με τους άντρες και τα αγόρια. Προς αυτή την κατεύθυνση τείνουν και έρευνες στη χώρα μας (Λαφατζή 2005).
- Τέλος, σημαντικό προσδιοριστικό παράγοντα αποτελεί η γεωγραφική θέση, με τους κατοίκους των μεγάλων αστικών κέντρων να προηγούνται σημαντικά στη χρήση των ΤΠΕ σε σχέση με αυτούς των ημιαστικών και αγροτικών περιοχών.
Οι πέντε αυτές μεταβλητές συνεισφέρουν στη δημιουργία αυτού που αποκαλείται στη διεθνή βιβλιογραφία ως ψηφιακό χάσμα (digital divide) ή ψηφιακός αποκλεισμός (digital exclusion). Οι Snyderet al (2004) επιχείρησαν να συσχετίσουν το θέμα του ψηφιακού χάσματος με εθνογραφική έρευνα που διεξήγαγαν στην Αυστραλία, διερευνώντας τις πρακτικές τεχνολογικού γραμματισμού παιδιών από μη προνομιούχες κοινωνικές ομάδες (μετανάστες, εργατικά στρώματα). Διαπιστώνουν ότι το χάσμα αυτό είναι υπαρκτό και αποτελεί αντανάκλαση των άλλων κοινωνικών ανισοτήτων, με δυσάρεστες συνέπειες για τη σχολική επίδοση των παιδιών, αφού οι ΤΠΕ αποτελούν μέσο που χρησιμοποιείται ευρύτατα στα σχολεία στο γλωσσικό μάθημα αλλά και σε άλλα μαθήματα.
Ωστόσο, η οπτική του ψηφιακού χάσματος, ευρύτατα διαδεδομένη και σε επίσημα κείμενα, είναι προβληματική. Η αμφισβήτηση προκύπτει από το γεγονός ότι η διάκριση αυτή είναι απόλυτη, με ασαφή όρια ως προς το τι πράγματι περιεχόμενο δίνουμε στον όρο 'ψηφιακός γραμματισμός', αλλά και από το γεγονός ότι οι ψηφιακές πρακτικές γραμματισμού ποικίλλουν και εξαρτώνται από ποικίλες παραδόσεις και τοπικά δεδομένα (Prinsloo, υπό δημοσίευση). Επομένως, ο όρος ψηφιακό χάσμα συρρικνώνει ένα σύνθετο κοινωνικού χαρακτήρα ζήτημα σε μια επιφανειακή διάκριση με αποκλειστικά τεχνική εστίαση.
Τεχνολογικές και συμβατικές πρακτικές γραμματισμού
Κάποιες έρευνες επιχειρούν να βρουν αναλογίες ανάμεσα στις τεχνολογικά και μη τεχνολογικά διαμεσολαβημένες πρακτικές γραμματισμού των νέων. Οι Livingstone & Bovil (2001) διαπιστώνουν από την έρευνά τους στη Μεγάλη Βρετανία ότι οι νέοι αναπαράγουν τη συμβατική κοινωνική ζωή κατά τις ηλεκτρονικές συναλλαγές τους. Οι ηλεκτρονικές δραστηριότητές τους κατανοούνται και ερμηνεύονται στο πλαίσιο της συγκρότησης της ταυτότητάς τους και της νεανικής κουλτούρας στην οποία ανήκουν.
Ακόμη, επισημαίνουν ότι τα παιδιά επιλέγουν συνήθως σελίδες στο διαδίκτυο που μοιάζουν ελκυστικές και είναι κοντά στα ενδιαφέροντά τους, χωρίς να δείχνουν ιδιαίτερη προσοχή στην κριτική αποτίμηση του περιεχομένου τους. Παρά τα όσα λέγονται, ότι το διαδίκτυο συμβάλλει στη σύγχυση των ορίων μεταξύ ιδιωτικού και δημοσίου φέρνοντας τον έξω κόσμο στο δωμάτιο των παιδιών, τα παιδιά επικοινωνούν κυρίως με τον κύκλο των γνωστών τους και επισκέπτονται σελίδες με βάση τα ήδη υπάρχοντα ενδιαφέροντά τους.
Κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και σε σχέση με το σχολείο, όπως επισημαίνεται από την ίδια έρευνα. Οι πιο μεγάλοι και κυρίως οι πιο καλοί μαθητές αξιοποιούν το διαδίκτυο ως πηγή μάθησης, ενώ οι μέτριοι αφιερώνουν λίγο χρόνο για την αξιοποίηση των ΤΠΕ στις κατ' οίκον εργασίες τους. Οι διαπιστώσεις αυτές έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα για τη γλωσσική εκπαίδευση, από τη στιγμή που οι ΤΠΕ αποτελούν μέσο για διάβασμα, γράψιμο και επικοινωνία και αξιοποιούνται στο πλαίσιο της λογικής αυτής στα γλωσσικά μαθήματα.
Άτυπη μάθηση
Οι Selfe & Hawisher (2004) στην εθνογραφική τους έρευνα (Ηνωμένες Πολιτείες) διαπιστώνουν ότι τα ηλεκτρονικά περιβάλλοντα πρακτικής γραμματισμού ενσωματώνουν όλα τα απαραίτητα στοιχεία για αυτομάθηση, γι' αυτό και στην έρευνά τους επισημαίνονται οι εντυπωσιακές δυνατότητας που δημιουργούνται για αυτομόρφωση και μάθηση μέσω της αλληλεπίδρασης με τους ομιλήκους (άτυπη μάθηση). Επισημαίνουν περιπτώσεις όπου η δυνατότητα αυτή μπορεί να δώσει ευκαιρίες σε παιδιά μειονεκτούντων κοινωνικών ομάδων να αποκτήσουν χρήσιμες και αναγνωρισμένες πρακτικές γραμματισμού, που δε δίνεται η δυνατότητα να παρασχεθούν από το σπίτι και το σχολείο. Αντίστοιχες είναι οι διαπιστώσεις και των Sharples & Vavoula (2005), οι οποίοι επισημαίνουν τη σημασία της άτυπης μάθησης.
Η έμφαση γενικά της εθνογραφικής έρευνας στις εξωσχολικές ψηφιακές πρακτικές γραμματισμού των παιδιών αναδεικνύει συμπεράσματα ανάλογα με αυτά που μας ήταν γνωστά από την κλασική έρευνα της εθνογραφίας του γραμματισμού (Koutsogiannis 2007): η εκτός σχολείου κατάκτηση του νέου γραμματισμού από τα παιδιά αποτελεί μια ευχάριστη εμπειρία, σε αντίθεση με ό,τι γίνεται στο σχολείο (Facer et al. 2003, Livingstone & Bovill 2001, Selfe & Hawisher 2004, Snyder et al. 2004). Οι έρευνες αυτές επισημαίνουν την προσκόλληση του σχολείου στη λογική του έντυπου γραμματισμού και την ανικανότητά του σύγχρονου σχολείου να αντιληφθεί και να ενσωματώσει τις νέες μορφές ψηφιακού γραμματισμού (Marsh 2006, Selfe & Hawisher 2004, Snyder et al. 2004). Επισημαίνεται επίσης η στενή σχέση ανάμεσα στην ταυτότητα του παιδιού, από την οπτική κυρίως του habitus, και το είδος του ψηφιακού γραμματισμού στον οποίο εμπλέκεται (Facer et al. 2003, Sutherland et al. 2003).
Γλωσσική κοινωνικοποίηση και τεχνολογικές πρακτικές γραμματισμού
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα και πρωτότυπη είναι η έρευνα της Eva Lam (υπό δημοσίευση), η οποία διερευνά τις πρακτικές γραμματισμού παιδιών με κινέζικη καταγωγή που ζουν στις Ηνωμένες Πολιτείες. Τα παιδιά αυτά, ενώ είχαν σημαντικές δυσκολίες να επικοινωνήσουν με τους συμμαθητές τους στο σχολείο, χρησιμοποιούσαν την αγγλική εκτενώς στο διαδίκτυο (κυρίως σε σύγχρονα περιβάλλοντα συνομιλίας -chatrooms), προκειμένου να επικοινωνήσουν με άλλα παιδιά κινέζικης καταγωγής που ζουν σε διάφορες άλλες χώρες του κόσμου. Η διαπίστωση της συγγραφέως είναι ότι μέσω αυτής της συνεχούς ηλεκτρονικής επικοινωνίας δεν βελτίωσαν απλώς τα αγγλικά τους, αλλά και διαμόρφωσαν την κοινωνική, πολιτισμική και εθνική τους ιδιαιτερότητα.
Τέλος, ενδιαφέρον παρουσιάζει η έρευνα του Mastin Prinsloo (υπό δημοσίευση), και επειδή προέρχεται από χώρα της περιφέρειας (Νότια Αφρική), αλλά και επειδή αντιμετωπίζει κριτικά αρκετές από τις επισημάνσεις της κυρίαρχης διεθνούς βιβλιογραφίας. Ο Prinsloo υποστηρίζει ότι η προσέγγιση των νέων γραμματισμών γίνεται συνήθως από την οπτική συγκεκριμένων κοινωνιών της Δύσης. Έτσι, αγνοούνται παράμετροι που σχετίζονται με το συγκεκριμένο κάθε φορά συγκείμενο (context), με αποτέλεσμα να φυσικοποιείται και να γενικεύεται το περιεχόμενο ως προς το νέο τεχνολογικό γραμματισμό. Αντλώντας δεδομένα από τη Νότια Αφρική, υποστηρίζει ότι οι νέοι γραμματισμοί που σχετίζονται με τις ΤΠΕ δεν έχουν διατοπικό / οικουμενικό χαρακτήρα, όπως συνήθως λέγεται, αλλά μπορούν πολύ καλύτερα να μελετηθούν και να κατανοηθούν ως τοπικοί πόροι (placed resources), στο πλαίσιο δηλαδή των τοπικών συμφραζομένων (πολιτισμικών, οικονομικών, εκπαιδευτικών κλπ.).
Έρευνες στη χώρα μας
Έρευνες στη χώρα μας που θα αναλύουν τις εξωσχολικές τεχνολογικές πρακτικές γραμματισμού των παιδιών σε σχέση με τις ΤΠΕ και θα τις συσχετίζουν με τη γλωσσική εκπαίδευση δεν υπάρχουν. Έχουν κατά διαστήματα διεξαχθεί έρευνες που διερευνούν τη διάδοση των ΤΠΕ στην ελληνική κοινωνία και πολύ σπανιότερα σε σχέση με τους νέους ή τους μαθητές. Προς την τελευταία αυτή κατεύθυνση θα μπορούσαν να αναφερθούν οι έρευνες της Λαφαζάνη (2005) και της Ειδικής Γραμματείας της Κοινωνίας της Πληροφορίας (2002). Η δεύτερη περίπτωση είναι ενδιαφέρουσα, γιατί διεξάγεται από επίσημο φορέα. Πρόκειται για ποσοτική έρευνα που αφορά όλον τον ηλικιακό πληθυσμό και όλη τη χώρα (προσωπικές συνεντεύξεις και χρήση δομημένου ερωτηματολογίου). Έδειξε μεταξύ άλλων ότι οι μικρότερες ηλικίες (15-24) χρησιμοποιούν περισσότερο από κάθε άλλη ηλικιακή κατηγορία τις ΤΠΕ, τα αγόρια σε μεγαλύτερο ποσοστό από τα κορίτσια και ότι τα αστικά κέντρα πλεονεκτούν σε σχέση με την επαρχία -πρόκειται για κοινές διαπιστώσεις σε σχέση και με τις διεθνείς έρευνες που προαναφέρθηκαν. Ενδιαφέρουσες είναι και οι καταγραφές χρήσεις των ΤΠΕ στην ελληνική εκπαίδευση από το Παρατηρητήριο της Κοινωνίας της Πληροφορίας (2007). Οι προσεγγίσεις όμως αυτές δεν μπορούν να συλλάβουν ζητήματα που σχετίζονται με τη γλώσσα - επικοινωνία αλλά ούτε και να προσεγγίσουν τον τεχνολογικό γραμματισμό από την παράδοση των γλωσσικών επιστημών, γιατί δεν είναι αυτός ο προσανατολισμός τους.
Αυτή η πραγματικότητα οδήγησε το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας στο να εντάξει στις άμεσες ερευνητικές του δραστηριότητες και το χώρο της διερεύνησης των πρακτικών τεχνoλογικού γραμματισμού παιδιών εφηβικής ηλικίας. Η έρευνα αυτή χρηματοδοτήθηκε από το Γ΄ ΚΠΣ και αποτελεί μέρος ευρύτερου έργου με τον τίτλο 'Γλωσσική Πύλη για την ελληνική γλώσσα και τη γλωσσική εκπαίδευση' που υλοποιήθηκε από το Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
5 Υπάρχουν βέβαια ερευνητικές καταγραφές για τη διάδοση των ΤΠΕ στην ελληνική κοινωνία και σε μικρότερο βαθμό στους νέους, κινούνται όμως σε τελείως διαφορετική λογική, αφού δεν εξετάζουν τις ΤΠΕ ως μέσα πρακτικής γραμματισμού.
6 Για μια συστηματικότερη συζήτηση του διεθνούς προβληματισμού στο θέμα αυτό, βλ. Koutsogiannis 2007, Κουτσογιάννης 2008.