ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΒΟΗΘΗΤΙΚΑ ΚΕΙΜΕΝΑ
Η Ελληνική Γλώσσα στην Ευρώπη
Πολυγλωσσία και μικρές γλώσσες-μειονότητες στη μελλοντική Ευρώπη
Nelde, P. H
Nelde, P. H. 2004. Η νέα πολυγλωσσία: πρόκληση για μια ευρωπαϊκή γλωσσική πολιτική.
Στο Πολιτικές γλωσσικού πλουραλισμού και ξενόγλωσση εκπαίδευση στην Ευρώπη, επιμ. Β. Δενδρινού & Β. Μητσικοπούλου, 105-120. Σσ. 107-108.© Μεταίχμιο, Β. Δενδρινού, Β. Μητσικοπούλου
Ο γλωσσικός σχεδιασμός και οι γλωσσικές πολιτικές αναπτύχθηκαν ως τομείς της γλωσσολογίας της επαφής, της κοινωνιολογίας της γλώσσας και της κοινωνιογλωσσολογίας κατά τις δεκαετίες του '50 και'60, εποχή κατά την οποία τα πρώην αποικιοκρατικά βασίλεια κατέρρεαν και νεοεμφανιζόμενα έθνη -εκτός Ευρώπης κατά κύριο λόγο- επιχειρούσαν να συνδέσουν την πρόσφατα ανακαλυφθείσα ταυτότητά τους με μια εθνική γλώσσα μέσω μιας επίσημης και πρότυπης γλώσσας. Είναι φανερό ότι η υποκείμενη ιδεολογία καθορίζει αρχικά τον χαρακτήρα του γλωσσικού σχεδιασμού και της γλωσσικής πολιτικής. Δεν μας φαίνεται, επομένως, απαραίτητο να συζητήσουμε την ύπαρξη ευρωπαϊκού σχεδιασμού πριν από το τέλος του 20ού αιώνα. Παρ' όλα αυτά, εξακολουθεί να υπάρχει μια ετερογένεια περιεχομένου, η οποία συνδέεται με μια ασυμμετρία σε σχέση με την ορολογία. Στα αγγλικά υπάρχουν τρεις συμπληρωματικοί όροι -language planning, language policy και language politics- οι οποίοι διακρίνονται σαφώς ο ένας από τον άλλον, ενώ μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με τα ολλανδικά (taalplanning taalbeleid, taalpolitiek) και άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Στα ελληνικά χρησιμοποιούνται, αντίστοιχα, οι όροι γλωσσικός σχεδιασμός, γλωσσικές πολιτικές και γλωσσική πολιτική. Στα γερμανικά υπάρχουν μόνον οι όροι Sprachplanung και Sprachpolitik έτσι ώστε μπορούμε να συμπεράνουμε ότι οι πολιτικές είναι μέρος της πολιτικής. Στα γαλλικά συνυπάρχει ο όρος planification linguistique με τον όρο politique linguistique· οι όροι όμως αυτοί είχαν αρχικά συγκεντρωτική σημασία. Σήμερα ο γενικός όρος aménagement linguistique περιλαμβάνει όχι μόνο τον γλωσσικό σχεδιασμό και τη γλωσσική πολιτική αλλά και τα ευρήματα της οικογλωσσολογίας -με την έννοια του γλωσσικού νοικοκυριού.