Γραμματικές της νέας Ελληνικής 

Πετρούνιας, Ε. Νεοελληνική γραμματική και συγκρητική ανάλυση. Μέρος Α΄ Θεωρία. Μέρος Β΄ Ασκήσεις, θεματικός κατάλογος. 

Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου 

Πετρούνιας, Ε. Νεοελληνική γραμματική και συγκρητική ανάλυση. Μέρος Α΄ Θεωρία. Μέρος Β΄ Ασκήσεις, θεματικός κατάλογος.

Εξώφυλλο
  • Πετρούνιας, Ευάγγελος Β. Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική («αντιπαραθετική») Ανάλυση.1ος τόμ.,Φωνητική και Εισαγωγή στη Φωνολογία. Μέρος Α΄Θεωρία. Θεσσαλονίκη: Ζήτη. Σελ. 614.
  • Πετρούνιας, Ευάγγελος Β. 1999. Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική («αντιπαραθετική») Ανάλυση.2ος τόμ.,Φωνητική και Εισαγωγή στη Φωνολογία. Μέρος Β΄Ασκήσεις, θεματικός κατάλογος.Θεσσαλονίκη: Ζήτη. Σελ. 238.

Το έργο είχε εκδοθεί το 1984 (εκδόσεις University Studio Press), επανεκδόθηκε σε ανανεωμένη και εμπλουτισμένη μορφή το 2002 (εκδόσεις Ζήτη) και επανεκτυπώθηκε το 2005. Είναι ο πρώτος τόμος ενός ευρύτερου έργου, ο οποίος και αποτελείται από δύο μέρη (Α΄ Θεωρία και Β΄ Ασκήσεις).

Ο όρος γραμματική στον τίτλο του συγκεκριμένου έργου δεν πρέπει να νοηθεί με την τρέχουσα σημασία που παραπέμπει στη ρυθμιστική γραμματική των διδακτικών εγχειριδίων, αλλά με τη σημασία της επιστημονικής ανάλυσης και ερμηνείας της γλώσσας και πιο συγκεκριμένα της ελληνικής συγκριτικά με άλλες γλώσσες.

Παρόλο που έχει συμπληρωθεί μια 20ετία από τη συγγραφή του έργου, αυτό παραμένει επίκαιρο και πρωτοπόρο ως προς την επιστημονική του ανάλυση, γεγονός που οφείλεται σε δύο παράγοντες: αφενός στη στέρεη επιστημονική μεθοδολογία της συγκεκριμένης Γραμματικής και αφετέρου στο ότι τα πορίσματα της γλωσσολογικής επιστήμης δεν έχουν μπολιάσει, όσο θα αναμενόταν την ελληνική πρακτική για τη σύνταξη γραμματικών, οπότε οι γλωσσολογικές γραμματικές παραμένουν λίγες.

Ο συγγραφέας του έργου είναι καθηγητής της γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από τις γνωστότερες εργασίες του είναι η σύνταξη των ετυμολογιών του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικήςτου Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη (Θεσσαλονίκη 1998).

Η Γραμματική έχει εισαγωγικό χαρακτήρα σε ζητήματα γλωσσολογικής ανάλυσης αλλά καθορίζεται από ένα σημαντικό στόχο που ο συγγραφέας περιγράφει ως εξής (σελ. 23): «Παράλληλα η εργασία αυτή έχει ακόμα έναν ίσως πιο δυσπρόσιτο, αλλά απαραίτητο, στόχο: να βοηθήσει να διορθωθούν οι προκαταλήψεις που έχει ο μέσος αναγνώστης, και μάλιστα ο μορφωμένος Έλληνας σχετικά με τη γλώσσα». Είναι αυτός ο δυσπρόσιτος στόχος που επιβάλλει πολλές από τις επιλογές του συγγραφέα και που καθιστά το έργο όχι μόνο χρήσιμο, αλλά και πολύ ενδιαφέρον για την ιστορία των Γραμματικών.

Στο πρώτο μέρος του βιβλίου (Γενικό Μέρος) εκτίθενται με τρόπο απλό και προσιτό γενικές αρχές της γλωσσολογικής ανάλυσης με βάση κυρίως τις παραδοχές του δομισμού και της γενετικής θεωρίας. Ωστόσο στο έργο δεν γίνονται θεωρητικές εξειδικεύσεις, ούτε ακολουθείται τυφλά κάποιο βραχύβιο γλωσσολογικό μοντέλο. Δεν είναι υπερβολή να ισχυριστούμε ότι στη μεθοδολογία του Πετρούνια τα γλωσσικά δεδομένα είναι ο οδηγός για τη θεωρία και όχι το αντίστροφο, όπως συχνά συμβαίνει στις γλωσσολογικές μελέτες.

Στόχος του πρώτου μέρους είναι συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης ότι οι φυσικές γλώσσες αποτελούν οργανωμένα συστήματα και ότι η ανάλυση της μητρικής γλώσσας είναι η συνειδητοποίηση φαινομένων που ο ομιλητής ξέρει υποσυνείδητα.

Στο τμήμα που αφορά τη γραμματική (σελ. 135-167) τονίζεται ότι γραμματική είναι ο μηχανισμός που παράγει όλες τις σωστές προτάσεις μιας γλώσσας και δίνεται έμφαση στη διαφορά της περιγραφικής γραμματικής (δηλαδή της ακριβούς περιγραφής των κανόνων που ισχύουν σε μια γλώσσα) από τη ρυθμιστική γραμματική (που προβλέπει ποια είναι η «καλή» χρήση μιας γλώσσας).

Για την κοινή αντίληψη, όπως έχει διαμορφωθεί από την εκπαίδευση, γραμματική σημαίνει είτε το στριφνό μάθημα, είτε το σχετικό βιβλίο, είτε την αυστηρή προειδοποίηση να μην κάνουμε λάθη που θα μας καταχωρίσουν στους «αμόρφωτους». Χρέος της επιστήμης είναι να καταρρίψει αυτές τις προκαταλήψεις, να απαλλάξει τους ομιλητές από ενοχές γύρω από τη γλώσσα που μιλάνε.

Όπως σημειώνει ο συγγραφέας (σελ. 27) «Οι προκαταλήψεις σε γλωσσικά θέματα είναι πιο δύσκολο να διορθωθούν από ό,τι σε άλλες επιστήμες…Ίσως αυτό οφείλεται στο ότι […] μέσο και αντικείμενο έρευνας δεν είναι εύκολο να διακριθούν. Επίσης πολλές προκαταλήψεις μας εντυπώνονται από σφαλερή σχολική διδασκαλία, καθώς και από τις λογής λογής παραδοξότητες που κάθε τόσο διακηρύσσουν διάφοροι αυτόκλητοι γλωσσονομοθέτες. Το κακό είναι ότι πολύ σπάνια επιστήμονες γλωσσολόγοι ενδιαφέρονται να διαφωτίσουν το κοινό σχετικά με διάφορες προκαταλήψεις».

Στη συνέχεια της ανάλυσης διακρίνονται τα συστατικά μέρη ή τομείς της γλώσσας, οι οποίοι αντιστοιχούν σε διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης της γλωσσολογίας. Ως τέτοιοι δίνονται ο φωνολογικός, ο συντακτικός, ο μορφολογικός, ο μορφοσυντακτικός και ο μορφοφωνολογικός τομέας. Έχει προηγηθεί η ανάλυση του λεξιλογίου τόσο ως προς τη λειτουργικότητα όσο και ως προς τη σημασία των λέξεων.

Σημαντικό τμήμα του πρώτου μέρους κατέχει η ανάλυση της σχέσης γλώσσας και διαλέκτου (σελ. 110-134), καθώς και η ανάλυση της διγλωσσίας (σελ. 169-229). Ο συγγραφέας αποδεικνύει το πώς η ανάδειξη μιας γεωγραφικής διαλέκτου σε γλώσσα είναι ιστορικά καθορισμένο γεγονός και δεν συνεπάγεται κάποια εγγενή «ανωτερότητα» της διαλέκτου που αναδείχθηκε σε κοινή έναντι των υπολοίπων.

Στο κεφάλαιο για τη διγλωσσία γίνεται μια ευρεία περιγραφή των φαινομένων διγλωσσίας, με έμφαση στα φαινόμενα εσωτερικής διγλωσσίας, όπως αυτό που για χρόνια υπήρχε στην ελληνική, η συνύπαρξη δηλαδή μιας υπέρθετηςποικιλίας(της καθαρεύουσας) και μιας χαμηλής ποικιλίας (της ομιλούμενης ελληνικής). Αφού αναφέρονται παρόμοια φαινόμενα σε άλλες γλώσσες, αναλύεται ιδιαίτερα η ελληνική περίπτωση τόσο ως προς τις ιστορικές της αιτίες όσο και κυρίως ως προς τα γλωσσικά χαρακτηριστικά. Ο συγγραφέας δίνει έμφαση στο ότι «μια καθαρεύουσα δε μπορεί να έχει κανονικότητα», αφού «δε δημιουργείται και δε μαθαίνεται υποσυνείδητα με προφορική επικοινωνία μέσα σε μια γλωσσική κοινότητα, αλλά με συστηματικό ψάξιμο σε παλιά κείμενα, σε λεξικά και σε γραμματικές» (σελ. 173). Αυτή η σαφής τοποθέτησή του, ωστόσο, δεν τον εμποδίζει να διακρίνει στη σημερινή γλωσσική παραγωγή «κακόζηλες εκφράσεις και γλωσσικά λάθη» (σελ. 52), όπως «το νοσοκομείο του Ρίο, η γέννηση της Μαρία Κάλλας», που κατ' αυτόν οφείλονται σε «εναπομένοντες ή σε καινούργιους καθαρευουσιανισμούς», αλλά και στο ότι συχνά ο γραπτός λόγος δεν λαμβάνει ιδιαίτερη προσοχή, όπως θα έπρεπε, αφού «δεν είναι σκέτος μετασχηματισμός του προφορικού, αλλά αναγκαστικά δημιουργεί τις δικές του συμβάσεις» (σελ. 52).

Η ανάλυση των σχέσεων γλώσσας και διαλέκτου, καθώς και η ανάλυση των φαινομένων διγλωσσίας είναι από τα σημαντικά πλεονεκτήματα του έργου. Τα ζητήματα αυτά σύμφωνα με την τρέχουσα πρακτική δεν συμπεριλαμβάνονται στις γραμματικές αλλά σε εγχειρίδια κοινωνιογλωσσολογίας. Η επιλογή του συγγραφέα να τα συμπεριλάβει στη Γραμματική έχει βαρύτητα, γιατί δείχνει ότι η ανάλυση των γλωσσικών συστημάτων δεν μπορεί να γίνει ανεξάρτητα από τις κοινωνικές και ιστορικές τους συνιστώσες. Με άλλα λόγια, υποβάλλει την άποψη ότι η -απαραίτητη μεθοδολογικά- διάκριση ανάμεσα σε εσωγλωσσικά και εξωγλωσσικά χαρακτηριστικά δεν πρέπει να γίνεται διχοτομία.

Στο δεύτερο και πιο εξειδικευμένο μέρος του βιβλίου (Ειδικό Μέρος) ο συγγραφέας πραγματεύεται ζητήματα φωνητικής και φωνολογίας, με δεδομένα από την ελληνική, την ιταλική, τη γαλλική, την αγγλική και τη γερμανική. Εδώ περιέχεται και η επιστημονική τεκμηρίωση γιατί το σημερινό μονοτονικό ή κατά τον συγγραφέα «μονοτον-ατονικό» σύστημα είναι ένα μηχανιστικό σύστημα. Χωρίς να υπεραμύνεται του παλιού πολυτονικού, ο συγγραφέας θεωρεί ότι τα βασικά μειονεκτήματα του σημερινού μονοτονικού είναι δύο: α) τα τονικά σημάδια δεν αντιστοιχούν πάντα στην προφορά των λέξεων (άτονες λέξεις γράφονται με τονικό σημάδι, τονισμένες γράφονται χωρίς) και β) με το να μην αντιστοιχούν τα τονικά σημάδια στην πραγματική προφορά δημιουργούνται αδικαιολόγητα ομόγραφα, π.χ. η γραφή <γιατί> μπορεί να δηλώνει είτε τον άτονο αιτιολογικό σύνδεσμο είτε τον τονισμένο ερωτηματικό σύνδεσμο (σελ. 548). Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο είναι γραμμένο με το σύστημα που ο συγγραφέας θεωρεί λογικό μονοτονικό.

Το βιβλίο συμπληρώνεται από πλούσια βιβλιογραφία και συνοδεύεται από ένα τεύχος ασκήσεων εμπέδωσης, ιδιαίτερα χρήσιμο για τους φοιτητές, μιας και το βιβλίο χρησιμοποιείται στη διδασκαλία των μαθημάτων γλωσσολογίας σε αρκετά πανεπιστημιακά τμήματα.

Η Γραμματική του Πετρούνια είναι ένα αναμφισβήτητα χρήσιμο βιβλίο για τους φοιτητές, τους φιλόλογους, αλλά και για όποιον ενδιαφέρεται για ζητήματα γλώσσας και γλωσσολογίας. Η συνολική της, ωστόσο, αποτίμηση μπορεί και πρέπει να γίνει στο πλαίσιο της ελληνικής δημόσιας συζήτησης για τη γλώσσα, η οποία εμφανίζει ιδιαιτερότητες που σχετίζονται με το παρελθόν της κοινωνικής διγλωσσίας και με τον έντονα ιδεολογικό -έως και ιδεοληπτικό- χαρακτήρα που αυτή η συζήτηση διέθετε και διαθέτει.

Στόχος της συγκεκριμένης Γραμματικής είναι να επαναφέρει τη συζήτηση για τη γλώσσα στο έδαφος της επιστήμης, και μάλιστα μιας επιστήμης που μπορεί να εκλαϊκευτεί. Αυτός λογικά θα έπρεπε να είναι ο αυτονόητος στόχος κάθε επιστημονικού έργου, θα ήταν κάτι που δεν θα συζητιόταν καν σε ένα π.χ. γερμανικό περιβάλλον. Ωστόσο, στα ελληνικά συμφραζόμενα δεν είναι εξίσου αυτονόητο.

Το παρελθόν του γλωσσικού ζητήματος, οι χρόνιες στρεβλώσεις και καθυστερήσεις, αλλά και συγκεκριμένες ιδεολογικές και πολιτικές στάσεις έχουν οδηγήσει τον μέσο μορφωμένο Έλληνα να θεωρεί τη νέα ελληνική μια ελλειμματική γλώσσα σε σχέση με την αρχαία ελληνική˙ επομένως να θεωρεί ότι επαρκής περιγραφή, ερμηνεία και διδασκαλία της νεοελληνικής δεν μπορεί να γίνει παρά μόνο ως συμπλήρωμα της μελέτης της αρχαίας ελληνικής.

Αυτή την επιστημονικά λανθασμένη αντίληψη -που συχνά δεν καταδικάζεται από τους επιστήμονες- καταρρίπτει η Γραμματική του Πετρούνια. Όλο το βιβλίο απηχεί την αγωνία ενός επιστήμονα γλωσσολόγου -αλλά και κλασικού φιλόλογου- να τεκμηριώσει με επιστημονικά σύγχρονο τρόπο τη φράση από τον Αλκιβιάδη του Πλάτωνα ότι «του ελληνίζειν αγαθοί διδάσκαλοι οι πολλοί». Και η τεκμηρίωση γίνεται επιτυχημένα.

Το εξίσου αγωνιώδες ερώτημα είναι εάν αυτός ο γόνιμος δρόμος γλωσσολογικής μελέτης θα έχει συνέχεια και από τις επόμενες γενιές των γλωσσολόγων. Αν και αυτό δεν εξαρτάται αποκλειστικά από την έκδοση του επόμενου τόμου του έργου, σίγουρα αυτή θα συνέβαλε καθοριστικά.

Τελευταία Ενημέρωση: 12 Ιούν 2007, 13:45