ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΑΛΛΕΣ ΚΡΙΤΙΚΕΣ
Γραμματικές της νέας Ελληνικής
Πετρούνιας, Ε. Νεοελληνική γραμματική και συγκρητική ανάλυση. Μέρος Α΄ Θεωρία. Μέρος Β΄ Ασκήσεις, θεματικός κατάλογος.
Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου
Γιαννούλα Γιαννουλοπούλου: ΕΣΤΙΑ, 1748, 342-346
Ευάγγελος Β. Πετρούνιας. Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική («αντιπαραθετική») Ανάλυση. Τόμος Α´ Φωνητική και Εισαγωγή στη Φωνολογία. Μέρος Α' Θεωρία. Θεσσαλονίκη: Ζήτη.
Επανεκδόθηκε πρόσφατα (2002, α´ έκδοση 1984, University Studio Press) το βιβλίο του Ευάγγελου Πετρούνια «Νεοελληνική Γραμματική και Συγκριτική («αντιπαραθετική») Ανάλυση» από τις εκδόσεις Ζήτη. Το βιβλίο που δεν είχε γίνει ιδιαίτερα γνωστό στο ευρύ κοινό την εποχή της πρώτης έκδοσής του χρησιμοποιείται στις πανεπιστημιακές παραδόσεις Γλωσσολογίας σε αρκετά πανεπιστημιακά τμήματα (παιδαγωγικά, ξένων φιλολογιών, μεταπτυχιακά προγράμματα). Διαθέτει εισαγωγικό χαρακτήρα σε ζητήματα ελληνικής γλώσσας και γλωσσολογίας, καθώς και σε ζητήματα αντιπαραθετικής ανάλυσης γλωσσών και γι' αυτό μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμο για τον μη-ειδικευμένο αναγνώστη που ενδιαφέρεται να έρθει σε επαφή με την επιστημονική θεώρηση των γλωσσικών φαινομένων. Ο συγγραφέας του είναι καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Από τις γνωστότερες εργασίες του είναι η σύνταξη των ετυμολογιών του Λεξικού της Κοινής Νεοελληνικής του Ιδρύματος Τριανταφυλλίδη (Θεσσαλονίκη 1998).
Ο δημόσιος διάλογος για την ελληνική γλώσσα δεν σταμάτησε ποτέ να είναι ζωντανός τα τελευταία χρόνια. Ζητήματα όπως η ιστορία της ελληνικής, η σχέση της με τις άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες, η διδασκαλία της ως μητρικής ή ως δεύτερης γλώσσας επανέρχονται διαρκώς στο προσκήνιο και απασχολούν έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων. Δεν απασχολούν μάλιστα μόνο όσους εμπλέκονται επαγγελματικά με τη γλώσσα και τη διδασκαλία της, αλλά έναν αρκετά ευρύτερο κύκλο ανθρώπων που συσχετίζει τα ζητήματα γλώσσας με τα ζητήματα εθνικής ταυτότητας αλλά και με το γενικότερο πολιτιστικό επίπεδο των Ελλήνων.
Σε αυτήν την ιδιαίτερα φορτισμένη ιδεολογικά συζήτηση λίγος χώρος έχει μείνει για επιστημονικές απόψεις. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι στα ελληνικά συμφραζόμενα θεωρείται ότι οποιοσδήποτε είναι ομιλητής της ελληνικής (και κυρίως μορφωμένος ομιλητής) μπορεί να εκφέρει άποψη για το γλωσσικό ζήτημα σε όλες τις εκδοχές του, παλιές και σύγχρονες. Κι αυτό δεν θα ήταν αφ'εαυτού αρνητικό φαινόμενο, εάν δε συνοδευόταν -κυρίως από την πλευρά των διανοούμενων- από αυτοπεποίθηση για την ορθότητα των λύσεων που προτείνουν, μιας και στη δημόσια συζήτηση η γλώσσα συνήθως αντιμετωπίζεται ως πρόβλημα. Τα ιδεολογικά συνεπαγόμενα της γλωσσικής διαμάχης έχουν μακρύ παρελθόν και όλα δείχνουν ότι θα έχουν και μέλλον. Στη σημερινή συγκυρία μπορούμε να διακρίνουμε δύο κυρίως ρεύματα που αντιπαρατίθενται: το ένα, διαπιστώνει ότι η ελληνική γλώσσα διατρέχει κίνδυνο είτε «αλλοίωσης» είτε «εξαφάνισης», ενώ το δεύτερο υποστηρίζει ότι η ελληνική, όπως όλες οι ομιλούμενες γλώσσες είναι φυσιολογικό να μεταβάλλεται μέσα στον χρόνο και δεν διατρέχει σοβαρούς κινδύνους από την επαφή της με τις άλλες γλώσσες. Ακραίες εκδοχές του κάθε ρεύματος δίνουν τον τόνο στις δημόσιες αντιπαραθέσεις: από τη μια, η «ελληνοκεντρική» άποψη θεωρεί την ελληνική γλώσσα ανώτερη και φύσει επαρκέστερη από τις άλλες, ενώ η πλέον «ρεαλιστική» άποψη δεν διστάζει να προτείνει ακόμα και την καθιέρωση της αγγλικής ως δεύτερης επίσημης γλώσσας στην Ελλάδα. Όπως σε όλη την ιστορία των γλωσσικών αντιπαραθέσεων στη χώρα μας, τα επιχειρήματα που εκτίθενται και από τις δύο πλευρές αντλούνται από τη συμβολική λειτουργία της γλώσσας ως ενδείκτη εθνικής ταυτότητας και από την οργανική της σχέση με την εκπαίδευση. Συχνά δε, η αναφορά στη γλώσσα είναι απλώς ένα όχημα για την έκφραση γενικότερων ιδεολογικών ή πολιτικών απόψεων.
Παρόλο που δεν είναι δυνατό να διεξαχθεί μια συζήτηση για τη γλώσσα έξω από τις μεταγλωσσικές απόψεις και τις στάσεις που όλοι οι ομιλητές εκφράζουν για τη γλώσσα που μιλάνε, η επιστροφή σε μια ορθολογική, επιστημονική και νηφάλια θεώρηση του γλωσσικού φαινομένου δεν μπορεί παρά να είναι χρήσιμη. Είναι απαραίτητη γιατί μπορεί να αποδώσει τα της γλώσσας στη γλώσσα, τα της ιδεολογίας στην ιδεολογία και τα της πολιτικής στην πολιτική. Μια τέτοια διάκριση μπορεί να αποδείξει ότι κανένα από τα παραπάνω ρεύματα δεν είναι άμοιρο μυθολογικών θεωρήσεων, ότι καμία «καθαρή» γλωσσολογική επιστημονική άποψη δεν μπορεί να αγνοεί τη συμβολική αξία που δίνουν οι γλωσσικές κοινότητες στη γλώσσα τους, ούτε από την άλλη είναι εφικτό οι αταβιστικές στάσεις να αντιμετωπίσουν τα προβλήματα ταυτότητας (εθνικής, γλωσσικής, πολιτιστικής) που αναδεικνύονται σε έναν διαρκώς ομογενοποιούμενο κόσμο.
Σε αυτήν την κατεύθυνση της ορθολογικής θεώρησης, το βιβλίο του Πετρούνια αποτελεί μια μεγάλη συμβολή. Όπως ο συγγραφέας δηλώνει στην εισαγωγή (σελ. 23-24): «Σε τούτο το βιβλίο επιχειρείται γενική εισαγωγή στη γλωσσική ανάλυση με συσχετισμό των προβλημάτων προς τα δεδομένα της νέας ελληνικής, συστηματική παρουσίαση της φωνητικής της Κοινής νεοελληνικής, ένταξη της νέας ελληνικής στο ευρύτερο φωνητικό σύστημα των ανθρώπινων γλωσσών….Παράλληλα η εργασία αυτή έχει ακόμα έναν ίσως πιο δυσπρόσιτο, αλλά απαραίτητο στόχο: να βοηθήσει να διορθωθούν οι προκαταλήψεις που έχει ο μέσος αναγνώστης, και μάλιστα ο μορφωμένος Έλληνας σχετικά με τη γλώσσα…Σαν εγχειρίδιο το βιβλίο προορίζεται για όσους ενδιαφέρονται για την επιστημονική ανάλυση της νέας ελληνικής και τη σύγκρισή της με άλλες γλώσσες, για νεοελληνιστές και κλασικούς φιλόλογους, για δασκάλους των νέων ελληνικών σε ξένους και ξένων γλωσσών σε Έλληνες».
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου (Γενικό Μέρος) εκτίθενται γενικές γλωσσικές αρχές. Με τρόπο απλό και ύφος προσιτό στο μέσο αναγνώστη παρουσιάζονται οι αρχές της σύγχρονης γλωσσολογίας. Το βιβλίο κινείται με βάση τις παραδοχές του δομισμού και της γενετικής θεωρίας, δηλαδή με βάση τις κοινές παραδοχές της οποιασδήποτε σύγχρονης επιστημονικής θεώρησης των γλωσσικών φαινομένων. Δεν εμπλέκεται σε θεωρητικές εξειδικεύσεις ούτε ακολουθεί κατά γράμμα κάποιο βραχύβιο γλωσσολογικό μοντέλο. Όπως δηλώνεται στην προμετωπίδα της εισαγωγής με τα λόγια του Pasteur «Καμιά θεωρία δεν έχει αξία, αν δε λειτουργεί στην πράξη». Από τις χρήσιμες αρχές που εκτίθενται στο πρώτο μέρος ο αναγνώστης πρέπει να κατανοήσει ότι οι φυσικές γλώσσες αποτελούν οργανωμένα συστήματα και ότι η ανάλυση της μητρικής γλώσσας είναι η συνειδητοποίηση φαινομένων που ο ομιλητής ξέρει υποσυνείδητα. «Επειδή στη μητρική τα πάντα τα θεωρούμε αυτονόητα, είναι ανάγκη να προχωρήσουμε σε σύγκριση με άλλες γλώσσες. Η σύγκριση βοηθάει να σπάσει η αντίληψη του αυτονόητου, ανοίγει νέες προοπτικές, έτσι ώστε πιο ανεπηρέαστα και πιο ουδέτερα μπορούμε να εντοπίσουμε και να αντιμετωπίσουμε προβλήματα της δικής μας….Ακριβώς επειδή οι γλώσσες υπακούν σε κοινές αρχές, μια υπόθεση που κάνουμε σχετικά με τη δική μας γλώσσα πρέπει να επαληθευτεί από τη σύγκριση με άλλες ή τουλάχιστο να φανεί ότι δεν έρχεται σε αντίθεση προς τις γενικές αρχές των ανθρώπινων γλωσσών» (σελ. 25).
Στο τμήμα που αφορά τη γραμματική (σελ. 135-167) τονίζεται ότι γραμματική είναι ο μηχανισμός που παράγει όλες τις σωστές προτάσεις μιας γλώσσας και δίνεται έμφαση στη διαφορά της περιγραφικής γραμματικής (δηλαδή της ακριβούς περιγραφής των κανόνων που ισχύουν σε μια γλώσσα) από τη ρυθμιστική γραμματική (που προβλέπει ποια είναι η «καλή» χρήση μιας γλώσσας). Για την κοινή αντίληψη, όπως έχει διαμορφωθεί από την εκπαίδευση, γραμματική σημαίνει είτε το στριφνό μάθημα, είτε το σχετικό βιβλίο, είτε η αυστηρή προειδοποίηση να μην κάνουμε λάθη που θα μας καταχωρήσουν στους «αμόρφωτους». Χρέος της επιστήμης είναι να καταρρίψει αυτές τις προκαταλήψεις, να απαλλάξει τους ομιλητές από ενοχές γύρω από τη γλώσσα που μιλάνε. Όπως σημειώνει ο συγγραφέας (σελ. 27) «Οι προκαταλήψεις σε γλωσσικά θέματα είναι πιο δύσκολο να διορθωθούν από ό,τι σε άλλες επιστήμες…Ίσως αυτό οφείλεται στο ότι …μέσο και αντικείμενο έρευνας δεν είναι εύκολο να διακριθούν. Επίσης πολλές προκαταλήψεις μας εντυπώνονται από σφαλερή σχολική διδασκαλία, καθώς και από τις λογής λογής παραδοξότητες που κάθε τόσο διακηρύσσουν διάφοροι αυτόκλητοι γλωσσονομοθέτες. Το κακό είναι ότι πολύ σπάνια επιστήμονες γλωσσολόγοι ενδιαφέρονται να διαφωτίσουν το κοινό σχετικά με διάφορες προκαταλήψεις».
Στη συνέχεια της ανάλυσης διακρίνονται τα συστατικά μέρη ή τομείς της γλώσσας, οι οποίοι αντιστοιχούν σε διαφορετικά επίπεδα ανάλυσης της γλωσσολογίας. Ως τέτοιοι δίνονται ο φωνολογικός, ο συντακτικός, ο μορφολογικός, ο μορφοσυντακτικός και ο μορφοφωνολογικός τομέας. Έχει προηγηθεί η ανάλυση του λεξιλογίου τόσο ως προς τη λειτουργικότητα, όσο και ως προς τη σημασία των λέξεων. Εάν η δημόσια συζήτηση για τη γλώσσα στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή λάμβανε υπόψη της αυτές τις στοιχειώδεις διακρίσεις της γλωσσικής ανάλυσης, ίσως οι διαπιστώσεις και οι αφορισμοί για τη «φτώχεια» ορισμένων γλωσσών και για τον «πλούτο» άλλων να ήταν λιγότεροι. Ίσως η υπόρρητη αντίληψη για τη διαρκή έκπτωση και παρακμή της ελληνικής να μην ήταν τόσο ισχυρή. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο (σελ. 53) «η γλώσσα είναι κοινωνικό φαινόμενο, έχει ψυχολογικές προεκτάσεις, είναι ιστορικό γεγονός και γενικά παρουσιάζει διάφορες απόψεις. Είναι όμως και σύστημα γραμματικών κανόνων που εφαρμόζονται πάνω σε κάποιο λεξιλόγιο». Μια ολοκληρωμένη θέαση, επομένως, του γλωσσικού φαινομένου δεν πρέπει να αγνοεί τη συστημική πλευρά της γλώσσας, αλλά ούτε πρέπει με την υπεροψία της επιστήμης να καταδικάζει όσους εκφράζουν κρίσεις για τη γλώσσα που μιλούν παίρνοντας αφορμή από το άμεσο στην εμπειρία τους, που συνήθως είναι είτε το λεξιλόγιο, είτε κάποια παλιότερη γλωσσική μορφή που για ιστορικούς λόγους συνδέθηκε με κύρος.
Σημαντικό τμήμα του βιβλίου κατέχει η ανάλυση της σχέσης γλώσσας και διαλέκτου (σελ. 110-134), καθώς και η ανάλυση της διγλωσσίας (σελ. 169-229). Ο συγγραφέας αποδεικνύει το πώς η ανάδειξη μιας γεωγραφικής διαλέκτου σε γλώσσα είναι ιστορικά καθορισμένο γεγονός και δεν συνεπάγεται κάποια εγγενή «ανωτερότητα» της διαλέκτου που αναδείχθηκε σε κοινή έναντι των υπολοίπων.
Στο κεφάλαιο για τη διγλωσσία γίνεται μια ευρεία περιγραφή των φαινομένων διγλωσσίας, με έμφαση στα φαινόμενα εσωτερικής διγλωσσίας, όπως αυτό που για χρόνια υπήρχε στην ελληνική, η συνύπαρξη δηλαδή μιας υπέρθετης ποικιλίας (της καθαρεύουσας) και μιας χαμηλής ποικιλίας (της ομιλούμενης ελληνικής). Αφού αναφέρονται παρόμοια φαινόμενα σε άλλες γλώσσες, αναλύεται ιδιαίτερα η ελληνική περίπτωση, τόσο ως προς τις ιστορικές της αιτίες, όσο και κυρίως ως προς τα εσωγλωσσικά χαρακτηριστικά. Ο συγγραφέας αποδεικνύει ότι «μια καθαρεύουσα δε μπορεί να έχει κανονικότητα», αφού «δε δημιουργείται και δε μαθαίνεται υποσυνείδητα με προφορική επικοινωνία μέσα σε μια γλωσσική κοινότητα, αλλά με συστηματικό ψάξιμο σε παλιά κείμενα, σε λεξικά και σε γραμματικές» (σελ. 173). Αυτή η σαφής τοποθέτηση του συγγραφέα δεν τον εμποδίζει να διακρίνει στη σημερινή γλωσσική παραγωγή «κακόζηλες εκφράσεις και γλωσσικά λάθη» (σελ. 52), όπως «το νοσοκομείο του Ρίο, η γέννηση της Μαρία Κάλλας» που κατ' αυτόν οφείλονται σε «εναπομένοντες ή σε καινούργιους καθαρευουσιανισμούς», αλλά και στο ότι συχνά ο γραπτός λόγος δεν λαμβάνει ιδιαίτερη προσοχή, όπως θα έπρεπε, αφού «δεν είναι σκέτος μετασχηματισμός του προφορικού, αλλά αναγκαστικά δημιουργεί τις δικές του συμβάσεις» (σελ. 52).
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου (Ειδικό Μέρος) ο συγγραφέας πραγματεύεται ζητήματα φωνητικής και φωνολογίας, με δεδομένα από την ελληνική, την ιταλική, τη γαλλική, την αγγλική και τη γερμανική. Αυτό το μέρος είναι πιο εξειδικευμένο και απαιτεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τα σχετικά αντικείμενα. Βρίσκουμε όμως σε αυτό επιστημονική τεκμηρίωση γιατί το σημερινό μονοτονικό ή κατά το συγγραφέα «μονοτον-ατονικό» σύστημα είναι ένα μηχανιστικό σύστημα. Ο συγγραφέας θεωρεί ότι «οι ορθογραφικές μεταρρυθμίσεις χρειάζονται κατάλληλη επιστημονική ανάλυση και υποβολή λογικών προτάσεων από ειδικούς επιστήμονες, από παιδαγωγούς και από κοινωνιολόγους. και οι προτάσεις στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ήταν επιτυχημένες» (σελ. 548). Χωρίς να υπεραμύνεται του παλιού πολυτονικού, ο συγγραφέας θεωρεί ότι τα δύο βασικά μειονεκτήματα του σημερινού μονοτονικού είναι δύο: α) τα τονικά σημάδια δεν αντιστοιχούν πάντα στην προφορά των λέξεων (άτονες λέξεις γράφονται με τονικό σημάδι, τονισμένες γράφονται χωρίς) και β) με το να μην αντιστοιχούν τα τονικά σημάδια στην πραγματική προφορά δημιουργούνται αδικαιολόγητα ομόγραφα, π.χ. η γραφή <γιατί> μπορεί να δηλώνει είτε τον άτονο αιτιολογικό σύνδεσμο είτε τον τονισμένο ερωτηματικό σύνδεσμο (σελ. 548).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο είναι γραμμένο με το σύστημα που ο συγγραφέας θεωρεί λογικό μονοτονικό.
Το βιβλίο συμπληρώνεται από πλούσια βιβλιογραφία και συνοδεύεται από ένα τεύχος ασκήσεων εμπέδωσης, ιδιαίτερα χρήσιμο για τους φοιτητές αλλά και για όλους όσοι θέλουν να εντρυφήσουν στα σχετικά ζητήματα. Ελπίζουμε σύντομα το έργο να συμπληρωθεί με το δεύτερο τόμο του, μιας και είναι πολλά τα ζητήματα της επιστημονικής ανάλυσης της ελληνικής που παραμένουν επί χρόνια ανέγγιχτα από την εποχή της «Νεοελληνικής Γραμματικής» του Τριανταφυλλίδη ή της «Νεοελληνικής Σύνταξης» του Τζαρτζάνου.
Θα κλείσουμε αυτή τη σύντομη παρουσίαση σχολιάζοντας την προμετωπίδα του κεφαλαίου για τη διγλωσσία: ως τέτοια ο συγγραφέας έχει βάλει μια διατύπωση αράβων φιλοσόφων του Μεσαίωνα «οι γλώσσες αλλάζουν, επειδή τις μιλάνε οι αμόρφωτοι» και τη φράση από τον Αλκιβιάδη του Πλάτωνα «του ελληνίζειν αγαθοί διδάσκαλοι οι πολλοί». Όλο το βιβλίο μοιάζει να απηχεί την αγωνία ενός επιστήμονα που επιδιώκει να θέσει στην υπηρεσία της γλώσσας των «αμόρφωτων» τα αναλυτικά εργαλεία της επιστημονικής ανάλυσης.
Με ιδιαίτερο σεβασμό στις ομιλούμενες γλώσσες, με ιδιαίτερο θαυμασμό για την πολυπλοκότητα των γλωσσικών φαινομένων, με βαθιά γνώση των ιστορικών δεδομένων της ελληνικής και με την οπτική της σύγχρονης επιστημονικής ανάλυσης, ο συγγραφέας έχει αναλύσει τα γλωσσικά χαρακτηριστικά της νέας ελληνικής σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές γλώσσες. Δεν δείχνει καμιά επιείκεια για τους ημιμαθείς λογίους που θέλουν να προγράψουν και να απαξιώσουν γλωσσικές χρήσεις, μολονότι κατανοεί την ψυχολογική υφή των μεταγλωσσικών απόψεων.
Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του βιβλίου είναι ότι είναι ένα επιστημονικό έργο που μπορεί να διαβαστεί από μη επιστήμονες. Δηλαδή είναι ένα πετυχημένο επιστημονικό έργο. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστούμε ότι σε 20-30 χρόνια, όταν πολλά από τα papers που ακολουθούν ένα από τα τρέχοντα γλωσσολογικά μοντέλα θα έχουν ξεχαστεί σε κάποιες βιβλιοθήκες, και όταν πολλές σκληρές αντιπαραθέσεις διανοούμενων θα έχουν περάσει στη λήθη, η Γραμματική του Πετρούνια θα παραμένει έργο αναφοράς.