ΒΑΣΙΚΟ ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
- Κείμενο 1: Μπουτουλούση, Ε. Ορισμοί της γλωσσικής επίγνωσης.
- Κείμενο 2: Μπουτουλούση, Ε. Στοιχεία γλωσσικής επίγνωσης πριν το 1970.
- Κείμενο 3: Μπουτουλούση, Ε. Οι απόψεις του Hawkins (1984).
- Κείμενο 4: Μπουτουλούση, Ε. Παραδείγματα από μαθήματα γλωσσικής επίγνωσης που αφορούν τους διάφορους τομείς γλωσσικής ανάλυσης.
- Κείμενο 5: Μπουτουλούση, Ε. Συνείδηση/επίγνωση και γλωσσική διδασκαλία.
- Κείμενο 6: Μπουτουλούση, Ε. Γλωσσική επίγνωση: Φυσική ανάπτυξη. Αυτοματοποίηση των γλωσσικών μηνυμάτων
- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Γλωσσική επίγνωση [Ε4]
Ελένη Μπουτουλούση (2001)
Κείμενο 2: Μπουτουλούση, Ε. Στοιχεία γλωσσικής επίγνωσης πριν το 1970.
Στοιχεία από τους βασικούς προβληματισμούς της γλωσσικής επίγνωσης μπορούν να ανιχνευτούν, σύμφωνα με τον van Essen (1997, 1-3), αρχικά στον γερμανό φιλόσοφο Α. von Humboldt (1767-1835). Για τον Humboldt η γλώσσα δεν είναι απλά μια δομή - ένα έργον κατά την αριστοτελική διατύπωση- αλλά μια ενέργεια. Στηριζόμενοι στον Humboldt, παιδαγωγοί που ασχολούνται με τη γλώσσα αρχίζουν να αναρωτιούνται πώς θα μπορούσε να ενισχυθεί η νοητική αυτή προσπάθεια. Οι σκέψεις αυτές αργούν όμως να καρποφορήσουν, γιατί στον 19ο αιώνα κυριαρχεί η απαγωγική μεθοδολογία διδασκαλίας, δηλαδή η γραμματικομεταφραστική μέθοδος, στην οποία η εκμάθηση των γραμματικών κανόνων παίζει τον κυρίαρχο ρόλο.
Στην αρχή του αιώνα ο Gabelentz (1901), ο οποίος επηρεάζει αργότερα και τον Harold Palmer (1917· 1922), διαφοροποιεί τη μη συνειδητή απόκτηση της γλώσσας από τη συνειδητή εκμάθηση, τη διδασκαλία της μητρικής από τη διδασκαλία μιας άλλης γλώσσας και αναφέρεται στην εκπαιδευτική γλωσσολογία [educational linguistics].
Ο Van den Bosch (1903) στην Ολλανδία διατυπώνει, όπως και οι σύγχρονοι άγγλοι εκπρόσωποι της κριτικής γλωσσικής επίγνωσης, ως κυρίαρχο έναν ιδεολογικό στόχο: δίνει έμφαση στην κοινωνική ευθύνη που έχουν οι δάσκαλοι ως πολίτες και αντιμετωπίζει τη γλωσσική εκπαίδευση ως ένα γλωσσικό απελευθερωτικό κίνημα.
Κατά τη δεκαετία του 1930 παρουσιάζεται ξανά ενδιαφέρον γύρω από τα θέματα της γλωσσικής επίγνωσης στη Γερμανία και στη Δανία με τους Drach (1937) και Langeveld (1934) και λίγο αργότερα με τον Royen (1947) και τον Stutterheim (1954). Μετά από αυτή την περίοδο η γλωσσική επίγνωση μένει για σαράντα περίπου χρόνια σε προσωρινή αδράνεια (van Essen 1997, 3, 4).