ΚΕΙΜΕΝΟ
ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΠΛΗΡΟΦΟΡΙΕΣ
- Κείμενο 1: Haugen, E. 1972. Dialect, language, nation. Στο Sociolinguistics: Selected Readings, επιμ. J. B. Pride & J. Holmes.
- Κείμενο 2: Hudson, R. A. 1980. Sociolinguistics. Cambridge: Cambridge University Press
- Κείμενο 3: Hudson, R. A. 1980. Sociolinguistics. Cambridge: Cambridge University Press.
- Κείμενο 4: Haugen, E. 1972. Dialect, language, nation. Στο Sociolinguistics: Selected Readings, επιμ. J. B. Pride & J. Holmes, 97-111.
- Κείμενο 5: Haugen, E. 1972. Dialect, language, nation. Στο Sociolinguistics: Selected Readings, επιμ. J. B. Pride & J. Holmes.
- Κείμενο 6: Hudson, R. A. 1980. Sociolinguistics. Cambridge: Cambridge University Press.
- Κείμενο 7: Haugen, E. 1972. Dialect, language, nation. Στο Sociolinguistics: Selected Readings, επιμ. J. B. Pride & J. Holmes, 97-111. Λονδίνο: Penguin Books, σελ. 103.
- Κείμενο 8: Saussure, F. de. [1916] 1979. Mαθήματα γενικής γλωσσολογίας. Μτφρ. Φ. Δ. Aποστολόπουλος.
- Κείμενο 9: Petyt, K. M. 1980. The Study of Dialect: An Introduction to Dialectology. Κεφ.1, Language, dialect and accent. Λονδίνο: André Deutsch, σελ. 13.
- Κείμενο 10: Petyt, K. M. 1980. The Study of Dialect: An Introduction to Dialectology. Κεφ.1, Language, dialect and accent. Λονδίνο: André Deutsch, σελ. 13.
- Κείμενο 11: Petyt, K. M. 1980. The Study of Dialect: An Introduction to Dialectology. Λονδίνο: André Deutsch, σελ. 15.
- Κείμενο 12: Chambers, J. K. & P. Trudgill. 1984-5. Διάλεκτος και γλώσσα. Μτφρ. A. Σακελλαρίου.
- Κείμενο 13: Chambers, J. K. & P. Trudgill. 1984-5. Διάλεκτος και γλώσσα. Μτφρ. A. Σακελλαρίου. Γλώσσα 7:52-61.
- Κείμενο 14: Saussure, F. de. [1916] 1979. Mαθήματα γενικής γλωσσολογίας. Μτφρ. Φ. Δ. Aποστολόπουλος.
- Κείμενο 15: Saussure, F. de. [1916] 1979. Mαθήματα γενικής γλωσσολογίας. Μτφρ. Φ. Δ. Aποστολόπουλος.
- Κείμενο 16: Haugen, E. 1972. Dialect, language, nation. Στο Sociolinguistics: Selected Readings, επιμ. J. B. Pride & J. Holmes, 97-111. Λονδίνο: Penguin Books, σελ. 104-105.
- Κείμενο 17: Chambers, J. K. & P. Trudgill. 1984-5. Διάλεκτος και γλώσσα. Μτφρ. A. Σακελλαρίου. Γλώσσα 7:52-61, σελ. 59-61.
- Κείμενο 18: Petyt, K. M. 1980. The Study of Dialect: An Introduction to Dialectology.
- Κείμενο 19: Hudson, R. A. 1980. Sociolinguistics. Cambridge: Cambridge University Press.
- Κείμενο 20: Holmes, J. 1992. An Introduction to Sociolinguistics. Λονδίνο & N. Yόρκη: Longman, σελ. 143-144.
- Κείμενο 21: Holmes, J. 1992. An Introduction to Sociolinguistics. Λονδίνο & N. Yόρκη: Longman, σελ. 146-147.
- Κείμενο 22: Andersson, L. G. & P. Trudgill 1990. Bad Language. Λονδίνο: Penguin Books, σελ. 167-169.
- Κείμενο 23: Andersson, L. G. & P. Trudgill 1990. Bad Language.
- Κείμενο 24: Saussure, F. de. [1916] 1979. Mαθήματα γενικής γλωσσολογίας. Μτφρ. Φ. Δ. Aποστολόπουλος.
- ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Εγκυκλοπαιδικός Οδηγός
Γλώσσα και διάλεκτος [Α8]
Ρέα Δελβερούδη (2001)
Κείμενο 1: Haugen, E. 1972. Dialect, language, nation. Στο Sociolinguistics: Selected Readings, επιμ. J. B. Pride & J. Holmes, 97-111. Λονδίνο: Penguin Books, σελ. 102-103.
Στη δομική χρήση των όρων γλώσσα και διάλεκτος, η πρωταρχική έμφαση βρίσκεται στη γενετική σχέση. Αν ένας γλωσσολόγος πει ότι η Ntongo έχει πέντε διαλέκτους, εννοεί ότι υπάρχουν πέντε διακριτές γλωσσικές μορφές που έχουν να επιδείξουν αρκετά εμφανή συγγενή στοιχεία, ώστε να καθίσταται βέβαιη η καταγωγή τους από μια προγενέστερη γλωσσική μορφή. Επίσης, μπορεί να αναφέρεται στο γεγονός ότι αυτές είναι αμοιβαία κατανοητές ή, τουλάχιστον, ότι κάθε διάλεκτος είναι κατανοητή από τους ομιλητές των άμεσα γειτονικών διαλέκτων. Αν δε συμβαίνει αυτό, μπορεί να τις θεωρήσει διαφορετικές γλώσσες και να πει ότι υπάρχει μια γλώσσα ntongo με τρεις διαλέκτους και μια άλλη, mbongo, με δύο. Η ntongo και η mbongo μπορεί τότε να είναι διάλεκτοι της ngkongo, ενός κοινού προγόνου. Αυτό εισάγει τη συγχρονική διάσταση της κατανόησης, που στην καλύτερη περίπτωση είναι ένα άκρως αβέβαιο κριτήριο. Ο γλωσσολόγος μπορεί να επιχειρήσει να προβλέψει, βασιζόμενος στη μελέτη των γραμματικών τους, αν είναι ή δεν είναι κατανοητές. Αλλά μπορεί να επαληθεύσει την πρόβλεψή του μόνο εξετάζοντας τις αντιδράσεις και τις διεπιδράσεις των ίδιων των ομιλητών […]. Ανάμεσα στην απόλυτη ακατανοησία και την απόλυτη κατανόηση υπάρχει μια πλατιά, ημιφωτισμένη ζώνη μερικής κατανόησης, στην οποία συμβαίνει κάτι που μπορούμε να ονομάσουμε ημι-επικοινωνία.
Στη λειτουργική χρήση των εννοιών "γλώσσα" και "διάλεκτος" η πρωταρχική έμφαση βρίσκεται στη χρήση από πλευράς των ομιλητών των κωδικών που ελέγχουν. Αν ένας κοινωνιογλωσσολόγος πει ότι δεν υπάρχει γλώσσα ntongo αλλά μόνο διάλεκτοι, μπορεί να εννοεί ότι δεν υπάρχει κάποια σύγχρονη μορφή αυτών των διαλέκτων που να έχει ισχύ πέρα από την τοπική γλωσσική κοινότητα, είτε ως γλώσσα συναλλαγής είτε ως κοινός παρονομαστής στη διεπίδραση μεταξύ ομιλητών των διαφόρων διαλέκτων. 'Eτσι, μια "γλώσσα" ορίζεται λειτουργικά ως μια νόρμα που τίθεται εκ των άνω και χρησιμοποιείται από ομιλητές των οποίων η πρώτη και συνηθισμένη γλώσσα ίσως διαφέρει. Μια "γλώσσα" είναι το μέσο επικοινωνίας μεταξύ ομιλητών διαφορετικών διαλέκτων. Αυτό ισχύει μόνο εντός των ορίων που ορίζονται από τη γλωσσική τους συγγένεια: δεν θα μπορούσε κάποιος να θεωρήσει τη ntongo διάλεκτο της αγγλικής, μόνο και μόνο επειδή οι ομιλητές της χρησιμοποιούν την αγγλική ως μέσο επικοινωνίας. Ο κοινωνιογλωσσολόγος μπορεί επίσης να αναφέρεται στο γεγονός ότι η "γλώσσα" έχει περισσότερο κύρος από τη "διάλεκτο". Εξαιτίας των ευρύτερων λειτουργιών της είναι πολύ πιθανό να περιβάλλεται με σεβασμό και γλωσσική νομιμοφροσύνη που δεν απολαμβάνουν οι διάλεκτοι. Γι' αυτό έχουμε τη δυνατότητα να πούμε ότι "η mbongo είναι απλώς μια διάλεκτος, ενώ η ntongo είναι μια γλώσσα". Αυτό σημαίνει ότι η ntongo ομιλείται από ανθρώπους που το κοινωνικό τους κύρος είναι τρομερά υψηλότερο από εκείνο των ομιλητών της mbongo. Με αυτή την έννοια, μια διάλεκτος μπορεί να οριστεί ως μια μη αναπτυγμένη (ή υπανάπτυκτη) γλώσσα. Είναι μια γλώσσα που κανείς δεν έκανε τον κόπο να την αναπτύξει σε σημείο που να φτάσει το επίπεδο της πρότυπης γλώσσας. Αυτή η διάσταση της λειτουργικής ανωτερότητας ή κατωτερότητας συνήθως αγνοείται από τους γλωσσολόγους, αλλά αποτελεί ουσιαστικό μέλημα των κοινωνιογλωσσολόγων. Το εξειδικευμένο και σύνθετο έργο του κοινωνιογλωσσολόγου είναι να ορίσει τις κοινωνικές λειτουργίες κάθε γλώσσας ή διαλέκτου, καθώς και το κύρος που συνδέεται με καθεμιά από αυτές […].