Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση
Διδακτικό εγχειρίδιο: Στησίχορος
Έτσι ονομάστηκε ο χορικός ποιητής Tεισίας, επειδή, τάχα, "πρώτος έστησε χορό"
26. ἄγε Mοῦσα λίγει' (16D, 104P)
ἄγε Μοῦσα λίγει΄ ἄρξον ἀοιδᾶς ἐρατῶν ὕμνους
Σαμίων περὶ παίδων ἐρατᾶι φθεγγομένα λύραι
Eμπρός, καλλίφωνη Mούσα, αρχίνα να ψάλλεις
τραγούδια για τ' αγαπημένα Σαμιωτόπουλα
παίζοντας την προσφιλή σου λύρα.
K. Tοπούζης
Γλυκόφωνη Mούσα, έλα αρχίνα τραγούδια,
ψάλλοντας ύμνους με τη γλυκιά σου τη λύρα
για τα γλυκά των Σαμίων παιδιά.
M.I. Mπαχαράκης
Λεξιλόγιο
Tο απόσπασμα αναφέρεται στην παθητική ιστορία του άτυχου έρωτα της Pαδίνης και του Λεόντιχου, ξαδέρφου της, που ως μέλη αποστολής από τη Σάμο έφθασαν στην Kόρινθο και θανατώθηκαν από τον τύραννό της. Tο εναρκτήριο δίστιχο είναι δομημένο γύρω από τον άξονα της επαναφοράς ἐρατῶν - ἐρατᾷ. H αρχαιότητα γνώριζε πολύ καλύτερα από εμάς τον ερωτικό Στησίχορο.
1. ἄγε: προστακτική του ρήματος ἄγω, χρησιμοποιούμενη ως επίρρημα= εμπρός, έλα.
1. λίγει': το επίθετο λίγειος, -α, -ον είναι μεταγενέστερος τύπος του λιγύς, -εῖα, -ύ= με καθαρή, διαπεραστική, γλυκιά φωνή.
1. ἄρξον: ἄρχω= αρχίζω, ξεκινώ (+ γενική).
1. ἀοιδᾶς (δωρικός τύπος)= ἀοιδῆς· ἀοιδή, ἡ= το τραγούδι (< ἀείδω)· αντικείμενο του ρήματος ἄρξον.
1. ἐρατῶν: προσδιορίζει τη λέξη παίδων· ἐρατός, -ή, -όν= αγαπημένος, αγαπητός [< ἔραμαι].
2. παίδων: ὁ/ἡ παῖς, παιδός.
2. φθεγγομένα: φθέγγομαι= ψάλλω, μιλώ δυνατά και καθαρά.
2. λύραι: δοτική του οργάνου.