Αρχαϊκή Λυρική Ποίηση
Υποστηρικτικό υλικό
(Βιογραφικά - Εργογραφικά)
Αρχαία Ελληνική Λυρική ποίηση
[μτφρ. I.N. Καζάζης, Αθήνα 1980-82]C.M. BOWRAΣΑΠΦΩ (απόσπασμα, τ.Α', σελ. 289-298)
Ο Διονύσιος, όταν αναλύει την γλαφυράν σύνθεσιν (τον ομαλό τρόπο γραφής), παραθέτει ως πρότυπό της το ακόλουθο ποίημα της Σαπφώς:
ποικιλόθρον' ἀθανάτ' Ἀφρόδιτα,
παῖ Δίος δολόπλοκε, λίσσομαί σε,
μή μ' ἄσαισι μηδ' ὀνίαισι δάμνα,
4 πότνια, θῦμον·ἀλλά τυίδ' ἔλθ', αἴ ποτα κἀτέρωτα
τὰς ἔμας αὔδας ἀίοισα πήλοι
ἔκλυες, πάτρος δὲ δόμον λίποισα
8 χρύσιον ἦλθεςἄρμ'ὐπασδεύξαισα· κάλοι δέ σ' ἆγον
ὤκεες στροῦθοι περὶ γᾶς μελαίνας
πύκνα δίννεντες πτέρ' ἀπ' ὠράνω ἴθε-
12 ρος διὰ μέσσω·αἶψα δ'ἐξίκοντο· σὺ δ',ὦ μάκαιρα,
μειδιαίσαισ'ἀθανάτωι προσώπωι
ἤρε'ὄττι δηὖτε πέπονθα κὤττι
16 δηὖτε κάλημμι,κὤττι μοι μάλιστα θέλω γένεσθαι
μαινόλαι θύμωι· τίνα δηὖτε πείθω
ἂψ †σάγην ἐς σὰν φιλότατα; τίς σ', ὦ
20 Ψάπφ', ἀδικήει;καὶ γὰρ αἰ φεύγει, ταχέως διώξει,
αἰ δὲ δῶρα μὴ δέκετ', ἀλλὰ δώσει.
αἰ δὲ μὴ φίλει, ταχέως φιλήσει
24 κωὔ κε θέλοισα.ἔλθε μοι καὶ νῦν, χαλέπαν δὲ λῦσον
ἐκ μερίμναν, ὄσσα δέ μοι τέλεσσαι
θῦμος ἰμέρρει, τέλεσον· σὺ δ'αὔτα
28 σύμμαχος ἔσσο.
[αθάνατη Αφροδίτη, πάνω στον πολυξόμπλιαστο θρόνο σου, θυγατέρα του Δία, υφάντρα δόλων, σε ικετεύω, μη δαμάζεις την καρδιά μου, δέσποινα, με πόνους και λύπες,
αλλά έλα κοντά μου, αν άλλοτε άκουσες ποτέ τη φωνή μου από μακριά και με εισάκουσες, κι αφήνοντας το παλάτι του πατέρα σου έτρεξες εδώ,
ζεύοντας το χρυσό σου άρμα. Όμορφα, γοργά σπουργίτια σ' έφεραν, τινάζοντας τα πυκνά φτερά τους, πάνω απ' τη μαύρη γη, στον ουρανό, στη μέση του αέρα·
κι ήρθαν γοργά. Κι εσύ, μακάρια θεά, μ' ένα χαμόγελο στην αθάνατη μορφή σου, ρώτησες τι μου συνέβαινε πάλι, και γιατί σε ξαναφώναξα,
τι επιτέλους ποθεί η τρελή μου καρδιά: «ποια πρέπει να πείσω αυτή τη φορά να' ρθει(;) να σ' αγαπήσει; Ποια σε βασανίζει, Σαπφώ;
Κι αν σ' αποφεύγει τώρα, σύντομα θε να τρέχει ξοπίσω σου· αν αρνιέται τα δώρα, θε να προσφέρει η ίδια· κι αν δεν αγαπά, σύντομα θε ν' αγαπήσει, θέλει δεν θέλει».
Έλα πάλι σιμά μου και λευτέρωσε με απ' τις σκληρές μου έγνοιες· τέλεψε αυτά που λαχταρά η καρδιά μου και γίνε σύμμαχος μου.]
Δεν είναι ποίημα που προορίζεται για δημόσια απαγγελία, αλλά ποίημα για ιδιωτική χρήση· δεν είναι δηλαδή ύμνος σ'ένα πανηγύρι, αλλά προσωπική έκκληση που απευθύνει η Σαπφώ στη θεά της. Αργότερα, φυσικά, η Σαπφώ θα το δημοσίευσε και αυτό· ωστόσο η διάθεση και η κατάσταση που περιγράφει δεν αφορούν κανέναν άλλο έκτος από την ίδια και την Αφροδίτη. Το ποίημα έχει μορφή προσευχής και τηρεί τους συνηθισμένους κανόνες επίκλησης των θεών. Αυτό μπορούμε να το δούμε με τη βοήθεια ενός πρώιμου και απλού παραδείγματος, της προσευχής του Αχιλλέα στον Δία, όταν ο Πάτροκλος μπαίνει στη μάχη:
Ζεῦ ἄνα, Δωδωναῖε, Πελασγικέ, τηλόθι ναίων,
Δωδώνης μεδέων δυσχειμέρου· ἀμφὶ δὲ Σελλοὶ
σοὶ ναίουσ' ὑποφῆται ἀνιπτόποδες χαμαιεῦναι.
ἠμὲν δή ποτ' ἐμὸν ἔπος ἔκλυες εὐξαμένοιο,
τίμησας μὲν ἐμέ, μέγα δ' ἴψαο λαὸν Ἀχαιῶν,
ἠδ'ἔτι καὶ νῦν μοι τόδ'ἐπικρήηνον ἐέλδωρ.
[Δία της Δωδώνης, βασιλιά, πελασγικέ, που μένεις μακριά και κυβερνάς την παγερή Δωδώνη· τριγύρω σου ζουν οι Σελλοί, οι δικοί σου προφήτες, που κοιμούνται καταγής, ανιφτόποδοι· κι άλλοτε εισάκουσες την προσευχή μου και με τίμησες, τιμωρώντας ανελέητα τους Αργίτες· όμοια και τώρα αυτό το θέλημα μη μου το αρνηθείς.]
Η ευθεία και άμεση διαδικασία αυτού του τύπου δεν μας εκπλήσσει, εφόσον γινόταν στο πλαίσιο μιας θρησκείας που ως ένα βαθμό δεχόταν να ρυθμίζονται οι σχέσεις των θεών με τους ανθρώπους από ένα στοιχείο "συμβολαίου". Πρώτα ακούγεται η "επίκληση": ο θεός προσφωνείται με μια συσσώρευση κατάλληλων επιθέτων και αναφορών στις λειτουργίες του και στους τόπους λατρείας του, καθώς ταιριάζει στη μεγαλοσύνη του, ώστε να φανούν συνάμα και τα όρια της δικαιοδοσίας του. Αυτό το επιβάλλουν λόγοι φιλοφρόνησης και σεβασμού, και είναι απολύτως απαραίτητο στην επίσημη έναρξη του ποιήματος. Ακολουθεί η "δικαίωση": ο προσευχόμενος αναφέρεται σε υπηρεσίες που έχει προσφέρει στον θεό η που ο θεός έχει προσφέρει σ' αυτόν, και στο τμήμα αυτό κατοχυρώνεται η αξιοπιστία του και το δικαίωμα του να λάβει και πάλι βοήθεια. Τρίτη ακολουθεί η "παράκληση": ο θεός παρακαλείται να ενεργήσει στα όρια της δικαιοδοσίας του και των αρμοδιοτήτων του. Η Σαπφώ τηρεί τη διάταξη αυτή και εφαρμόζει τις αρχές της· ωστόσο σε κάθε φάση της προσθέτει δικές της παραλλαγές, δίνοντας προσωπικό τόνο.
Καταρχήν, στην επίκληση η Σαπφώ αποκαλεί την Αφροδίτη ποικιλόθρονον, υποδηλώνοντας έτσι ότι φαντάζεται τη θεά να κάθεται στον θρόνο της στον Όλυμπο - όπως ο Δίας και η Ήρα απεικονίζονται στο αγγείο του Francois. To επίθετο αναμφίβολα υποδηλώνει ότι ένας τέτοιος θρόνος είναι έργο λεπτής τέχνης, καθώς αρμόζει για τον θρόνο μιας θεάς· η όλη σύλληψη θέλει την Αφροδίτη θρονιασμένη ψηλά στην επιβλητική θέση της θεϊκής εξουσίας. Ότι είναι "αθάνατη" είναι σχεδόν αυτονόητο· και όμως το επίθετο έχει εδώ τη σημασία του: στην αθανασία της ακριβώς έγκειται η δύναμη της Αφροδίτης, εφόσον χάρη σ' αυτήν η θεά τοποθετείται πάνω από τους μόχθους και τις αβεβαιότητες των θνητών. Μετά, αποκαλείται δολόπλοκος. Η ιδέα άρεσε και στον Ψευδο-Θέογνη, που την αναπτύσσει ως εξής:
Κυπρογενὲς Κυθέρεια δολοπλόκε, σοί τι περισσὸν
Ζεὺς τόδε τιμήσας δῶρον ἔδωκεν ἔχειν·
δαμνᾷς δ' ἀνθρώπων πυκινὰς φρένας, οὐδέ τίς ἐστιν
οὕτως ἴφθιμος καὶ σοφὸς ὥστε φυγεῖν.
[Κυπρογέννητη, Κυθέρεια, εσύ που υφαίνεις δόλους, ο Δίας σου έδωσε με το παραπάνω τούτο το δώρο, για να σε τιμήσει· συ δαμάζεις το λογικό των ανθρώπων, και δεν βρίσκεται κανένας τόσο δυνατός και σοφός, ώστε να σου ξεφύγει.]
Άν η Σαπφώ πρόκειται να πετύχει αυτό που λαχταρά, θα χρειαστεί την τέχνη όσο και τη δύναμη της θεάς, πράγμα που δεν φοβάται ούτε και διστάζει να το ομολογήσει. Τα επίθετα αυτά δεν είναι λατρευτικά. Εκφράζουν αυτό που βλέπει η Σαπφώ, γιατί τις ελπίδες της τις έχει εναποθέσει όλες στα χέρια της Αφροδίτης.
Η "δικαίωση" καταλαμβάνει το μεγαλύτερο τμήμα του ποιήματος (στίχοι 2-5). Εδώ η Σαπφώ κάνει έκκληση όχι σε τυχόν υπηρεσίες που έχει προσφέρει αυτή στη θεά, αλλά σε υπηρεσίες που της έχει προσφέρει η θεά, επικαλούμενη έτσι περισσότερο τη γενναιοδωρία της παρά την ευγνωμοσύνη της. Υποθέτει ότι η Αφροδίτη, εφόσον τη βοήθησε στο παρελθόν, θα είναι πρόθυμη να τη βοηθήσει και πάλι, και της το ζήτα σαν να ήταν υποχρεωμένη η θεά να συμμορφωθεί. Έτσι, από τη μια αφηγείται διεξοδικά πώς στο παρελθόν η Αφροδίτη ήρθε κοντά της, και από την άλλη επαναλαμβάνει τα λόγια που άκουσε από αυτήν τότε. Το πρώτο, για να θυμίσει στη θεά το περιστατικό· το δεύτερο, για να υπαινιχθεί ότι, αν τότε είχε λάβει υπόσχεση συνδρομής, η υπόσχεση ισχύει ακόμη. Η όλη προσέγγιση σχεδόν θυμίζει συνομιλία φίλων. Η Σαπφώ αισθάνεται ότι τη συνδέει μια ειδική σχέση με την Αφροδίτη και ότι η θεά τής δείχνει ειδική εύνοια.
Η παράκληση καταλαμβάνει μόνο μια στροφή· ωστόσο κάθε λέξη μετρά και δείχνει τι εννοεί η Σαπφώ με αυτό το αίτημά της. Ως θεά του έρωτα η Αφροδίτη ευθύνεται για τις οδύνες και τις λύπες που τον συνοδεύουν, και που η Σαπφώ της ζητά να διώξει μακριά της. Φυσικά, υπονοεί την επιθυμία της να βρει ερωτική ανταπόκριση, αλλά τούτο το υποδηλώνει αόριστα και με κάποια σεμνότητα. Οι λέξεις ὄσσα δέ μοι τέλεσσαι θῦμος ἰμέρρει, τέλεσον υποδηλώνουν ότι οι κρυφοί της πόθοι είναι γνωστοί στη θεά, ώστε δεν είναι ούτε απαραίτητο ούτε αναγκαίο να εκτεθούν ανοιχτά. Αν η Αφροδίτη ανταποκριθεί στην απαίτηση της Σαπφώς, θα την ανακουφίσει από τις "μέριμνες" που την τυραννούν και θα πολεμήσει στο πλευρό της. Η μεταφορά από το πεδίο της μάχης είναι κατάλληλη και έχει νόημα, Η Αφροδίτη ήταν η πασίγνωστη ἄμαχος θεά, που μαζί της δεν μπορούσε να τα βάλει κανείς. Επομένως ήταν σημαντικό να εξασφαλιστεί η συμμαχία της, και αυτό ακριβώς ζήτα η ποιήτρια.
Στο ποίημα αυτό η Σαπφώ περιγράφει με πλούτο λεπτομερειών την εμφάνιση της Αφροδίτης μπροστά της. Το θέμα δεν είναι συμβατικό ή κοινό στην ελληνική ποίηση· δεν λείπουν ωστόσο τα προηγούμενα και τα παράλληλα. Στην Ἰλιάδα, όταν ο Αχιλλέας φτάνει στο σημείο να τραβήξει το ξίφος του εναντίον του Αγαμέμνονα, μόνη η Αθηνά εμφανίζεται μπρος του και τον αποτρέπει. Στην Ὀδύσσεια η Αθηνά εμφανίζεται συχνά στον Οδυσσέα, και ο ποιητής αναγνωρίζει ότι οι θεοί δεν παρουσιάζονται με υλική μορφή σε όλους τους ανθρώπους. Η Σαπφώ αφηγείται για τον εαυτό της κάτι που ο Όμηρος λέει ότι συμβαίνει μόνο σε ορισμένους διαλεχτούς ήρωες, και δεν έχουμε λόγο να δυσπιστούμε στα λόγια της. Στην εμφάνιση της Αφροδίτης πρέπει να δούμε ένα γνήσιο βίωμα, έστω και αν είναι αδύνατο να συντονίσουμε το επεισόδιο με την εμπειρία του σύγχρονου ανθρώπου. Δεν υπάρχει υπαινιγμός ότι πρόκειται για όνειρο· κάτι τέτοιο μάλιστα θα ήταν απίθανο, γιατί πραγματοποιείται σε ανταπόκριση μιας προσευχής που κάνει η Σαπφώ στον ξύπνο της, όπως φαίνεται, και νηφάλια. Ασφαλώς μοιάζει περισσότερο με δράμα, στη διάρκεια του οποίου κάτι αποκαλύπτεται με ασυνήθιστη ενάργεια και δύναμη. Το χρυσό άρμα, τα σπουργίτια που το σύρουν, το χαμόγελο στο πρόσωπο της Αφροδίτης, όλα είναι συνδυασμένα μεταξύ τους με ακρίβεια και φροντίδα. Μια τέτοια εμπειρία με κανέναν τρόπο δεν είναι απίστευτη για μια γυναίκα που πίστευε ακλόνητα στην ύπαρξη της Αφροδίτης και περνούσε ώρες ολόκληρες σε νοερή επικοινωνία με αυτήν. Το ποίημα δείχνει ότι η Σαπφώ πίστευε πως απολάμβανε κάποια ιδιαίτερη εύνοια, και τούτο, με τη σειρά του, θα στερέωνε την πεποίθησή της στις επιφοιτήσεις της θεάς. Δεν είναι εύκολο, σε καμία περίπτωση, να μπούμε στον πυρήνα του θρησκευτικού βιώματος, αλλά και δεν έχουμε λόγους να υποθέτουμε πως οι Έλληνες δεν πίστευαν ότι οι ίδιοι οι θεοί κάποτε τους επισκέπτονταν με την ορατή μορφή τους. Ο Πίνδαρος ισχυρίζεται ότι αντίκρισε με τα μάτια του τον ήρωα Αλκμαίωνα στον δρόμο για τους Δελφούς, και είναι δύσκολο να μην υποψιαστούμε κάποιο προσωπικό βίωμα, όταν ο ίδιος περιγράφει την εμφάνιση του Ποσειδώνα στον Πέλοπα μέσα στο σκοτάδι, ενώ όλη η Ελλάδα πίστευε ότι ο Φιλιππίδης είδε τον Πάνα στο όρος Κυλλήνη της Αρκαδίας στα 490. Σε τελευταία ανάλυση, λοιπόν, δεν είναι περίεργο που η Σαπφώ πίστευε ότι είδε την Αφροδίτη και συνομίλησαν.
Μολονότι το ποίημα αφηγείται μια σπάνια και εντελώς προσωπική εμπειρία, δεν έχει καμία επισημότητα. Φυσικά, ο τόνος του είναι σοβαρός -απόρροια της παθιασμένης ειλικρίνειάς του- αλλά του λείπει η απόλυτη αυταρέσκεια που συνιστά την ουσία της επισημότητας. Εδώ διακρίνεται σχεδόν μια ιδέα ευθυμίας, φιλικής διάθεσης, χαμογελαστής κατανόησης ανάμεσα στην Αφροδίτη και στη Σαπφώ. Τούτο φαίνεται στην αρχή, εκεί όπου η Σαπφώ αποκαλεί τη θεά δολόπλοκον: το επίθετο θα μπορούσε να φανεί άσεμνο, ανάρμοστο, ή τουλάχιστον ακατάλληλο για τη στιγμή της ικεσίας· δεν είναι όμως τίποτε από όλα αυτά. Ο Σιμωνίδης προχωρεί ακόμη παραπέρα, όταν προσφωνεί τον Έρωτα: σχέτλιε παῖ δολόμηδες Ἀφροδίτας [άθλιο παιδί της Αφροδίτης που πλέκεις δόλους]. Τα χαρακτηριστικά των θεών είναι γνωστά: η απάτη ήταν μια από τις συνισταμένες του χαρακτήρα της Αφροδίτης και του Έρωτα. Επομένως δεν είναι καθόλου άσεμνο που η Σαπφώ αναφέρεται σε αυτήν· αντίθετα, μάλιστα, θα λέγαμε ότι εδώ υπάρχει κάποιος θαυμασμός: ο σεβασμός της ποιήτριας για τη μεγαλοσύνη της Αφροδίτης είναι ανάμικτος με θαυμασμό και εκτίμηση για την πονηριά της· η ποιήτρια μιλά για τη θεά με το ίδιο περίπου πνεύμα και τον ίδιο θαυμασμό που εκδηλώνει η Αθηνά για τον Οδυσσέα:
κερδαλέος κ'εἴη καὶ ἐπίκλοπος ὅς σε παρέλθοι
ἐν πάντεσσι δόλοισι, καὶ εἰ θεὸς ἀντιάσειε.
[πονηρός και κατεργάρης θα 'ταν εκείνος που θα σε ξεπερνούσε σε κάθε δόλο, έστω κι αν ο ανταγωνιστής σου ήταν ένας θεός.]
Η σχέση της Σαπφώς με την Αφροδίτη είναι αρκετά στενή, ώστε να της επιτρέπεται να μιλά γι' αυτήν ελεύθερα, δίχως προσποιητές αναστολές ή αδικαιολόγητη σεμνότητα.
Αυτήν την ειλικρίνεια την ανταποδίδει η Αφροδίτη με μια σχεδόν διασκεδαστική ανοχή: αφού διασχίσει τον ουρανό με το άρμα της, το πρώτο που κάνει είναι να χαμογελάσει της Σαπφώς. Πρόκειται στ' αλήθεια για το χαμόγελο μιας θεάς που είναι πασίγνωστη ως κατεξοχήν φιλομμειδής, και πρέπει να το φανταστούμε με όλη τη μαγεία που υποδηλώνει. Ωστόσο δεν είναι απλώς χαμόγελο φιλίας ή εύνοιας· προοικονομεί αυτά που μέλλει να πει η Αφροδίτη αμέσως μετά. Ρωτά λοιπόν τι μπορεί να κάνει, και δηλώνει σταθερά ότι η κατάσταση δεν είναι καινούρια. Η τριπλή επανάληψη του δηὖτε δείχνει ότι η θεά και στο παρελθόν ειδοποιήθηκε για τα βάσανα της Σαπφώς και τη βοήθησε και τότε. Έτσι και τώρα θέλει να μάθει τι συμβαίνει και πώς μπορεί να βοηθήσει πάλι. Και πέρα από αυτό: όταν ρωτά τη Σαπφώ ποια πρέπει να αναγκάσει να την αγαπήσει, πρέπει να έχει κιόλας έτοιμη την απάντηση στο νου της. Το όλο επεισόδιο δείχνει στοργική κατανόηση. Η Αφροδίτη ξέρει τη Σαπφώ και προλαμβάνει το αίτημα της. Κατόπιν, αλλάζοντας ξαφνικά διάθεση, στην 6η στροφή, υπόσχεται τη βοήθεια της και ο τόνος της γίνεται εντελώς σοβαρός. Μετά την αρχικά ήρεμη περιπαιχτική διάθεσή της, είναι τώρα έτοιμη να συμπαρασταθεί και γνωρίζει τι χρειάζεται η Σαπφώ. Μιλά με πλήρη συνείδηση της δύναμής της, που μπορεί να υποτάξει οποιαδήποτε, ακόμη και παρά τη θέληση της (κωὔ κε θέλοισα), και να τη φέρει στα νερά της Σαπφώς. Έτσι, η Σαπφώ καταλήγοντας στρέφεται από την ανάμνηση της παλιάς επίσκεψης στην τωρινή δοκιμασία και μιλά με απροσποίητη απλότητα, ειλικρίνεια και ανεπιφύλακτη εμπιστοσύνη στη βοήθεια της θεάς. Στην ασυνήθιστη αυτή σκηνή που παίζεται ανάμεσα σε μια θεά και σε μια θνητή, με τις αναφορές σε παλαιές υποσχέσεις και σε σημερινές ανάγκες, η Σαπφώ επισημαίνει τις αλλαγές διαθέσεων και τις αποτυπώνει με λόγια που πηγαίνουν ίσια στον στόχο και τον πετυχαίνουν. Οι σχέσεις της με την Αφροδίτη μπορεί να μην είναι στενά θρησκευτικές, όποιο νόημα και αν δώσουμε στον όρο· ωστόσο κανένας αρχαίος Έλληνας δεν θα αμφισβητούσε τη σοβαρότητά τους. Η Σαπφώ μιλά για τη θεά που, διαμέσου του έρωτα, κυβερνά τη ζωή της, και ξέρει πόσα της οφείλει.
Το ποίημα αυτό φωτίζει τη μέθοδο γραφής της Σαπφώς. Δεν μας λέει τίποτε για την έκταση ή για τη δομή άλλων ποιημάτων, γιατί αυτά μπορεί θαυμάσια να διαφέρουν από το προκείμενο, που έχει τον τύπο προσευχής και πρέπει να πληροί συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Και έτσι όμως μπορεί να χρησιμεύσει ως μαρτυρία για την τεχνική της σύνθεσης και να οδηγήσει σε ορισμένα συμπεράσματα. Πρώτον, παρουσιάζει μια μορφική ισορροπία. Και οι εξωτερικοί αλλά και οι εσωτερικοί όροι μιας προσευχής τηρούνται κανονικά. Στην "επίκληση" αφιερώνεται μια πλήρης στροφή, η αρχική· στην "παράκληση", μια πλήρης στροφή, η τελική· η "δικαίωση" καταλαμβάνει τον ενδιάμεσο χώρο. Η επίκληση εισάγει το θέμα του άγχους της Σαπφώς (ἄσαισι, ὀνίαισι), ενώ η παράκληση ξαναπιάνει το ίδιο θέμα (χαλέπαν μερίμναν). Στην έναρξη, η θεά παρακαλείται να μην δαμάσει τον θῦμον της Σαπφώς· στο τέλος, η Σαπφώ παρακαλεί να της δοθεί ό,τι λαχταρά ο θῦμος της. Η λέξη είναι βαρυσήμαντη και, θα λέγαμε, κεντρική. Είναι το πνεύμα που κρατά τη Σαπφώ ζωντανή, και για χάρη του αυτή παλεύει. Δεύτερο, η δικαίωση περιορίζεται ουσιαστικά σε μια μόνη πρόταση, με ανάπαυλες βέβαια που προσθέτουν ποικιλία, αλλά χωρίς καμία πλήρη διακοπή σε οποιοδήποτε σημείο. Το προηγούμενο δράμα της Αφροδίτης είναι μια και μοναδική μνήμη και εμπειρία, και η Σαπφώ την παρουσιάζει ως μια ενότητα. Αρχίζει με μια προσευχή της Σαπφώς και τελειώνει με τα λόγια της Αφροδίτης· από τη μεγαλοπρέπεια του Ολύμπου περνά σε μια γήινη σκηνή· έπειτα μετακινείται από το στοργικό πείραγμα στην επίσημη υπόσχεση. Οι αλλαγές αυτές πηγάζουν με τόση φυσικότητα από τη συγκεκριμένη κατάσταση, που περνούν σχεδόν απαρατήρητες, και μόνο στο τέλος νιώθουμε πόσες και πόσο ποικίλες νότες έχουν ακουστεί, και πόσο αβίαστα έγινε το πέρασμα από τη μια στην άλλη. Τρίτο, αν και η σαπφική στροφή δίνει στο ποίημα την εσωτερική της ρυθμική κίνηση, οι προτάσεις κυλούν με φορά σχεδόν αντίρροπη προς την κανονική εξέλιξη του ποιήματος. Πλήρης διακοπή υπάρχει μόνο στο τέλος της πρώτης, της έκτης και της τελευταίας στροφής - δηλαδή στο τέλος της επίκλησης, της δικαίωσης και της παράκλησης· οι υπόλοιπες στροφές ενοποιούνται χάρη στα περάσματα από τη μια στην άλλη. Όταν μια μικρότερη φραστική ενότητα καταλαμβάνει μόνη της ολόκληρη γραμμή (λ.χ.: μειδιαίσαισ'ἀθανάτωι προσώπωι), η υπογραμμισμένη σπουδαιότητά της τραβά αμέσως την προσοχή μας. Όταν ο ρυθμός ενός στίχου ταιριάζει απολύτως με τον ρυθμό κάποιου άλλου, π.χ. ο στίχος: καὶ γὰρ αἰ φεύγει, ταχέως διώξει, με το στίχο: αἰ δὲ μὴ φίλει, ταχέως φιλήσει, αισθανόμαστε ότι οι δύο υποσχέσεις είναι αλλά και παρουσιάζονται παράλληλες. Μπορούμε να αμφιβάλλουμε αν η Σαπφώ δούλευε πάντοτε με τον ίδιο τρόπο· ωστόσο, από αυτό το παράδειγμα μπορούμε να εκτιμήσουμε πόσο απόλυτα έλεγχε την τεχνική της και πόσο επιδέξια την έθεσε στην υπηρεσία των δυνατών συγκινήσεών της και της νηφάλιας παρατήρησής τους.