Ιστορίες της Ελληνικής γλώσσας 

Horrocks, G. Greek: a History of the Language and its Speakers. Addison Wesley Publishing Company. 

Γιάννης Βελούδης 

Horrocks, G. Ελληνικά: Ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών της. Μτφρ. Μ. Σταύρου & Μ. Τζεβελέκου. Αθήνα: Εστία. Σελ. 692. Τίτλος πρωτοτύπου Greek: A History of the Language and its Speakers (Λονδίνο & Νέα Υόρκη: Longman).

Εξώφυλλο

Συχνά ακούμε να γίνεται λόγος για τις «τύχες της ελληνικής στη μακραίωνη ιστορία της». Και μάλιστα, χωρίς να αντιδρούμε: η περιγραφή «τύχες» μας φαίνεται φυσική, αν όχι και ακριβής. Το πόσο μεταφορική είναι η χρήση της το καταλαβαίνουμε με το που θα πάρουμε στα χέρια μας το βιβλίο Ελληνικά: Ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών της[1], έργο που υπογράφεται από τον καθηγητή του Πανεπιστημίου του Cambridge Geoffrey Horrocks, έναν εξέχοντα μελετητή της ελληνικής, ιδιαίτερα γνωστό στο γλωσσολογικό κοινό των ετήσιων συναντήσεων του Τομέα Γλωσσολογίας του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ. Την «κεντρική ιδέα» του την υπαινίχθηκα ήδη, αποφατικά έστω: την ιστορική εξέλιξη της γλώσσας την οδηγούν εξωγλωσσικοί και ενδογλωσσικοί παράγοντες· με την ιστορική συγκυρία και τους γλωσσικούς νόμους σταθερά στο τιμόνι να δίνουν κάθε φορά τις συντεταγμένες των ανακατατάξεων και των ισορροπιών του συστήματος. Τα ελληνικά είναι η ιστορία της γλώσσας και των ομιλητών/ομιλητριών της, θα μπορούσαμε να πούμε, επαναφέροντας απλώς στο κείμενο τον ίδιο τον τίτλο του βιβλίου. Ας περάσουμε όμως πιο συγκεκριμένα στη διάρθρωσή του.

Μια προοιμιακή παρέκβαση στο ελληνικό αλφάβητο ακολουθούν τρία κύρια μέρη: Μέρος Ι: Αρχαία ελληνικά: Από τις Μυκήνες ως τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία· Μέρος ΙΙ: Βυζάντιο: Από τον Κωνσταντίνο Α΄ ως τον Μωάμεθ τον Πορθητή· Μέρος ΙΙΙ: Νέα ελληνική: Από την οθωμανική κυριαρχία στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Οι τομές που φαίνεται να προϋποθέτουν, ωστόσο, αποδεικνύονται την ίδια στιγμή μάλλον σχηματικές· τις υπονομεύει άλλωστε η ίδια η αρίθμηση των επιμέρους κεφαλαίων, δεκαεπτά συνολικά, που δεν διακόπτονται παρά μόνο από ενδιάμεσα συμπεράσματα, όπου ο συγγραφέας κρίνει απαραίτητο να τα παρεμβάλει - και πάντως όχι μόνο στο τέλος του κάθε Μέρους. Μπορούμε λοιπόν θεμιτά να μιλούμε για μία συνέχεια, από την αρχή μέχρι το τέλος του βιβλίου· μία, όπως και η ιστορική. Έχοντας κατά νου τη διευκόλυνση του/της αναγνώστη/-τριας, πάντως, θα τηρήσουμε την παραπάνω τριμερή κατανομή στη συνέχεια της παρουσίασης.

Το Μέρος Ι πραγματεύεται την προϊστορία και την πρώιμη ανάπτυξη της ελληνικής (κεφάλαιο 1), τις επίσημες και λογοτεχνικές πρότυπες διαλέκτους κατά την κλασική περίοδο (κεφάλαιο 2), την ανοδική πορεία της αττικής ως πρότυπης γλώσσας της λογοτεχνίας και της διοίκησης -«Μεγάλη αττική»- (κεφάλαιο 3), και ακόμη, δύο μεγάλα θέματα: την ελληνική στον ελληνιστικό κόσμο (κεφάλαιο 4) και την ελληνική στον ρωμαϊκό κόσμο (κεφάλαιο 5), με ιδιαίτερη έμφαση στην προφορική κοινή της ρωμαϊκής περιόδου (κεφάλαιο 6). Μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα ανήκουν σε αυτές τις περιόδους και ο συγγραφέας φροντίζει να μη λείψουν από την ύφανση της ιστορικής πορείας της ελληνικής: η κοινή ως προέκταση της Μεγάλης αττικής, οι πιέσεις της προς τις αρχαίες ελληνικές διαλέκτους (με τις γνωστές καταλυτικές συνέπειες), η διάδοση και η καθιέρωσή της στα ελληνιστικά βασίλεια ως επίσημης γλώσσας (με τη συνακόλουθη -και όχι «αναίμακτη»: ελληνιστική ποίηση, ασιανισμός, αττικισμός- διείσδυση στον χώρο της λογοτεχνίας) είναι μερικά από αυτά. Ο/η αναγνώστης/-τρια μπορεί, ωστόσο, εύκολα να εκτιμήσει το μέγεθος αυτών των αλλαγών, καθώς ο συγγραφέας έχει φροντίσει να προκαταβάλει γλωσσολογικά καίριες παρατηρήσεις όπως αυτή στην εισαγωγή του κεφαλαίου 2:


Μολονότι υπήρχαν, βέβαια, μέσα στη διάλεκτο κάθε πόλης διαφορές που οφείλονταν στην κοινωνική τάξη, την ηλικία και το φύλο, ελάχιστα στοιχεία υπάρχουν για να μπορεί κανείς να υποθέσει ότι υπήρχε έως την κλασική περίοδο κάποια ουσιαστική διαφορά ως προς το γόητρο ανάμεσα σε γεωγραφικά προσδιορισμένες ποικιλίες της ομιλούμενης ελληνικής. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρχε λόγος για μια τέτοια διαφοροποίηση, καθώς δεν υφίστατο ένα ενιαίο ελληνικό κράτος με τη συνακόλουθη πολιτιστική υπεροχή που συνδέεται τυπικά με τη διάλεκτο μιας κρατούσας τάξης μέσα σε μια ευρύτερη πολιτική δομή που υπερβαίνει τα όρια μεμονωμένων πόλεων.

Του/της αρκεί, άλλωστε, γι' αυτή την εκτίμηση να πολλαπλασιάσει το γεγονός-προα­νάκρουσμα που σημειώνεται στην κατάληξη του κεφαλαίου 3:


[…] υπήρχε η αθηναϊκή συνήθεια να αποστέλλονται άποικοι («κληρούχοι») στα εδάφη της αυτοκρατορίας, όπου ομιλητές της αττικής και της ιωνικής αναμειγνύονταν ελεύθερα. Και αντίστροφα, πολλοί ομιλητές της ιωνικής πήγαιναν αναγκαστικά στην Αθήνα για δουλειές, και μερικοί εγκαθίσταντο εκεί δίπλα σε άλλους «ξένους» που τους προσέλκυε η πόλη η οποία εξελισσόταν ως το κυριότερο εμπορικό και πνευματικό κέντρο του ελληνικού κόσμου. Οι αλλαγές που επακολούθησαν στην καθομιλούμενη της πόλης κατά τον 5ο αιώνα προκάλεσαν φυσικά τα παράπονα των γηραιότερων συντηρητικών κατοίκων σχετικά με την εκφυλισμένη κατάσταση της σύγχρονης γλώσσας[2].

Η καταμέτρηση των επακόλουθων γλωσσικών αλλαγών μεταφέρεται βέβαια στο πεδίο εκδήλωσής τους, στην προφορική κοινή (Αίγυπτος, Μικρά Ασία), είναι λεπτομερειακή και, το πιο σημαντικό, γίνεται με τους όρους και την ορολογία της σύγχρονης γλωσσολογίας: εξετάζονται κατά σειρά οι εγκλιτικές αντωνυμίες και η στροφή προς τη σειρά Ρήμα-Υποκείμενο-Αντικείμενο, οι αναλογικές πιέσεις στο ισχυρό κλιτικό παράδειγμα του αορίστου, καθώς και μείζονες τάσεις που αφορούν την αποδυνάμωση της δοτικής πτώσης (: οἱπαρά σε[αντί: σοι] θεοὶ), την καθιέρωση περιφράσεων για τον παθητικό μέλλοντα (: μέλλομεν σωθηναι), την υπονόμευση της διάκρισης μεταξύ ονομαστικής και αιτιατικής του πληθυντικού των συμφωνόληκτων (: λέγοντες αντί λέγοντας) και τη μερική συγχώνευση της 3ης με την 1η κλίση (: γυναικαν αντί γυναικα).

Η ανάδειξη της λατινικής σε παγκόσμια γλώσσα έμελλε να επιτείνει τις γλωσσικές αλλαγές - μερικές μάλιστα φαίνεται να γίνονται και με κοινό «βηματισμό»: «Η ελληνική επίδραση στη λατινική […] άρχισε να εκτείνεται όλο και περισσότερο, καθώς η δεύτερη απέκτησε τον ρόλο της παγκόσμιας γλώσσας. Η λατινική επίδραση στην ελληνική γλώσσα, αντιθέτως, ήταν πιο περιορισμένη», θα μας πει ο συγγραφέας (ενότητα 5.3)· και θα περάσει στην εξέταση φαινομένων όπως η μετατόπιση από τη σημασία 'ο ίδιος' στη σημασία 'αυτός' που εκδηλώνει η αντωνυμία αυτός από το τέλος του 2ου αιώνα μ.Χ., για να αναφερθώ σε ένα μόνο παράδειγμα - έχει μάλιστα ιδιαίτερη γλωσσολογική αξία, καθώς από μια άλλη άποψη αποτελεί και αντιμαρτυρία προς τη γνωστή στους/στις γλωσσολόγους υπόθεση της «μονοκατευθυντικότητας» [unidirectionality]. Οι επιπτώσεις της αμφιγλωσσίας [bilingualism] -για να υιοθετήσω και εγώ τον επιτυχημένο όρο-απόδοση που εισηγείται η ελληνική μετάφραση-, ο ανταγωνισμός ρωμανισμού και ελληνισμού, ο αττικισμός -ως τρόπος σκέψης μάλλον παρά ως δόγμα- και η απαστράπτουσα περίοδος της Δεύτερης Σοφιστικής του 3ου μ.Χ. αιώνα (αναβίωση της Πρώτης Σοφιστικής του 5ου π.Χ. αιώνα), οι γραμματικές και τα λεξικά του αττικισμού, η εύνοια των Ρωμαίων προς την κοινή ως επίσημη γλώσσα της διπλωματίας και της διοίκησης, η επίσημη γραφή στην περίοδο της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, η γραμματεία της «καθομιλουμένης» (Επίκτητος, Καινή Διαθήκη), η μεταγενέστερη χριστιανική φιλολογία και τα επίπεδα ύφους (η απλή κοινή των αποστολικών Πατέρων, η καλλιέργεια της «καλής» κοινής από τις αρχές του 3ου αιώνα και η επίδραση του αττικισμού) δίνουν την ευκαιρία στο συγγραφέα να παραθέσει ένα μεγάλο αριθμό αλλαγών, και να προδιαγράψει τις εξελίξεις που χαρακτήριζαν την «καθημερινή» ελληνική της ρωμαϊκής περιόδου. Οι ενότητες που ακολουθούν στο τελευταίο κεφάλαιο του Μέρους Ι (κεφάλαιο 6) είναι ιδιαίτερα διαφωτιστικές για την εικόνα της προφορικής κοινής στην ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο. Αποσπάσματα παπυρικών επιστολών από τις αρχές του 2ου αιώνα ως τα τέλη του 4ου αιώνα μ.Χ. βοηθούν με τις μαρτυρίες τους τον συγγραφέα να ξετυλίξει το κουβάρι των κυριότερων εξελίξεων στο φωνηεντικό και συμφωνικό σύστημα[3] αλλά και μιας σειράς αλλαγών που καταγράφεται στη συνέχεια: εμφάνιση ρημάτων ελέγχου με συμπλήρωμα που εισάγει ο τελικός σύνδεσμος να αντί της απαρεμφατικής δομής, απώλεια του -ο- σε ορισμένες κατηγορίες δευτερόκλιτων ονομάτων (π.χ. Ἀντώνιος > Ἀντώνις, παιδίον > παιδίν), συγχώνευση αορίστου και παρακειμένου, σύγχυση δοτικής και γενικής, εξασθένηση των τριτόκλιτων μετοχών - φαινόμενο που θα οδηγήσει στην ανάδυση της άκλιτης επιρρηματικής μετοχής-γερουνδίου σε -όντα σε λαϊκές ποικιλίες της ύστερης αρχαιότητας και της πρώιμης μεσαιωνικής ελληνικής.

Στο Μέρος ΙΙ η αυλαία ανοίγει με ένα ιστορικό προοίμιο (κεφάλαιο 7) που καλύπτει τις περιπέτειες της ύστερης ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, τον τυπικό διαχωρισμό της το 395, την εποχή της μετάβασης με τον Ιουστινιανό (: «στα τέλη του 6ου αιώνα ήταν ήδη δύσκολο να βρεθεί κάποιος που μπορούσε να μεταφράσει λατινικά»), τους «σκοτεινούς χρόνους» που κράτησαν από τον 7ο μέχρι τα μέσα του 9ου αιώνα (: εικονομαχία, αναγέννηση και παρακμή), την όψιμη βυζαντινή περίοδο μέχρι την τελική πτώση:


Από τη στιγμή αυτή και μέχρι τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας του ελληνικού βασιλείου τον 19ο αιώνα δεν υπήρχε ελληνικό κράτος, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των Ελλήνων αναγκάστηκαν να παλέψουν σκληρά για να επιβιώσουν σε ένα περιβάλλον απολυταρχισμού και σχεδόν ολοκληρωτικής άγνοιας των εξελίξεων στην τέχνη, τον πολιτισμό και την τεχνολογία - οι οποίες σύντομα άρχισαν να διαμορφώνουν τον δυτικό κόσμο.

Αφήνοντας όμως προς το παρόν τον εφιάλτη αυτού του ασφυκτικού σκηνικού, μπορούμε να αναρωτηθούμε ποια ήταν η θέση της ελληνικής στο διάστημα των δέκα περίπου αιώνων της βυζαντινής κυριαρχίας. Αυτό ακριβώς είναι και το αντικείμενο του κεφαλαίου 8. Η δειλή εμφάνιση μιας ιδιαίτερης «ελληνικής» συνείδησης κατά την πρώιμη βυζαντινή περίοδο (η ελληνική φαίνεται να ήταν τότε η μητρική γλώσσα μόνο του ενός τρίτου του πληθυσμού της αυτοκρατορίας), που μέχρι τον 10ο αιώνα έμελλε να εξελιχθεί σε «μια ιδιαίτερη "ανατολική ρωμαϊκή" ταυτότητα με βάση μια αναγνωρισμένη πολιτιστική και γλωσσική διαδικασία εξελληνισμού που είχε διαφοροποιήσει την άρχουσα τάξη σε αυτό το τμήμα της αυτοκρατορίας από τους Ρωμαίους της Δύσης σχεδόν τριακόσια χρόνια πριν»[4](ενότητα 8.3), αλλά και τα γλωσσικά επακόλουθα της ανάδυσης της «ελληνικής» ταυτότητας κατά την ύστερη περίοδο, είναι τα πρώτα σχετικά θέματα:


[…] μετά τις στρατιωτικές καταστροφές στα τέλη του 11ου αιώνα, μια νέα αττικιστική αναβίωση μεγάλωσε το χάσμα μεταξύ της ομιλούμενης και της έντεχνης ελληνικής σε ένα βαθμό άνευ προηγουμένου. Σαν τον αρχαίο του πρόγονο, ο νέος αυτός αττικισμός, σε συνθήκες όπου το Βυζάντιο έπρεπε να αντιμετωπίσει την τουρκική/ισλαμική Ανατολή και τη λατινική/καθολική Δύση, συνιστούσε μια άκαμπτη επιβεβαίωση της αντίληψης ότι η «ελληνική» ταυτότητα επικυρώνεται από τα επιτεύγματα του παρελθόντος. (ενότητα 8.4.2).

Αλλά η αγωνία για εθνικό αυτοπροσδιορισμό δεν αναζήτησε μόνο αυτή τη διέξοδο:


Συχνά η ανάγκη για νέους τρόπους ερμηνείας του κόσμου ανακύπτει πρώτα σε περιόδους κρίσης, οι οποίες αποκαλύπτουν τους περιορισμούς των παραδοσιακών τρόπων σκέψης. Κατά συνέπεια, δεν είναι τυχαίο ότι ένας λογοτεχνικός πειραματισμός υψίστης σημασίας επρόκειτο να πραγματοποιηθεί τον 12ο αιώνα, όταν οι Βυζαντινοί, συγκλονισμένοι από την απώλεια της Μικράς Ασίας, άρχισαν να επαναπροσδιορίζουν την ταυτότητά τους και το ρόλο τους στον κόσμο (ενότητα 8.4.3).

Ο Διγενής Ακρίτας και τα Πτωχοπροδρομικά ποιήματα ανήκουν στους πρώτους πειραματισμούς με τη δημώδη γλώσσα, που πρόλαβε να γνωρίσει και μια μικρή συνέχεια (το Χρονικό των Τόκκων και το Χρονικό του Μωρέως είναι τα γνωστότερα δείγματα) πριν υποχωρήσει στη μεικτή γλώσσα των μυθιστορημάτων «που αντανακλά ένα μακρινό προφορικό υπόβαθρο, αλλά η ίδια δεν έχει πρωτίστως προφορική προέλευση» (ενότητα 8.4.5). Οι υπόλοιπες ενότητες του κεφαλαίου αναφέρονται στις παραλλαγές της βυζαντινής γραφής μέσου ύφους που αποτελούν συνέχεια της τεχνικής, φιλοσοφικής και επιστημονικής κοινής της ύστερης αρχαιότητας· τα ακαδημαϊκά και εκκλησιαστικά ελληνικά, η επίσημη και η διοικητική ελληνική, τα πρακτικής φύσης κείμενα της μέσης περιόδου, οι χρονογραφίες, η χριστιανική ερμηνευτική γραμματεία και τα αγιολογικά έργα, το νέο γραπτό πρότυπο της κοινής στην ύστερη αυτοκρατορία, είναι τα συγκεκριμένα θέματα που τις απασχολούν. Το κεφάλαιο καταλήγει με το φαινόμενο της Βαλκανικής Γλωσσικής Ένωσης (Sprachbund), τη σύγκλιση που εμφανίζουν η ελληνική, η αλβανική, η ρουμανική, η σερβική, η βουλγαρική και η παραλλαγή της που μιλιέται στη FYROM παρά τις γενεαλογικές τους διαφορές, χάρη στην παρατεταμένη τους συνύπαρξη κάτω από την ομπρέλα της βυζαντινής πολιτικής και πολιτισμικής (: ορθόδοξη Εκκλησία) κυριαρχίας. Η αντικατάσταση των απαρεμφατικών συμπληρωμάτων των ρημάτων ελέγχου από προτάσεις με υποτακτική και ο σχηματισμός του μέλλοντα με ένα συντετμημένο άκλιτο στοιχείο που ανάγεται στη ρηματική σημασία 'θέλω' φαίνεται να συνιστούν τη συμβολή της ελληνικής στην ομάδα αυτών των τοπικών γλωσσικών νεωτερισμών. Και η ανάλυση των σχετικών διαδικασιών, όπως και μιας σειράς άλλων, π.χ. της ανάδυσης (πολύ αργότερα) του παρακειμένου, συνιστά γόνιμη συμβολή του συγγραφέα στον ευρύτερο γλωσσολογικό προβληματισμό - άσχετα αν γίνεται ή όχι ομόφωνα αποδεκτή.

Τα επόμενα τέσσερα κεφάλαια διαστέλλουν μια σειρά θέματα που έχουν εντωμεταξύ θιγεί σε αυτό το Μέρος: η βυζαντινή γραμματεία, το μέσο ύφος, η ομιλούμενη ελληνική, τα κείμενα στη δημώδη εξετάζονται καταλεπτώς. Η εξέταση μάλιστα είναι ακριβοδίκαια μοιρασμένη - και όχι ανιστόρητα αποκομμένη: δύο κεφάλαια (9 και 10) για τη γραπτή ελληνική και δύο κεφάλαια (11 και 12) για την προφορική ελληνική με σαφείς τις ενδιάμεσες γέφυρες. «[Τ]ο φάσμα των κειμένων μέσου γλωσσικού επιπέδου στο Βυζάντιο», θα μας πει ο συγγραφέας συνοψίζοντας τα τεκμήρια της γραπτής, «δεν αποτελούσε προϊόν μιας λίγο πολύ άτεχνης αρχαϊστικής τάσης, αλλά μάλλον αντανακλούσε μια αδιάκοπα εξελισσόμενη παράδοση που υπόκεινταν σε συμβάσεις οι οποίες ρύθμιζαν την ανάμειξη του αρχαίου με το νέο ανάλογα με την περίοδο, το γλωσσικό επίπεδο και το ύφος. Αν και οι καλλιεργημένοι Βυζαντινοί δεν έγραψαν στη λόγια δημώδη του καιρού τους, χρησιμοποίησαν ωστόσο ποικιλίες που αντανακλούσαν και τις συμβάσεις των σχετικών γραπτών παραδόσεων και τους "φυσικούς" κανόνες της σύγχρονης ομιλούμενης ελληνικής μέσα σε μια συνεχιζόμενη διαδικασία εξέλιξης και συμβιβασμών» (ενότητα 10, 8). Και η ομιλούμενη ελληνική αυτής της περιόδου; «Αν και είναι σαφές», απαντά ο συγγραφέας, «ότι η ομιλούμενη ελληνική άλλαξε σημαντικά κατά τη μεσαιωνική περίοδο -με μια σημαντική αύξηση της κατά τόπους ετερογένειας ανάμεσα στους αναλφάβητους ομιλητές των χαμηλότερων κοινωνικών τάξεων-, η συνεχιζόμενη παρουσία του βυζαντινού κράτους και των θεσμών του (πρωτίστως του εκπαιδευτικού συστήματος, της διοίκησης και της ορθόδοξης Εκκλησίας) εξασφάλιζε ότι η εξέλιξη γενικά της προφορικής γλώσσας υπόκεινταν στους περιορισμούς που σχετίζονταν με τη γνώση της γραπτής γλώσσας στις ποικίλες της μορφές ή, έστω, με την έκθεση στη γραπτή γλώσσα (κυρίως στη γλώσσα της θείας λειτουργίας, η οποία είχε καθολική επιρροή)». Και λίγο πιο κάτω:


Έτσι, τα πρώιμα μεσαιωνικά ελληνικά, αντίθετα από τα λατινικά, δεν διασπάστηκαν σε τοπικές διαλέκτους - οι οποίες αργότερα θα αποκτούσαν επίσημο χαρακτήρα και θα εξελίσσονταν σε ξεχωριστές γλώσσες ανεξάρτητων κρατών (ενότητα 11.9).

Γλωσσικοί περιορισμοί λοιπόν αλλά και γλωσσικές εξελίξεις· δύο αντίρροπα φαινόμενα μοιάζει να ισορροπούν στο τεντωμένο σχοινί ενός «ελάχιστου κοινού πολλαπλάσιου»: της γλωσσικής συνέχειας. Μια σειρά φωνητικών αλλαγών που είχαν αρχίσει να κάνουν δειλά την εμφάνισή τους ήδη από την αρχαιότητα ολοκληρώνονται με ορατές πια συνέπειες για τη γραμματική, παγιώνεται η απόκλιση των λεγόμενων «βόρειων» διαλέκτων (: με κάποιες διαφοροποιήσεις, τα άτονα «πρότυπα» /i/ και /u/ χάνονται, ενώ τα άτονα «πρότυπα» /e/ και /o/ «κλείνουν» σε /i/ και /u/), οι μεταβολές στην ονοματική και τη ρηματική μορφολογία και σύνταξη παίρνουν τη μορφή αλυσιδωτών αντιδράσεων με καταλύτη το δίδυμο αναλογία-απλοποίηση -διαγλωσσικά γνωστό για την «εξορθολογιστική» του δραστικότητα και δράση. Το κεφάλαιο 12, τελευταίο του Μέρους ΙΙ, ζητά ακριβώς να θέσει τον δάκτυλο «επί τον τύπον των ήλων» διατρέχοντας δημώδη κείμενα της πρώιμης και μέσης περιόδου (πρωτοβουλγαρικές επιγραφές, «ευφημίες»), του 12ου αιώνα (έπος του Διγενή Ακρίτα, Πτωχοπρόδρομος), του 14ου και 15ου αιώνα (Χρονικό του Μορέως, μεταφρασμένα μυθιστορήματα), και της πρώιμης λογοτεχνίας της κυπριακής και της κρητικής διαλέκτου.

Το Μέρος ΙΙΙ ακολουθεί, και μάλιστα αναδιπλασιασμένη όπως θα δούμε σε λίγο, τη δομή του προηγούμενου Μέρους. Στην αρχή (κεφάλαιο 13: η οθωμανική κυριαρχία και ο πόλεμος της ανεξαρτησίας) απλώνεται μπροστά μας ο ιστορικός χάρτης-πεδίο μιας ταραγμένης γλωσσικής διαδρομής που διακλαδίζεται στη συνέχεια ανάμεσα στην ομιλούμενη (κεφάλαιο 14) και τη γραφόμενη (κεφάλαιο 15) ελληνική· επιμέρους ζητήματα του πρώτου σκέλους: η επίδραση της τουρκικής, οι διάλεκτοι της νέας ελληνικής (τοπικές δημώδεις της κεντρικής περιοχής, οι κατωιταλικές διάλεκτοι, η ελληνική στα Δωδεκάνησα, την Κύπρο και την Κρήτη, η ελληνική του Πόντου και της Καππαδοκίας) και τα δημοτικά τραγούδια· επιμέρους ζητήματα του δεύτερου σκέλους: η επίδραση του διαφωτισμού, η σύγχρονη «δημοτική» και οι ρίζες του γλωσσικού ζητήματος. Όταν οι διανοούμενοι Έλληνες άρχισαν να έρχονται σε επαφή με τα μηνύματα της εποχής και προσπάθησαν να ξαναζωντανέψουν την ελληνική παιδεία, μας εξηγεί ο συγγραφέας, ήρθαν αντιμέτωποι με ένα δίλημμα:


Έπρεπε η ελληνική προσπάθεια αναγέννησης να ακολουθήσει το πρότυπο των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, με την εθνική γλώσσα βασισμένη σε μια σύγχρονη ποικιλία που είχε πρώτα καταστεί αντικείμενο επεξεργασίας, στη συνέχεια κωδικοποιηθεί και τελικά προωθηθεί ως «πρότυπη»; Ή έπρεπε η εθνική πρότυπη γλώσσα να βασιστεί στην αρχαία γραπτή γλώσσα, με τη συνεχή της παράδοση και το εγγενές της κύρος; Η άποψη των Ελλήνων της διασποράς ήταν γενικά «προοδευτική», ενώ στην πλειονότητά τους οι «συντηρητικοί» -μερικοί από τους οποίους ενθαρρύνθηκαν σε μεγάλο βαθμό από την αναβίωση των κλασικών γραμμάτων στην Ευρώπη ώστε σχεδίαζαν την επανεισαγωγή της αρχαίας ελληνικής - ήταν συγκεντρωμένοι στην οθωμανική πρωτεύουσα και τους παραδουνάβιους δορυφόρους της (αν και οι δορυφόροι αυτοί, όπως σημειώθηκε, δεν ήταν αποκλειστικά επάλξεις συντηρητισμού) (ενότητα 15.4).

Το δίλημμα παραμένει αιωρούμενο πάνω από το κεφάλι του/της αναγνώστη/-τριας, όσο να απλώσει ο συγγραφέας μπροστά του /της τον ιστορικό χάρτη-πεδίο του νέου ελληνικού κράτους (κεφάλαιο 16: ο θρίαμβος των εδαφικών κατακτήσεων, η μικρασιατική καταστροφή με τα επακόλουθά της, η δικτατορία του Παγκάλου, ο αγώνας εναντίον του άξονα, ο εμφύλιος σπαραγμός, η ανασυγκρότηση, οι συνταγματάρχες και η αποκατάσταση της δημοκρατίας). Για να επανέλθει αμέσως μετά (κεφάλαιο 17), με σημεία αναφοράς τον Κοραή της μέσης οδού, τον Σολωμό του ημιτελούς Διαλόγου, την καθαρεύουσα της «Παλιάς Αθηναϊκής Σχολής» και το δημοτικιστικό πρόγραμμα του γλωσσολόγου Ψυχάρη (Το ταξίδι μου), την πρόοδο του δημοτικισμού, την κρίση στο πρώτο και τελική επίλυση στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα, και, τέλος, την πρότυπη νέα ελληνική. Και εδώ είναι που τα Ελληνικά του συγγραφέα συναντούν την τρέχουσα επικαιρότητα του/της αναγνώστη/-τριας. Το ακόλουθο παράθεμα από την τελευταία τους ενότητα είναι χαρακτηριστικό:


Πολύ πρόσφατα, αναζωπυρώθηκε η ανησυχία για τις καταστροφικές συνέπειες των ξένων δανείων (κυρίως τώρα από την αγγλική) και ανακινήθηκε η διαμάχη που οδήγησε σε αναθεώρηση της σχέσης μεταξύ της αρχαίας και της νέας ελληνικής και τη θέση της αρχαίας στο σχολείο.

Ακόμη χαρακτηριστικότερη είναι όμως η ακροτελεύτια περίοδος:


Κάθε δυσαρέσκεια στους λογοτεχνικούς κύκλους με τους ανάμεικτους τύπους της νέας κοινής είναι εξίσου φυσική με τη δυσφορία των δημιουργικών συγγραφέων της Αλεξάνδρειας των Πτολεμαίων σε σχέση με την κλασική ελληνική, και όλοι μας ελπίζουμε ότι σύντομα θα υπάρξει εξίσου γενική αποδοχή του γεγονότος ότι οι μόνες τέλεια προτυποποιημένες γλώσσες είναι οι νεκρές, και ότι ο πειραματισμός, η διαφορετικότητα και η αλλαγή είναι περισσότερο πηγή χαράς παρά ανησυχίας.

Πέρα από την καθιερωμένη πια αναφορά στη μετάφραση (στην περίπτωσή μας σίγουρα πρόκειται για μεταφραστικό άθλο - τα συχνά πυκνά αποσπάσματα που φρόντισα να παραθέσω αρκούν, νομίζω, για να τεκμηριώσουν το χαρακτηρισμό), κράτησα για το τέλος της παρουσίασης κάτι που βρίσκεται στην αρχή του βιβλίου: τη βαθυστόχαστη εισαγωγή των μεταφραστριών Μελίτας Σταύρου και Μαρίας Τζεβελέκου. Και αυτό όχι χωρίς λόγο: καθώς «αποκρυπτογραφεί» γλωσσολογικά το κείμενο του συγγραφέα, πιστεύω ότι η συμβολή της ολοκληρώνεται πράγματι, αν της αναθέσουμε και επιλογικό ρόλο· αν επιστρέψουμε και πάλι σε αυτήν, αφού θα έχουμε εντωμεταξύ διατρέξει τα 17 κεφάλαια των Ελληνικών.

1 Δεν ξέρω σε ποια καλά πνεύματα οφείλουμε το «ποδαρικό» αυτής της χρονιάς, μια εικοσαετία μετά την επίσημη καθιέρωση της δημοτικής. Το 1997 όντως στάθηκε ιδιαίτερα γενναιόδωρο: να μην ξεχνούμε και τη Γραμματική των D. Holton, P. Mackridge & I. Philippaki-Warburton (A Comprehensive Grammar of the Modern Greek Language), ένα από τα γλωσσολογικά δώρα που επίσης μας έφερε.

2 «Παράπονα» που από τότε δεν έπαψαν να λείπουν. (Και σημειώνοντας αυτή την επιμονή δεν έχω υπόψη μου μόνο το διάστημα των λίγων αιώνων που μεσολάβησαν μέχρι την κορύφωση της αντίδρασης με το κίνημα του αττικισμού (βλ. παρακάτω), αλλά και τη μετέπειτα συνέχειά της, με αυτή ή εκείνη την ένταση και αυτόν ή εκείνον τον τρόπο, μέχρι και τις μέρες μας).

3 Αλλαγές που ο/η αναγνώστης/-τρια παρακολουθεί να εκδηλώνονται on line, καθώς ο συγγραφέας έχει από την αρχή φροντίσει να παραθέτει δίπλα στην –κρυπτική/παραπλανητική– ορθογραφική εκδοχή των κειμένων-τεκμηρίων και την –αποκαλυπτική– φωνητική τους καταγραφή. Κάποιες αδυναμίες που έχουν επισημανθεί από τη βιβλιοκρισία του Julián Méntez Dosuna (Journal of Greek Linguistics 1, 2000: 274-295) βελτιώνουν απλώς, και με κανένα τρόπο δεν αναιρούν, το αποτέλεσμα.

4 Να μη ξεχνούμε ότι ο Ιουστινιανός θεωρούσε ως μητρική του γλώσσα τη λατινική.

Τελευταία Ενημέρωση: 23 Δεκ 2024, 13:20