ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ [1] Είναι αλήθεια, πατέρα, αυτά που λένε, πως κάποιος πήγε και ρίχτηκε στη φωτιά μπροστά σε όλο τον κόσμο στους Ολυμπιακούς αγώνες, ένας άνθρωπος ήδη γέροντας, καθόλου παρακατιανός σε τέτοιου είδους θαυματουργήματα; Μας τα διηγήθηκε η Σελήνη, που έλεγε πως τον είδε η ίδια να καίγεται. ΔΙΑΣ Ασφαλώς και είναι αληθινά, Απόλλωνα· και μακάρι ποτέ να μη συνέβαιναν. ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ Τόσο ενάρετος ήταν ο γέροντας, και δεν του άξιζε να πεθάνει στη φωτιά; ΔΙΑΣ Ίσως να ήταν κι αυτό. Εγώ πάντως θυμάμαι πως πέρασα μια εξαιρετικά αηδιαστική εμπειρία από τη δυσάρεστη τσίκνα, που ήταν φυσικό να αναδύεται από ανθρώπινα σώματα που ψήνονταν. Αν λοιπόν δεν σηκωνόμουν αμέσως, όπως ήμουν, να φύγω στην Αραβία, να ᾽σαι σίγουρος πως θα είχα πεθάνει απ᾽ αυτόν τον απαίσιο καπνό. Και παρόλα αυτά, μέσα σε τόση ευωδιά και αφθονία αρωμάτων και πάμπολλο λιβάνι, μόλις και μετά βίας μπόρεσαν τα ρουθούνια μου να ξεχάσουν και να ξεσυνηθίσουν τη βρομιά εκείνης της μυρωδιάς. Αλλά και τώρα κοντεύει να με πιάσει ναυτία, καθώς τη θυμήθηκα. ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ [2] Τί όμως ήθελε, Δία, κι έκανε τέτοιο πράγμα στον εαυτό του; Και τί το καλό υπήρχε στο να καρβουνιάσει πέφτοντας στη φωτιά; ΔΙΑΣ Γι᾽ αυτό, παιδί μου, θα μπορούσες να κατηγορήσεις πρωτύτερα και τον Εμπεδοκλή, που πήδησε και ο ίδιος μέσα στους κρατήρες στη Σικελία. ΑΠΟΛΛΩΝΑΣ Μιλάς για μια φοβερή κατάθλιψη. Αυτός όμως για ποιόν λόγο άραγε είχε αυτή την επιθυμία; ΔΙΑΣ Θα σου μεταφέρω έναν λόγο που ο ίδιος διακήρυξε μπροστά στο συγκεντρωμένο πλήθος, δικαιολογώντας σ᾽ αυτούς τον τρόπο του θανάτου του. [3] Είπε δηλαδή, αν θυμάμαι καλά,— αλλά ποιά είναι αυτή που πλησιάζει βιαστικά, ταραγμένη και δακρυσμένη, σαν να είναι θύμα μιας μεγάλης αδικίας; Μάλλον είναι η Φιλοσοφία, και φωνάζει αγανακτισμένη το δικό μου όνομα. Γιατί κλαις, κόρη μου; Και γιατί εγκατέλειψες τον κόσμο κι ήρθες εδώ; Μήπως τάχα οι απαίδευτοι έχουν συνωμοτήσει και πάλι εναντίον σου, όπως παλαιότερα, τότε που θανάτωσαν τον Σωκράτη, τον οποίο είχε κατηγορήσει ο Άνυτος, και γι᾽ αυτό απομακρύνεσαι απ᾽ αυτούς; ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Τίποτε παρόμοιο, πατέρα μου. Αντίθετα εκείνοι, ο πολύς κόσμος, με επαινούσαν και με είχαν σε υπόληψη, με σέβονταν και με θαύμαζαν και λίγο έλειπε να αρχίσουν να με προσκυνούνε, παρόλο που δεν καταλάβαιναν και πολύ καλά τί έλεγα. Οι άλλοι όμως —πώς θα μπορούσα να το πω;— αυτοί που ισχυρίζονται πως είναι σύντροφοι και φίλοι μου, και παρουσιάζονται με το δικό μου όνομα, εκείνοι μου φέρθηκαν με τον πιο φοβερό τρόπο.
|