ΕΡΜΗΣ [1] Γιατί γελάς, Χάροντα; Και γιατί εγκατέλειψες το καράβι σου και ανέβηκες εδωπέρα στον τόπο μας, ενώ δεν συνηθίζεις να απασχολείσαι συχνά με τις υποθέσεις του επάνω κόσμου; ΧΑΡΟΝΤΑΣ Πεθύμησα, Ερμή, να δω τί λογής είναι αυτά που διαδραματίζονται στη ζωή και τί κάνουν οι άνθρωποι όσο ζούνε, και τί επιτέλους στερούνται και θρηνούν, όταν κατεβαίνουνε σ᾽ εμάς· γιατί κανένας τους δεν πέρασε με το πλεούμενο απέναντι χωρίς να κλαίει. Ζήτησα λοιπόν από τον Άδη κι εγώ, όπως εκείνος ο νεαρός από τη Θεσσαλία, να αφήσω για μια μέρα τις υποχρεώσεις μου στο καράβι, και ανέβηκα στο φως, και μου φαίνεται πως σε συνάντησα τη στιγμή που έπρεπε. Γιατί, το ξέρω καλά, θα έρθεις να τριγυρίσουμε μαζί, και θα με ξεναγήσεις και θα μου δείξεις το καθετί, μια και τα ξέρεις όλα. ΕΡΜΗΣ Δεν έχω καιρό, περαματάρη, γιατί πηγαίνω να υπηρετήσω τον επάνω Δία σε κάποια από τις υποθέσεις των ανθρώπων. Κι αυτός είναι και οξύθυμος, και φοβάμαι μήπως, αν καθυστερήσω, με αφήσει να είμαι εντελώς δικός σας, παραδίδοντάς με στο πυκνό σκοτάδι, ή μήπως —όπως έκανε παλαιότερα στον Ήφαιστο— μ᾽ αρπάξει από το πόδι και με πετάξει απ᾽ το κατώφλι το θεϊκό, με αποτέλεσμα να αρχίσω να κουτσαίνω και να προκαλώ το γέλιο κι εγώ κάνοντας τον οινοχόο. ΧΑΡΟΝΤΑΣ Και θα με αφήσεις να τριγυρνώ άσκοπα πάνω στη γη, και μάλιστα ενώ είσαι σύντροφος και συνταξιδιώτης και συγκαθοδηγητής των νεκρών; Αλλά θα ήταν καλό, γιε της Μαίας, να θυμόσουν τουλάχιστον εκείνα, ότι δηλαδή ποτέ ως τώρα δεν σου ζήτησα είτε να χειρίζεσαι την αντλία είτε να κωπηλατείς. Αντίθετα, εσύ ροχαλίζεις ξαπλωμένος στο κατάστρωμα, ενώ έχεις τόσο δυνατούς ώμους, ή, αν βρεις κάποιον φλύαρο νεκρό, συζητάς μ᾽ εκείνον σ᾽ ολόκληρο το ταξίδι, ενώ εγώ, που είμαι και ηλικιωμένος, κωπηλατώ μόνος μου με τα δυο κουπιά. Αλλά για όνομα του πατέρα σου, αγαπημένε μου Ερμούλη, μη με εγκαταλείψεις, αλλά κάνε μου μια περιήγηση σε όλα όσα διαδραματίζονται στη ζωή, ώστε να γυρίσω πίσω έχοντας δει και κάτι. Γιατί, αν με αφήσεις, δεν θα διαφέρω σε τίποτε από τους τυφλούς, μια και, όπως εκείνοι σκοντάφτουν γλιστρώντας μέσα στο σκοτάδι, έτσι κι εγώ, αντίθετα, θαμπώνομαι από το φως. Κάνε μου λοιπόν τη χάρη, Κυλλήνιε, κι εγώ θα το θυμάμαι για πάντα. ΕΡΜΗΣ [2] Αυτή εδώ η υπόθεση θα γίνει αιτία να με δείρουνε. Ήδη προβλέπω ότι τον μισθό της περιήγησης δεν θα τον πάρω χωρίς καθόλου γρονθοκοπήματα. Παρ᾽ όλα αυτά πρέπει να σε εξυπηρετήσω. Τί τάχα μπορεί κανείς να κάνει, όταν ένας καλός του φίλος τον πιέζει; Να τα δεις λοιπόν όλα, περαματάρη, το καθένα χωριστά, είναι εντελώς αδύνατο. Η διαδικασία θα διαρκούσε πολλά χρόνια. Έπειτα για μένα θα χρειαζόταν να βγάλει προκήρυξη ο Δίας, σαν να έχω δραπετεύσει, κι εσύ ο ίδιος δεν θα μπορούσες να εκτελείς τα έργα του Θανάτου και θα ζημίωνες το βασίλειο του Πλούτωνα, καθώς δεν θα μετέφερες τους νεκρούς για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και μετά ο τελώνης Αιακός θα αγανακτούσε που δεν θα κέρδιζε ούτε έναν οβολό. Αυτό λοιπόν που πρέπει να σκεφτούμε είναι πώς θα μπορέσεις να δεις τα σημαντικότερα απ᾽ όσα γίνονται. ΧΑΡΟΝΤΑΣ Εσύ ο ίδιος, Ερμή, να σκεφτείς το καλύτερο σχέδιο. Εγώ δεν γνωρίζω τίποτε απ᾽ όσα γίνονται πάνω στη γη, μια και είμαι ξένος. ΕΡΜΗΣ Πρώτα απ᾽ όλα, Χάροντα, θα μας χρειαστεί ένα υπερυψωμένο σημείο, ώστε από κει να τα δεις όλα. Αν σου ήταν δυνατό να ανεβείς στον ουρανό, δεν θα ταλαιπωρούμασταν καθόλου· θα τα έβλεπες όλα εντελώς ξεκάθαρα από πανοραμική θέση. Επειδή όμως δεν επιτρέπεται εσύ, που συναναστρέφεσαι συνεχώς με φαντάσματα νεκρών, να έχεις πρόσβαση στα ανάκτορα του Δία, θα πρέπει να αναζητήσουμε ένα ψηλό βουνό. –
|