Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Χάρων ἢ Ἐπισκοποῦντες (1-2)


ΕΡΜΗΣ
[1] Τί γελᾷς, ὦ Χάρων; ἢ τί τὸ πορθμεῖον ἀπολιπὼν δεῦρο ἀνελήλυθας εἰς τὴν ἡμετέραν οὐ πάνυ εἰωθὼς ἐπιχωριάζειν τοῖς ἄνω πράγμασιν;
ΧΑΡΩΝ
Ἐπεθύμησα, ὦ Ἑρμῆ, ἰδεῖν ὁποῖά ἐστι τὰ ἐν τῷ βίῳ καὶ ἃ πράττουσιν οἱ ἄνθρωποι ἐν αὐτῷ ἢ τίνων στερούμενοι πάντες οἰμώζουσι κατιόντες παρ᾽ ἡμᾶς· οὐδεὶς γὰρ αὐτῶν ἀδακρυτὶ διέπλευσεν. αἰτησάμενος οὖν παρὰ τοῦ Ἅιδου καὶ αὐτὸς ὥσπερ ὁ Θετταλὸς ἐκεῖνος νεανίσκος μίαν ἡμέραν λιπόνεως γενέσθαι ἀνελήλυθα ἐς τὸ φῶς, καί μοι δοκῶ εἰς δέον ἐντετυχηκέναι σοι· ξεναγήσεις γὰρ εὖ οἶδ᾽ ὅτι με συμπερινοστῶν καὶ δείξεις ἕκαστα ὡς ἂν εἰδὼς ἅπαντα.
ΕΡΜΗΣ
Οὐ σχολή μοι, ὦ πορθμεῦ· ἀπέρχομαι γάρ τι διακονησόμενος τῷ ἄνω Διὶ τῶν ἀνθρωπικῶν· ὁ δὲ ὀξύθυμός τέ ἐστι καὶ δέδια μὴ βραδύναντά με ὅλον ὑμέτερον ἐάσῃ εἶναι παραδοὺς τῷ ζόφῳ, ἢ ὅπερ τὸν Ἥφαιστον πρῴην ἐποίησε, ῥίψῃ κἀμὲ τεταγὼν τοῦ ποδὸς ἀπὸ τοῦ θεσπεσίου βηλοῦ, ὡς ὑποσκάζων γέλωτα παρέχοιμι καὶ αὐτὸς οἰνοχοῶν.
ΧΑΡΩΝ
Περιόψει οὖν με ἄλλως πλανώμενον ὑπὲρ γῆς, καὶ ταῦτα ἑταῖρος καὶ σύμπλους καὶ συνδιάκτορος ὤν; καὶ μὴν καλῶς εἶχεν, ὦ Μαίας παῖ, ἐκείνων γοῦν σε μεμνῆσθαι, ὅτι μηδεπώποτέ σε ἢ ἀντλεῖν ἐκέλευσα ἢ πρόσκωπον εἶναι· ἀλλὰ σὺ μὲν ῥέγκεις ἐπὶ τοῦ καταστρώματος ἐκταθεὶς ὤμους οὕτω καρτεροὺς ἔχων, ἢ εἴ τινα λάλον νεκρὸν εὕροις, ἐκείνῳ παρ᾽ ὅλον τὸν πλοῦν διαλέγῃ· ἐγὼ δὲ πρεσβύτης ὢν τὴν δικωπίαν ἐρέττω μόνος. ἀλλὰ πρὸς τοῦ πατρός, ὦ φίλτατον Ἑρμάδιον, μὴ καταλίπῃς με, περιήγησαι δὲ τὰ ἐν τῷ βίῳ ἅπαντα, ὥς τι καὶ ἰδὼν ἐπανέλθοιμι· ὡς ἤν με σὺ ἀφῇς, οὐδὲν τῶν τυφλῶν διοίσω· καθάπερ γὰρ ἐκεῖνοι σφάλλονται καὶ διολισθάνουσιν ἐν τῷ σκότῳ, οὕτω δὴ κἀγώ σοι ἔμπαλιν ἀμβλυώττω πρὸς τὸ φῶς. ἀλλὰ δός, ὦ Κυλλήνιε, ἐς ἀεὶ μεμνησομένῳ τὴν χάριν.
ΕΡΜΗΣ
[2] Τοῦτο τὸ πρᾶγμα πληγῶν αἴτιον καταστήσεταί μοι· ὁρῶ γοῦν ἤδη τὸν μισθὸν τῆς περιηγήσεως οὐκ ἀκόνδυλον παντάπασιν ἡμῖν ἐσόμενον. ὑπουργητέον δὲ ὅμως· τί γὰρ ἂν καὶ πάθοι τις, ὁπότε φίλος τις ὢν βιάζοιτο;
Πάντα μὲν οὖν σε ἰδεῖν καθ᾽ ἕκαστον ἀκριβῶς ἀμήχανόν ἐστιν, ὦ πορθμεῦ· πολλῶν γὰρ ἂν ἐτῶν ἡ διατριβὴ γένοιτο. εἶτα ἐμὲ μὲν κηρύττεσθαι δεήσει καθάπερ ἀποδράντα ὑπὸ τοῦ Διός, σὲ δὲ καὶ αὐτὸν κωλύσει ἐνεργεῖν τὰ τοῦ Θανάτου ἔργα καὶ τὴν Πλούτωνος ἀρχὴν ζημιοῦν μὴ νεκραγωγοῦντα πολλοῦ τοῦ χρόνου· κᾆτα ὁ τελώνης Αἰακὸς ἀγανακτήσει μηδ᾽ ὀβολὸν ἐμπολῶν. ὡς δὲ τὰ κεφάλαια τῶν γιγνομένων ἴδοις, τοῦτο ἤδη σκεπτέον.
ΧΑΡΩΝ
Αὐτός, ὦ Ἑρμῆ, ἐπινόει τὸ βέλτιστον· ἐγὼ δὲ οὐδὲν οἶδα τῶν ὑπὲρ γῆς ξένος ὤν.
ΕΡΜΗΣ
Τὸ μὲν ὅλον, ὦ Χάρων, ὑψηλοῦ τινος ἡμῖν δεῖ χωρίου, ὡς ἀπ᾽ ἐκείνου πάντα κατίδοις· σοὶ δὲ εἰ μὲν ἐς τὸν οὐρανὸν ἀνελθεῖν δυνατὸν ἦν, οὐκ ἂν ἐκάμνομεν· ἐκ περιωπῆς γὰρ ἂν ἀκριβῶς ἅπαντα καθεώρας. ἐπεὶ δὲ οὐ θέμις εἰδώλοις ἀεὶ συνόντα ἐπιβατεύειν τῶν βασιλείων τοῦ Διός, ὥρα ἡμῖν ὑψηλόν τι ὄρος περισκοπεῖν.


ΕΡΜΗΣ
[1] Γιατί γελάς, Χάροντα; Και γιατί εγκατέλειψες το καράβι σου και ανέβηκες εδωπέρα στον τόπο μας, ενώ δεν συνηθίζεις να απασχολείσαι συχνά με τις υποθέσεις του επάνω κόσμου;
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Πεθύμησα, Ερμή, να δω τί λογής είναι αυτά που διαδραματίζονται στη ζωή και τί κάνουν οι άνθρωποι όσο ζούνε, και τί επιτέλους στερούνται και θρηνούν, όταν κατεβαίνουνε σ᾽ εμάς· γιατί κανένας τους δεν πέρασε με το πλεούμενο απέναντι χωρίς να κλαίει. Ζήτησα λοιπόν από τον Άδη κι εγώ, όπως εκείνος ο νεαρός από τη Θεσσαλία, να αφήσω για μια μέρα τις υποχρεώσεις μου στο καράβι, και ανέβηκα στο φως, και μου φαίνεται πως σε συνάντησα τη στιγμή που έπρεπε. Γιατί, το ξέρω καλά, θα έρθεις να τριγυρίσουμε μαζί, και θα με ξεναγήσεις και θα μου δείξεις το καθετί, μια και τα ξέρεις όλα.
ΕΡΜΗΣ
Δεν έχω καιρό, περαματάρη, γιατί πηγαίνω να υπηρετήσω τον επάνω Δία σε κάποια από τις υποθέσεις των ανθρώπων. Κι αυτός είναι και οξύθυμος, και φοβάμαι μήπως, αν καθυστερήσω, με αφήσει να είμαι εντελώς δικός σας, παραδίδοντάς με στο πυκνό σκοτάδι, ή μήπως —όπως έκανε παλαιότερα στον Ήφαιστο— μ᾽ αρπάξει από το πόδι και με πετάξει απ᾽ το κατώφλι το θεϊκό, με αποτέλεσμα να αρχίσω να κουτσαίνω και να προκαλώ το γέλιο κι εγώ κάνοντας τον οινοχόο.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Και θα με αφήσεις να τριγυρνώ άσκοπα πάνω στη γη, και μάλιστα ενώ είσαι σύντροφος και συνταξιδιώτης και συγκαθοδηγητής των νεκρών; Αλλά θα ήταν καλό, γιε της Μαίας, να θυμόσουν τουλάχιστον εκείνα, ότι δηλαδή ποτέ ως τώρα δεν σου ζήτησα είτε να χειρίζεσαι την αντλία είτε να κωπηλατείς. Αντίθετα, εσύ ροχαλίζεις ξαπλωμένος στο κατάστρωμα, ενώ έχεις τόσο δυνατούς ώμους, ή, αν βρεις κάποιον φλύαρο νεκρό, συζητάς μ᾽ εκείνον σ᾽ ολόκληρο το ταξίδι, ενώ εγώ, που είμαι και ηλικιωμένος, κωπηλατώ μόνος μου με τα δυο κουπιά. Αλλά για όνομα του πατέρα σου, αγαπημένε μου Ερμούλη, μη με εγκαταλείψεις, αλλά κάνε μου μια περιήγηση σε όλα όσα διαδραματίζονται στη ζωή, ώστε να γυρίσω πίσω έχοντας δει και κάτι. Γιατί, αν με αφήσεις, δεν θα διαφέρω σε τίποτε από τους τυφλούς, μια και, όπως εκείνοι σκοντάφτουν γλιστρώντας μέσα στο σκοτάδι, έτσι κι εγώ, αντίθετα, θαμπώνομαι από το φως. Κάνε μου λοιπόν τη χάρη, Κυλλήνιε, κι εγώ θα το θυμάμαι για πάντα.
ΕΡΜΗΣ
[2] Αυτή εδώ η υπόθεση θα γίνει αιτία να με δείρουνε. Ήδη προβλέπω ότι τον μισθό της περιήγησης δεν θα τον πάρω χωρίς καθόλου γρονθοκοπήματα. Παρ᾽ όλα αυτά πρέπει να σε εξυπηρετήσω. Τί τάχα μπορεί κανείς να κάνει, όταν ένας καλός του φίλος τον πιέζει;
Να τα δεις λοιπόν όλα, περαματάρη, το καθένα χωριστά, είναι εντελώς αδύνατο. Η διαδικασία θα διαρκούσε πολλά χρόνια. Έπειτα για μένα θα χρειαζόταν να βγάλει προκήρυξη ο Δίας, σαν να έχω δραπετεύσει, κι εσύ ο ίδιος δεν θα μπορούσες να εκτελείς τα έργα του Θανάτου και θα ζημίωνες το βασίλειο του Πλούτωνα, καθώς δεν θα μετέφερες τους νεκρούς για μεγάλο χρονικό διάστημα. Και μετά ο τελώνης Αιακός θα αγανακτούσε που δεν θα κέρδιζε ούτε έναν οβολό. Αυτό λοιπόν που πρέπει να σκεφτούμε είναι πώς θα μπορέσεις να δεις τα σημαντικότερα απ᾽ όσα γίνονται.
ΧΑΡΟΝΤΑΣ
Εσύ ο ίδιος, Ερμή, να σκεφτείς το καλύτερο σχέδιο. Εγώ δεν γνωρίζω τίποτε απ᾽ όσα γίνονται πάνω στη γη, μια και είμαι ξένος.
ΕΡΜΗΣ
Πρώτα απ᾽ όλα, Χάροντα, θα μας χρειαστεί ένα υπερυψωμένο σημείο, ώστε από κει να τα δεις όλα. Αν σου ήταν δυνατό να ανεβείς στον ουρανό, δεν θα ταλαιπωρούμασταν καθόλου· θα τα έβλεπες όλα εντελώς ξεκάθαρα από πανοραμική θέση. Επειδή όμως δεν επιτρέπεται εσύ, που συναναστρέφεσαι συνεχώς με φαντάσματα νεκρών, να έχεις πρόσβαση στα ανάκτορα του Δία, θα πρέπει να αναζητήσουμε ένα ψηλό βουνό. –