ΧΑΡΟΝΤΑΣ [1] Λοιπόν, Κλωθώ, το πλεούμενό μας αυτό είναι εδώ και ώρα τακτοποιημένο και πανέτοιμο για να ξεκινήσει. Και το νερό της σεντίνας το αδειάσαμε και το κατάρτι το υψώσαμε και το πανί το φουσκώνει ο άνεμος και καθένα από τα κουπιά είναι δεμένο στον σκαλμό του, και δεν εμποδίζει τίποτε, όσο εξαρτάται από μένα, να τραβήξουμε την άγκυρα και να ξεκινήσουμε. Ο Ερμής όμως καθυστερεί, ενώ θα έπρεπε να είναι εδώ από ώρα. Άδειο λοιπόν, όπως βλέπεις, χωρίς επιβάτες είναι το καράβι μας, ενώ θα μπορούσε να είχε πάει και να είχε γυρίσει τρεις φορές σήμερα. Και τώρα είναι σχεδόν η ώρα που λύνουνε τα βόδια το απόγευμα, κι εμείς δεν κερδίσαμε ως τώρα ούτε καν έναν οβολό. Έπειτα ο Πλούτωνας, το ξέρω καλά, θα νομίσει ότι εγώ τεμπελιάζω στα ζητήματα αυτά, ενώ σε άλλον βρίσκεται το φταίξιμο. Κι από την άλλη, ο ωραίος και λεβέντης μας νεκροκαθοδηγητής ήπιε και ο ίδιος στον επάνω κόσμο το νερό της Λησμονιάς, σαν να ήταν κάτι άλλο, και ξέχασε να γυρίσει πίσω σ᾽ εμάς, και ή παλεύει με τους εφήβους ή παίζει λύρα ή απαγγέλλει κάποιους λόγους επιδεικνύοντας τις αερολογίες του, ή μπορεί να τρύπωσε κάπου για να κλέψει, το παλικάρι μας· γιατί κι αυτό είναι μια απ᾽ τις τέχνες του. Μας συμπεριφέρεται λοιπόν σαν ελεύθερος, και μάλιστα ενώ είναι κατά το μισό δικός μας. ΚΛΩΘΩ [2] Και πού ξέρεις, Χάροντα, αν δεν του έτυχε κάποια δουλειά, κι αν ο Δίας δεν χρειάστηκε να τον χρησιμοποιήσει ακόμη περισσότερο στα ζητήματα του επάνω κόσμου; Άλλωστε κι εκείνος είναι αφεντικό. ΧΑΡΟΝΤΑΣ Εντάξει, Κλωθώ, αλλά όχι και να διαφεντεύει τόσο υπέρμετρα σε μια κοινή περιουσία, γιατί ούτε κι εμείς ποτέ, όταν χρειαζόταν να φύγει, τον κατακρατήσαμε. Αλλά εγώ ξέρω την αιτία. Σ᾽ εμάς βρίσκει κανείς μόνο ασφόδελο και προσφορές υγρών και στρογγυλά γλυκόψωμα και αφιερώματα τροφίμων, και κατά τα άλλα βαθύ σκοτάδι και ομίχλη και σκοτεινιά, ενώ στον ουρανό όλα είναι λαμπερά, και υπάρχει πολλή αμβροσία και άφθονο νέκταρ· συνεπώς είναι φανερό ότι καθυστερεί με πολύ μεγαλύτερη ευχαρίστηση όταν υπηρετεί εκείνους. Από μας φεύγει πετώντας προς τα πάνω σαν να δραπετεύει από κάποια φυλακή· όταν όμως έρχεται ο καιρός για την κάθοδο εδώ, κατεβαίνει αργά, περπατώντας κάποτε σχεδόν με το ζόρι.
|