Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΣΟΦΟΚΛΗΣ

Οἰδίπους ἐπὶ Κολωνῷ (1-32)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Τέκνον τυφλοῦ γέροντος, Ἀντιγόνη, τίνας
χώρους ἀφίγμεθ᾽ ἢ τίνων ἀνδρῶν πόλιν;
τίς τὸν πλανήτην Οἰδίπουν καθ᾽ ἡμέραν
τὴν νῦν σπανιστοῖς δέξεται δωρήμασιν,
5 σμικρὸν μὲν ἐξαιτοῦντα, τοῦ σμικροῦ δ᾽ ἔτι
μεῖον φέροντα, καὶ τόδ᾽ ἐξαρκοῦν ἐμοί;
στέργειν γὰρ αἱ πάθαι με χὠ χρόνος ξυνὼν
μακρὸς διδάσκει καὶ τὸ γενναῖον τρίτον.
ἀλλ᾽, ὦ τέκνον, θάκησιν εἴ τινα βλέπεις
10 ἢ πρὸς βεβήλοις ἢ πρὸς ἄλσεσιν θεῶν,
στῆσόν με κἀξίδρυσον, ὡς πυθώμεθα
ὅπου ποτ᾽ ἐσμέν· μανθάνειν γὰρ ἥκομεν
ξένοι πρὸς ἀστῶν, ἃν δ᾽ ἀκούσωμεν τελεῖν.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
πάτερ ταλαίπωρ᾽ Οἰδίπους, πύργοι μὲν οἳ
15 πόλιν στέφουσιν, ὡς ἀπ᾽ ὀμμάτων, πρόσω·
χῶρος δ᾽ ὅδ᾽ ἱρός, ὡς σάφ᾽ εἰκάσαι, βρύων
δάφνης, ἐλαίας, ἀμπέλου· πυκνόπτεροι δ᾽
εἴσω κατ᾽ αὐτὸν εὐστομοῦσ᾽ ἀηδόνες·
οὗ κῶλα κάμψον τοῦδ᾽ ἐπ᾽ ἀξέστου πέτρου·
20 μακρὰν γάρ, ὡς γέροντι, προυστάλης ὁδόν.
ΟΙ. κάθιζέ νύν με καὶ φύλασσε τὸν τυφλόν.
ΑΝ. χρόνου μὲν οὕνεκ᾽ οὐ μαθεῖν με δεῖ τόδε.
ΟΙ. ἔχεις διδάξαι δή μ᾽ ὅποι καθέσταμεν;
ΑΝ. τὰς γοῦν Ἀθήνας οἶδα, τὸν δὲ χῶρον οὔ.
25 ΟΙ. πᾶς γάρ τις ηὔδα τοῦτό γ᾽ ἡμὶν ἐμπόρων.
ΑΝ. ἀλλ᾽ ὅστις ὁ τόπος ἦ μάθω μολοῦσά ποι;
ΟΙ. ναί, τέκνον, εἴπερ ἐστί γ᾽ ἐξοικήσιμος.
ΑΝ. ἀλλ᾽ ἐστὶ μὴν οἰκητός· οἴομαι δὲ δεῖν
οὐδέν· πέλας γὰρ ἄνδρα τόνδε νῷν ὁρῶ.
30 ΟΙ. ἦ δεῦρο προσστείχοντα κἀξορμώμενον;
ΑΝ. καὶ δὴ μὲν οὖν παρόντα· χὤ τι σοι λέγειν
εὔκαιρόν ἐστιν, ἔννεφ᾽, ὡς ἁνὴρ ὅδε.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Κόρη ενός γέροντα τυφλού, Αντιγόνη, ποιά
τα μέρη εδώ που φτάσαμε, ποιοί νέμονται την πόλη αυτή;
Ποιός τον αλήτη Οιδίποδα ανήμερα θα υποδεχτεί
με δώρα λιγοστά;
5Μικρό το δώρο που επαιτεί, κι απ᾽ το μικρό μικρότερο
αυτό που παίρνει, όμως μου αρκεί.
Γιατί τα πάθη μου με δίδαξαν να στέργω, έπειτα ο χρόνος ο μακρύς,
σύντροφος μιας ολόκληρης ζωής, και τρίτο το γενναίο μου φρόνημα.
Αλλά, καλή μου κόρη, αν κάπου βλέπεις θέση να καθίσω,
10είτε στον δρόμο των περαστικών είτε στα άλση των θεών,
βάλε με εκεί να ξαποστάσω. Ωσότου ακούσουμε
το πού βρισκόμαστε. Ξένοι εμείς στα ξένα, από τους ντόπιους
περιμένουμε να μάθουμε, ό,τι μας πουν, να το εκτελέσουμε.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Πατέρα, Οιδίποδα ταλαίπωρε, οι πύργοι που την πόλη
15στεφανώνουν φαίνονται πέρα, και τους βλέπω.
Όμως εδώ ο τόπος ιερός, όπως το δείχνουν τα σημάδια του·
γεμάτος δάφνες, αμπέλια, ελιές, και μέσα στα φυλλώματα
αηδόνια κελαηδούν που φτερουγίζουν.
Έλα, ωστόσο, και σ᾽ αυτήν την πέτρα την αλάξευτη
ακούμπησε, λυγίζοντας τα μέλη σου.
20Γιατί για γέρον άνθρωπο μακρύς ο δρόμος που περπάτησες.
ΟΙ. Βάλε με να καθίσω εσύ, κι ο νους σου στον τυφλό.
ΑΝ. Έχω σ᾽ αυτό τον χρόνο σύμμαχο, δεν θα το μάθω τώρα.
ΟΙ. Μπορείς να πεις και πού βρισκόμαστε;
ΑΝ. Για την Αθήνα φτάνει η γνώση μου, γι᾽ αυτό το μέρος όχι.
25ΟΙ. Κατάλαβα· ό,τι μας έλεγε στον δρόμο κάθε περαστικός.
ΑΝ. Θέλεις να πάω τρέχοντας να μάθω ποιός ο τόπος;
ΟΙ. Ναι, κόρη μου, κι ακόμη αν κατοικείται.
ΑΝ. Και βέβαια κατοικείται. Αλλά δεν έχω λόγο πια
να πάω πουθενά· βλέπω κοντά μας κάποιον άντρα.
30ΟΙ. Σ᾽ εμάς προσέρχεται; για μας ξεκίνησε;
ΑΝ. Μα ναι. Είναι παρών. Και ό,τι εύκαιρο έχεις να πεις,
να του το πεις, είναι εδώ ο άνθρωπος.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Κόρη γέρου τυφλού, πε μου, Αντιγόνη,
σε ποιούς τόπους να φτάσαμε, ή σε τίνων
ανθρώπων πόλη; ποιός για σήμερα
θενα δεχτεί και λιγοστή θα δώσει
στον αλήτην Οιδίποδα βοήθεια,
που όσο μικρά αν ζητά κι από το λίγο
λιγότερο παίρνει — μα που του φτάνει
κι αυτό· γιατί να στρέγω μ᾽ έχουν μάθει
τα πάθια μου και τα πολλά τα χρόνια
που επάνω μου σηκώνω και πιο απ᾽ όλα
η αλύγιστη καρδιά μου. Μα αν συ κάπου
βλέπεις, κόρη μου, κάθισμα, ή σε μέρος
10ελεύτερο, ή κοντά σε θεών άλση,
ακούμπα με και βάλε να καθίσω,
για να μάθομε πού είμαστε· γιατί
σαν ξένοι που ήρθαμε εδώ πέρα, πρέπει
από τους ντόπιους να μαθαίνομε όλα
και να κάνομε εμείς ό,τι θ᾽ ακούμε.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Ταλαίπωρέ μου Οιδίποδα πατέρα,
όσο μπορώ να διακρίνω, πύργοι
μακριά εκεί κάτω ζώνουνε μια πόλη·
μα όσο για δω είμαι βέβαιη πως είναι
τόπος ιερός, γιατ᾽ είναι φουντωμένος
από δάφνες και λιόδεντρα κι αμπέλια,
που μέσα εκεί μυριόστομα σκορπούνε
τ᾽ αηδόνια το γλυκοκελάηδισμά των.
Και κάθου εδώ στην τραχιά τούτη πέτρα
ν᾽ αναπάψεις τα μέλη σου, γιατ᾽ ήταν
20μακρύς, για γέρο, ο δρόμος πὄχεις κάμει.
ΟΙΔ. Κάθιζέ με λοιπόν κι έχε το νου σου
στον τυφλό σου γονιό. ΑΝΤ. Χάρη στον τόσο
καιρό δεν είναι ανάγκη να τη μάθω
τώρ᾽ αυτή τη δουλειά. ΟΙΔ. Λοιπόν μπορείς
να μου πεις τώρα, πού είμαστε φτασμένοι;
ΑΝΤ. Πως είναι η Αθήνα, αυτό το ξέρω· μα όχι
και ποιό είναι εδώ το μέρος. ΟΙΔ. Ε, μα βέβαια,
για την Αθήνα, μας το λέγαν όλοι
στο δρόμο μας. ΑΝΤ. Μα να πήγαινα κάπου,
να μάθω και ποιός είναι αυτός ο τόπος;
ΟΙΔ. Ναι, κόρη μου· φτάνει να ᾽χει κατοίκους.
ΑΝΤ. Μα βέβαια κι έχει· μάλιστα ούτε ανάγκη
καμιά για πουθενά· κοντά μας βλέπω
τον άντρ᾽ αυτόν… ΟΙΔ. Που κατά μας
30τάχα να προχωρεί ξεκινημένος;
ΑΝΤ. Που έφτασε κιόλας· κι ό,τι συ νομίζεις
πως φέρν᾽ η ώρα να του λέγεις, πες του,
γιατί στέκεται μπρος.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΟΙΔΙΠΟΥΣ
Ω Αντιγόνη μου, παιδί γέρου τυφλού, σε τόπους
ποιούς έχουμ᾽ έλθει ή σε ποιανών ανθρώπων πολιτεία;
Ποιός τώρα τον Οιδίποδα, που τριγυρνάει στα ξένα,
θα τον δεχτεί πονετικά με τόσα λίγα δώρα,
που κι αν γυρεύει λιγοστά, μα παίρνει κι απ᾽ το λίγο
ακόμα πιο λιγότερο, κι αυτό αρκετό για μένα;
Γιατί τα τόσα βάσανα και τα πολλά μου χρόνια
και τρίτη η καρδιοσύνη μου μ᾽ εμάθαν να υπομένω.
Όμως, παιδί μου, πουθενά καν᾽ αποκούμπι αν βλέπεις
10πάνω στον δρόμον ή σιμά σε δάσος, που ταμένο
είναι στους θεούς, σταμάτα με και βάλε με να κάτσω
για να ρωτήσουμε σε ποιό φτάσαμε τάχα μέρος.
Γιατί σαν ξένοι ερχόμαστε να μάθουμε απ᾽ τους ντόπιους
και τα όσα θεν᾽ ακούσουμε να κάνουμε.
ΑΝΤΙΓΟΝΗ
Πατέρα,
δυστυχισμένε Οιδίποδα, τα κάστρα, που φυλάνε
την πολιτεία, βρίσκουνται μακριά μας, καθώς βλέπω·
κι ο τόπος τούτος άγιος μου φαίνεται πως είναι,
γιατί γεμάτο τον θωρώ με δάφνη, ελιές κι αμπέλια
και μέσ᾽ απαλοφτέρουγα γλυκολαλούν αηδόνια.
Εδώ, στην απελέκητη την πέτρα τούτη κάτσε·
20γιατί κι ο δρόμος που ᾽καμες είναι πολύς για γέρο.
ΟΙΔ. Λοιπόν να κάτσω βάλε με και τον τυφλόν έχ᾽ έγνοια.
ΑΝΤ. Το ξέρω πια· να μου το πεις αυτό δεν είν᾽ ανάγκη.
ΟΙΔ. Μπορείς, αλήθεια, να μου πεις σε ποιό φτάσαμε μέρος;
ΑΝΤ. Ναι· την Αθήνα ξέρω την· τον τόπον όμως όχι.
ΟΙΔ. Γιατί μας το ᾽λεγεν αυτό καθένας στρατοκόπος.
ΑΝΤ. Ποιός είναι ο τόπος κάπου εδώ να πάω μήπως και μάθω;
ΟΙΔ. Ναι, ναι, παιδί μου, κι αν μπορεί κανείς εδώ να κάτσει.
ΑΝΤ. Μα κατοικέται· όμως θαρρώ πως πια δεν είναι ανάγκη
να πάω, γιατί έναν άνθρωπο σιμά μας βλέπω. ΟΙΔ. Αλήθεια,
30ερχάμενο ίσα κατά μάς, τρέχοντας προς τα δώθε;
ΑΝΤ. Μα νά τος είναι και παρών· κι ό,τι θαρρείς πως είναι
πρεπούμενο για να του λες, λέγε, γιατί κοντά είναι.