ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ [1354a] [1] Η ρητορική βρίσκεται σε αναλογική σχέση με τη διαλεκτική: και οι δυο τους ασχολούνται με θέματα που, κατά κάποιο τρόπο, αποτελούν μέρος των γνώσεων όλων των ανθρώπων και δεν ανήκουν στο περιεχόμενο μιας συγκεκριμένης ειδικής επιστήμης. Αυτός είναι και ο λόγος που όλοι, λίγο πολύ, οι άνθρωποι ασκούν και τη μία και την άλλη. Όλοι, πράγματι, ως έναν βαθμό, οι άνθρωποι δοκιμάζουν και να κριτικάρουν ή να υποστηρίξουν ένα επιχείρημα και να υπερασπιστούν τον εαυτό τους ή να γίνουν κατήγοροι. Μόνο που οι περισσότεροι άνθρωποι τα κάνουν όλα αυτά άλλοι στην τύχη και άλλοι από μια συνήθεια/ικανότητα που την απέκτησαν με άσκηση. Από τη στιγμή όμως που και οι δύο αυτοί τρόποι είναι δυνατοί, είναι φανερό ότι τα πράγματα αυτά μπορούν να γίνουν και με την εφαρμογή μιας ορισμένης μεθόδου. Μπορούμε, πράγματι, να ψάξουμε με το μυαλό μας και να βρούμε γιατί κάποιοι πετυχαίνουν ενεργώντας από συνήθεια και άλλοι ενεργώντας στην τύχη· όλοι τότε θα βρεθούμε σύμφωνοι ότι αυτού του είδους η διερεύνηση είναι, στην πραγματικότητα, το έργο μιας τέχνης. Εν πάση περιπτώσει όλοι οι ως τώρα συντάκτες εγχειριδίων ρητορικής τέχνης ένα μικρό μόνο μέρος αυτής της τέχνης μάς έχουν προσφέρει· γιατί, πραγματικά, οι αποδείξεις είναι το μόνο πράγμα που εμπίπτει στην περιοχή της τέχνης — όλα τα άλλα είναι συμπληρώματα· οι συγγραφείς όμως αυτοί δεν λένε τίποτε για τα ενθυμήματα, που είναι το «σώμα» της απόδειξης, και ασχολούνται κατά κύριο λόγο με πράγματα που βρίσκονται έξω από το θέμα: η διαβολή, ο οίκτος, η οργή και τα άλλα πάθη της ψυχής δεν έχουν καμιά απολύτως σχέση με τη συγκεκριμένη υπόθεση· απλώς απευθύνονται στον δικαστή. Αν, επομένως, όλες οι δίκες διεξάγονταν με τον τρόπο που διεξάγονται σήμερα σε μερικές πόλεις, και μάλιστα στις ευνομούμενες, οι συγγραφείς αυτοί δεν θα είχαν απολύτως τίποτε να πουν. Γιατί όλοι οι άνθρωποι ή πιστεύουν ότι αυτό πρέπει να το ορίζουν ρητά οι νόμοι ή το κάνουν οι ίδιοι πράξη και απαγορεύουν να μιλάει κανείς έξω από το θέμα (έτσι γίνεται στον Άρειο Πάγο) — και φυσικά έχουν το δίκαιο με το μέρος τους· γιατί, βέβαια, δεν πρέπει να διαστρέφουμε τους δικαστές παρασύροντας τους σε οργή ή σε φθόνο ή σε οίκτο· αυτό θα ήταν σαν να στραβώναμε τον χάρακα που πρόκειται να χρησιμοποιήσουμε. Έπειτα είναι φανερό ότι το μόνο που έχουν να κάνουν οι διάδικοι είναι να αποδείξουν ότι το συγκεκριμένο γεγονός είναι ή δεν είναι έτσι, ότι συνέβη ή δεν συνέβη· για το αν είναι όμως σημαντικό ή ασήμαντο, δίκαιο ή άδικο, την απόφαση —στον βαθμό που δεν υπάρχει καθοριστικός λόγος του νομοθέτη— θα την πάρει πια μόνο ο δικαστής, και δεν είναι καθόλου δουλειά των διαδίκων να του τα μάθουν. Το πιο σωστό λοιπόν είναι οι καλώς κείμενοι νόμοι να προβλέπουν οι ίδιοι όλες τις δυνατές περιπτώσεις και να αφήνουν όσο γίνεται λιγότερες στη διάκριση των δικαστών, δεδομένου ότι, πρώτον, είναι πιο εύκολο να βρεις έναν ή λίγους ανθρώπους —παρά πολλούς— [1354b] που να σκέφτονται σωστά και να είναι σε θέση να νομοθετούν και να δικάζουν, και, δεύτερον, οι νόμοι είναι αποτέλεσμα μακροχρόνιας σκέψης και διερεύνησης, ενώ οι δικαστικές αποφάσεις λαμβάνονται εκείνη τη στιγμή, και άρα είναι δύσκολο για τους κριτές να ορίζουν με τον τρόπο που πρέπει το δίκαιο και το συμφέρον· από όλα όμως το πιο σημαντικό είναι ότι οι αποφάνσεις του νομοθέτη δεν αναφέρονται σε επιμέρους περιπτώσεις, αλλά αφορούν στο μέλλον και έχουν γενικό χαρακτήρα, ενώ το μέλος της εκκλησίας του δήμου και ο δικαστής αποφασίζουν για συγκεκριμένα θέματα του παρόντος· συχνά μάλιστα οι αποφάσεις τους επηρεάζονται από φιλίες, από έχθρες και από το προσωπικό τους συμφέρον, με αποτέλεσμα να μην είναι πια σε θέση να διακρίνουν —στον βαθμό που πρέπει— την αλήθεια και η κρίση τους να επισκοτίζεται από ό,τι είναι ευχάριστο ή δυσάρεστο προσωπικά στους ίδιους. Πρέπει λοιπόν —το ξαναλέμε— να αφήνουμε τον μικρότερο δυνατό αριθμό περιπτώσεων στην απόλυτη κρίση του δικαστή· εκείνο που δεν μπορούμε παρά να το αφήνουμε στην κρίση των δικαστών είναι το αν συνέβη ή δεν συνέβη το πράγμα, το αν πρόκειται ή δεν πρόκειται να συμβεί, το αν είναι ή δεν είναι έτσι· γιατί ο νομοθέτης δεν μπορεί, βέβαια, να τα προβλέψει όλα αυτά. Αν λοιπόν έτσι έχει το πράγμα, τότε είναι φανερό ότι οι συγγραφείς των ως τώρα εγχειριδίων ρητορικής μιλούν για ξένα προς τη ρητορική θέματα, όταν ορίζουν π.χ. τί πρέπει να περιέχει το προοίμιο ή η διήγηση ή το καθένα από τα άλλα μέρη του ρητορικού λόγου. Πραγματικά, το μόνο πράγμα με το οποίο ασχολούνται στις πραγματείες τους αυτές είναι το πώς θα φέρουν τον δικαστή σ᾽ αυτήν ή σ᾽ εκείνη την κατάσταση· για τις έντεχνες αποδείξεις ούτε κουβέντα! Και όμως το στοιχείο αυτό είναι το μόνο που μπορεί να σε κάνει ικανό για ενθυμήματα. Αυτός είναι ο λόγος που, μολονότι είναι ίδια η μέθοδος που εφαρμόζεται στον συμβουλευτικό και στον δικανικό λόγο, και μολονότι τα θέματα που πραγματεύεται ο συμβουλευτικός λόγος είναι ανώτερης ποιότητας και παρουσιάζουν μεγαλύτερο πολιτικό ενδιαφέρον από ό,τι οι ιδιωτικές συναλλαγές, εντούτοις οι συγγραφείς αυτοί δεν λένε τίποτε για τον πρώτο και όλοι τους προσπαθούν να περιγράψουν την τεχνική του δικανικού λόγου. Η εξήγηση βέβαια είναι ότι στον συμβουλευτικό λόγο δεν συμφέρει και τόσο να μιλάς έξω από το θέμα· επίσης ο συμβουλευτικός λόγος προσφέρεται λιγότερο για πανουργίες και απάτες από ό,τι ο δικανικός, επειδή κινεί περισσότερο το ενδιαφέρον του κοινού. Στην περίπτωση του συμβουλευτικού λόγου ο ακροατής είναι κριτής θεμάτων που τον αφορούν, και επομένως το μόνο που χρειάζεται να αποδειχθεί είναι ότι τα πράγματα είναι όπως τα λέει ο συμβουλευτικός ρήτορας. Στους δικανικούς όμως λόγους αυτό δεν είναι αρκετό· στην περίπτωση αυτή σημασία έχει να κερδηθεί ο ακροατής· γιατί τώρα η κρίση είναι για θέματα άλλων, και οι δικαστές, καθώς δεν έχουν ενδιαφέρον παρά για τα προσωπικά τους μόνο θέματα και ακούν για προσωπική τους μόνο ευχαρίστηση, άγονται και φέρονται από τους διαδίκους: [1355a] στην πραγματικότητα δεν κρίνουν. Γι᾽ αυτό και σε πολλά μέρη, όπως το είπα και πρωτύτερα, ο νόμος απαγορεύει στους δικανικούς ρήτορες να μιλούν έξω από το θέμα τους· στους συμβουλευτικούς όμως λόγους οι ίδιοι οι ακροατές φροντίζουν για τη σωστή τήρηση αυτού του πράγματος. Αφού λοιπόν είναι φανερό ότι η ρητορική τέχνη ως σύστημα έχει να κάνει με τους τρόπους δημιουργίας πειθούς· ότι όταν λέμε «τρόπος δημιουργίας πειθούς» εννοούμε ένα είδος απόδειξης (γιατί τότε κυρίως πειθόμαστε, όταν θεωρήσουμε ότι κατιτί έχει αποδειχθεί)· ότι η ρητορική απόδειξη είναι το ενθύμημα, το οποίο —για να το πούμε με δυο λέξεις— είναι το κυριότερο μέσο δημιουργίας πειθούς· ότι το ενθύμημα είναι ένα είδος συλλογισμού και ότι είναι έργο της διαλεκτικής (εν γένει της διαλεκτικής ή κάποιου ειδικού μέρους της) η σπουδή και μελέτη όλων γενικά των συλλογισμών, γίνεται φανερό ότι αυτός που είναι σε θέση να σκεφτεί και να ξέρει με τον καλύτερο τρόπο από τί υλικό ξεκινώντας και ποιά πορεία ακολουθώντας διαμορφώνεται ένας συλλογισμός, αυτός θα είναι και ο πιο ικανός να διαμορφώνει και να χειρίζεται ενθυμήματα, φτάνει να μάθει επιπλέον με τί ασχολείται το ενθύμημα και ποιές διαφορές παρουσιάζει από τους λογικούς συλλογισμούς. Πραγματικά, προϋποθέτει την ίδια διανοητική ικανότητα το να διακρίνει κανείς τόσο το αληθινό όσο και το αληθοφανές· οι άνθρωποι, εξάλλου, είναι από την ίδια τους τη φύση προικισμένοι με την ικανότητα να συλλαμβάνουν την αλήθεια, και τις πιο πολλές φορές έχουν σ᾽ αυτό επιτυχίες· γι᾽ αυτό και η ικανότητα για αναζήτηση και ανεύρεση των κοινά παραδεκτών γνωμών είναι χαρακτηριστικό του ανθρώπου που έχει την ίδια ικανότητα και ενσχέσει με την αλήθεια.
|