[146b] [1] Είμαι βέβαιος, Νίκαρχε, ότι ο χρόνος θα ρίξει στο πέρασμά του πολύ σκοτάδι πάνω στα γεγονότα και θα τα κάνει εντελώς ασαφή και δυσδιάκριτα, αφού για τόσο πρόσφατα και νωπά πράγματα έχουν διαδοθεί σήμερα τόσο ψευδείς λόγοι που, όμως, γίνονται πιστευτοί. Στο συμπόσιο, π.χ., δεν πήραν μέρος, [146c] όπως εσείς ακούσατε, μόνο οι εφτά σοφοί, αλλά περισσότεροι και από τον διπλάσιο αυτό αριθμό (ένας από όλους ήμουν κι εγώ, φίλος του Περιάνδρου χάρη στην τέχνη μου, φίλος όμως και του Θαλή, που τον φιλοξένησα στο σπίτι μου κατ᾽ εντολή του Περίανδρου). Ούτε, πάλι, αυτός που σας τα διηγήθηκε —όποιος κι αν ήταν— συγκράτησε σωστά στη μνήμη του όλες τις συζητήσεις που έγιναν — καθώς φαίνεται, δεν ήταν ένας από αυτούς που παραβρέθηκαν στο συμπόσιο. Εν πάση περιπτώσει, μια και έχουμε μεγάλη άνεση χρόνου και τα γηρατειά μου, από την άλλη, δεν αποτελούν αξιόπιστη εγγύηση για να αναβληθεί η διήγηση, λέω να σας τα διηγηθώ όλα από την αρχή, αφού είστε όλοι τόσο πρόθυμοι να τα ακούσετε. [146d] [2] Τη δεξίωση ο Περίανδρος την είχε ετοιμάσει όχι μέσα στην πόλη, αλλά στο εστιατόριο κοντά στο Λέχαιο, δίπλα στο ιερό της Αφροδίτης, προς τιμήν της οποίας ήταν και η θυσία. Γιατί ύστερα από τον έρωτα της μητέρας του, εξαιτίας του οποίου η ίδια έβαλε θεληματικά τέλος στη ζωή της, ο Περίανδρος άρχισε, τότε μόνο για πρώτη φορά και ύστερα από κάποια όνειρα της Μέλισσας, να τιμάει και να λατρεύει πάλι τη θεά. Στον καθένα από τους προσκεκλημένους προσφέρθηκε μια όμορφα στολισμένη άμαξα — ήταν, βλέπεις, καλοκαίρι και όλος ο δρόμος ώς τη θάλασσα ήταν γεμάτος από σκόνη και θόρυβο λόγω του μεγάλου αριθμού των αμαξών και των ανθρώπων. Ο Θαλής, όταν είδε μπροστά [146e] στην πόρτα την άμαξα, χαμογέλασε και την άφησε να φύγει. Αφήσαμε λοιπόν το δρόμο και βαδίζαμε μέσα από τους αγρούς για να έχουμε ησυχία. Τρίτος μαζί μας ήταν ο Νειλόξενος από τη Ναύκρατη, ένας σπουδαίος άνθρωπος, που είχε συνδεθεί φιλικά με τον Σόλωνα, τον Θαλή και τη συντροφιά τους στην Αίγυπτο· έτυχε τότε να είναι πάλι απεσταλμένος στον Βίαντα — για ποιόν λόγο, δεν το ήξερε ούτε ο ίδιος, υπέθετε όμως ότι κόμιζε στον Βίαντα ένα δεύτερο πρόβλημα σφραγισμένο μέσα σε μια επιστολή: του είχε λεχθεί, αν ο Βίαντας παραιτούνταν, να έδειχνε την επιστολή στους πιο σοφούς μεταξύ όλων των Ελλήνων. «Αναπάντεχο θείο δώρο για μένα», είπε ο Νειλόξενος, [146f] «να σας βρω όλους μαζί εδώ· νά και η επιστολή που φέρνω, όπως βλέπεις, στο δείπνο» — και μας έδειξε την επιστολή. Γέλασε ο Θαλής και είπε: «Ό,τι κακό, πάλι στην Πριήνη· εν πάση περιπτώσει, ο Βίαντας θα το λύσει το πρόβλημα, όπως έλυσε και το πρώτο πρόβλημα». «Και ποιό ήταν το πρώτο;», ρώτησα εγώ. «Του έστειλε», μου είπε, «ένα σφάγιο, και του παράγγειλε να βγάλει το χειρότερο και —την ίδια στιγμή— το καλύτερο κρέας και να του το στείλει. Και ο δικός μας όμορφα και ωραία έβγαλε τη γλώσσα και του την έστειλε. Είναι φανερό ότι αυτός είναι ο λόγος που έχει το όνομα που έχει και που όλοι τον θαυμάζουν». [147a] «Όχι, βέβαια, μόνο γι᾽ αυτό», είπε ο Νειλόξενος, «αλλά και γιατί δεν αποφεύγει, όπως κάνετε εσείς, να είναι και να λέγεται φίλος των βασιλιάδων. Εσένα, πάντως, και για όλα τα άλλα σε θαυμάζει και με τη μέτρηση της πυραμίδας ευχαριστήθηκε πάρα πολύ, που χωρίς πολλά πολλά και δίχως να χρειαστείς κανένα όργανο έστησες μόνο το μπαστούνι σου στην άκρη της σκιάς που έριχνε η πυραμίδα, και αφού με την επαφή της ακτίνας του ήλιου σχηματίσθηκαν δύο τρίγωνα, έδειξες ότι όποιον λόγο είχε η μια σκιά προς την άλλη σκιά, τον ίδιο λόγο είχε και η πυραμίδα προς το μπαστούνι. Όπως όμως είπα πριν από λίγο, κατηγορήθηκες ότι μισείς τους βασιλιάδες· [147b] του μεταδόθηκαν μάλιστα και κάποιες προσβλητικές γνώμες σου για τους τυράννους, όπως επί παραδείγματι ότι, όταν σε ρώτησε ο Ίωνας Μολπαγόρας ποιό ήταν το πιο περίεργο πράγμα που είδες στη ζωή σου, απάντησες «γέρο τύραννο»· και μιαν άλλη φορά, όταν σε κάποιο συμπόσιο γινόταν λόγος για τα ζώα, είπες ότι από τα άγρια ζώα το πιο κακό είναι ο τύραννος, ενώ από τα ήμερα ο κόλακας. Αυτά, βέβαια, οι βασιλιάδες, όσο κι αν προσποιούνται ότι διαφέρουν από τους τυράννους, δεν τα ακούν καθόλου ευχάριστα».
|