[1] Ήρθαν και με βρήκαν πολλοί, άνδρες δικαστές, που εξέφραζαν την έκπληξή τους για το γεγονός ότι εγώ κατηγορούσα στη βουλή τους σιτοπώλες, και που έλεγαν ότι εσείς, ναι μεν μπορεί να πιστεύετε ότι αυτοί είναι αυταποδείκτως ένοχοι, την ίδια στιγμή ωστόσο θεωρείτε συκοφάντες όσους μιλούν γι᾽ αυτούς. Επιθυμώ λοιπόν καταρχάς να σας εξηγήσω πώς αναγκάστηκα να τους κατηγορήσω. [2] Όταν οι πρυτάνεις παρέπεμψαν την υπόθεση στη βουλή, ήταν τέτοια η οργή εναντίον αυτών, ώστε κάποιοι από τους αγορητές έλεγαν ότι πρέπει να παραδοθούν χωρίς δίκη στους Ένδεκα για εκτέλεση. Επειδή θεώρησα ότι είναι επικίνδυνο να εθίζεται η βουλή σε τέτοιες πρακτικές, σηκώθηκα και είπα ότι, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να κριθούν οι σιτοπώλες σύμφωνα με τον νόμο. Είχα την άποψη ότι, αν έχουν κάνει πράξεις που επισύρουν την ποινή του θανάτου, εσείς διόλου λιγότερο από εμάς θα αποδώσετε δικαιοσύνη, αν πάλι δεν έχουν διαπράξει κανένα αδίκημα, δεν πρέπει να θανατωθούν χωρίς δίκη. [3] Όταν η βουλή αποδέχθηκε την πρότασή μου, προσπάθησαν κάποιοι να με διαβάλλουν λέγοντας ότι εγώ τα είπα αυτά για να σώσω τους σιτοπώλες. Ενώπιον λοιπόν της βουλής, όταν αυτοί κρίνονταν, απολογήθηκα με τις πράξεις μου. Εξηγούμαι: Ενώ οι άλλοι δεν αντιδρούσαν, σηκώθηκα και τους κατηγόρησα, και κατέστησα φανερό σε όλους ότι δεν μίλησα υπέρ των σιτοπωλών, αλλά υπερασπίστηκα τους κειμένους νόμους. [4] Άρχισα λοιπόν γι᾽ αυτόν τον λόγο, επειδή φοβήθηκα τις διαβολές. Και το θεωρώ όνειδος να σταματήσω, προτού εσείς λάβετε γι᾽ αυτούς την απόφαση που θέλετε.
|