ΒΙΒΛΙΟ ΠΡΩΤΟ [411 π.Χ.] [1.1.1] Λίγες μέρες έπειτα απ᾽ αυτά ήρθε από την Αθήνα ο Θυμοχάρης με λίγα πλοία· αμέσως έγινε ξανά ναυμαχία ανάμεσα στους Λακεδαιμονίους και τους Αθηναίους, όπου νίκησαν οι Λακεδαιμόνιοι με αρχηγό τον Αγησανδρίδα. [1.1.2] Λίγον καιρό αργότερα —αρχή του χειμώνα— έφτασε από τη Ρόδο ο Δωριεύς του Διαγόρα, κι ένα πρωί, με τα χαράματα, μπήκε στον Ελλήσποντο με δεκατέσσερα πλοία. Μόλις τ᾽ αντίκρισε, ο Αθηναίος σκοπός της υπηρεσίας ειδοποίησε τους στρατηγούς· εκείνοι βγήκαν να τους επιτεθούν με είκοσι δικά τους πλοία. Τότε ο Δωριεύς υποχώρησε προς τη στεριά κι έβαλε να τραβήξουν όσο μπορούσαν πιο γρήγορα τα καράβια στον γιαλό, κοντά στο Ροίτειο. [1.1.3] Όταν σίμωσαν οι Αθηναίοι, οι άλλοι αμύνθηκαν και από τα καράβια και από τη στεριά, ώσπου οι Αθηναίοι ξεκίνησαν για την άλλη βάση τους, τη Μάδυτο, άπρακτοι. [1.1.4] Ο Μίνδαρος ωστόσο παρακολούθησε τη μάχη από το Ίλιο, όπου έκανε θυσία στην Αθηνά· αμέσως έτρεξε στην παραλία, έριξε τα δικά του πολεμικά στη θάλασσα κι ανοίχτηκε για να υποδεχτεί τα πλοία του Δωριέως. [1.1.5] Οι Αθηναίοι όμως βγήκαν κι εκείνοι να τον χτυπήσουν κι έγινε ναυμαχία στα παράλια της Αβύδου, που κράτησε από το πρωί ώς το βράδυ. Πότε νικούσε η μια παράταξη, πότε η άλλη, ώς τη στιγμή που ήρθε σ᾽ ενίσχυση ο Αλκιβιάδης με δεκαοχτώ πλοία: [1.1.6] τότε οι Πελοποννήσιοι υποχώρησαν άτακτα προς την Άβυδο. Εκεί έτρεξε να τους βοηθήσει ο Φαρνάβαζος, που προχώρησε καβάλα μέσα στη θάλασσα όσο πιο μακριά μπορούσε, πολεμώντας και φωνάζοντας στο ιππικό και το πεζικό του να τον ακολουθήσουν. [1.1.7] Οι Πελοποννήσιοι πάλι παρατάξαν τα καράβια τους κολλητά το ένα με το άλλο και δώσαν μάχη κοντά στη στεριά. Τελικά οι Αθηναίοι, αφού αιχμαλώτισαν τριάντα άδεια πλοία του εχθρού και πήραν πίσω κι όσα είχαν χάσει οι ίδιοι, έφυγαν για τη Σηστό. [1.1.8] Από κει όλα τα πλοία τους, εκτός από σαράντα, βγήκαν από τον Ελλήσποντο προς διάφορες κατευθύνσεις για να συγκεντρώσουν χρήματα, ενώ ο Θράσυλλος, ένας από τους στρατηγούς, πήγε ν᾽ αναφέρει τα γεγονότα στην Αθήνα και να ζητήσει στρατό και στόλο. [410 π.Χ.] [1.1.9] Ύστερα απ᾽ αυτά έφτασε ο Τισσαφέρνης στον Ελλήσποντο. Ο Αλκιβιάδης πήγε μ᾽ ένα πολεμικό να τον επισκεφθεί, φέρνοντάς του προσφορές φιλοξενίας κι άλλα δώρα, μα ο άλλος τον συνέλαβε και τον φυλάκισε στις Σάρδεις, λέγοντας ότι είχε διαταγή από τον Βασιλέα να πολεμάει τους Αθηναίους. [1.1.10] Έναν μήνα αργότερα μολοντούτο ο Αλκιβιάδης μαζί με τον Μαντίθεο, που είχε πιαστεί στην Καρία, κατόρθωσαν να βρουν άλογα και να δραπετεύσουν μια νύχτα στις Κλαζομενές. [1.1.11] Στο μεταξύ οι Αθηναίοι που είχαν μείνει στη Σηστό, μαθαίνοντας ότι ο Μίνδαρος ετοιμαζόταν να τους επιτεθεί μ᾽ εξήντα πλοία, έφυγαν νύχτα για την Καρδία· εκεί ήρθε να τους συναντήσει ο Αλκιβιάδης από τις Κλαζομενές, με πέντε πολεμικά κι ένα ελαφρύ πλοίο. Ακούγοντας πως ο πελοποννησιακός στόλος είχε ξεκινήσει από την Άβυδο για την Κύζικο, ο Αλκιβιάδης πήγε ο ίδιος από τη στεριά στη Σηστό και πρόσταξε τα πλοία να πάνε κι αυτά εκεί γιαλό γιαλό. [1.1.12] Αφού έφτασαν, και καθώς ετοιμάζονταν ν᾽ ανοιχτούν για ναυμαχία, τους έρχονται ενίσχυση —έχοντας συγκεντρώσει κι οι δυο τους χρήματα— ο Θηραμένης με είκοσι πλοία από τη Μακεδονία κι ο Θρασύβουλος μ᾽ άλλα είκοσι από τη Θάσο. [1.1.13] Ο Αλκιβιάδης τους παρήγγειλε να κατεβάσουν τα μεγάλα πανιά και να τον ακολουθήσουν, ενώ ο ίδιος ξεκινούσε για το Πάριο. Εκεί συνάχτηκαν συνολικά ογδόντα έξι πλοία, που έφυγαν νύχτα κι έφτασαν το άλλο μεσημέρι στην Προκόννησο. [1.1.14] Τότε έμαθαν ότι ο Μίνδαρος καθώς κι ο Φαρνάβαζος με το πεζικό του βρίσκονταν στην Κύζικο. Εκείνη τη μέρα έμεινε ο στόλος αγκυροβολημένος. Την επομένη, ο Αλκιβιάδης κάλεσε γενική συνέλευση, όπου εξήγησε στα πληρώματα ότι θα χρειαστεί να πολεμήσουν και στο πέλαγος, αλλά και στη στεριά και σε τείχη: «Εμείς», είπε, «δεν έχουμε χρήματα, ενώ στους εχθρούς μας δίνει άφθονα ο Βασιλεύς». [1.1.15] (Την προηγούμενη μέρα είχε συγκεντρώσει ευθύς κοντά του όλα τα πλεούμενα —ακόμη και τα μικρά— μην τύχει και μηνύσει κανένας στον εχθρό τη δύναμη του στόλου του· έβγαλε μάλιστα και προκήρυξη, που όριζε ποινή θανάτου για όποιον πιανόταν να πλέει προς την αντικρινή παραλία.) [1.1.16] Έπειτα από τη συνέλευση ετοιμάστηκε για ναυμαχία κι έβαλε πλώρη για την Κύζικο, με δυνατή βροχή. Την ώρα ωστόσο που έφτανε κοντά στην Κύζικο, άνοιξε ο καιρός κι έλαμψε ο ήλιος. Τότε αντίκρισε τον στόλο του Μινδάρου —εξήντα πλοία— που έκανε γυμνάσια μακριά από το λιμάνι· του ᾽χαν κιόλας αποκόψει την υποχώρηση. [1.1.17] Σαν είδαν οι Πελοποννήσιοι τους Αθηναίους με πολύ περισσότερα πλοία από πριν, και μάλιστα κοντά στο λιμάνι, κατέφυγαν στην παραλία και, αραδιάζοντας όλα μαζί τα καράβια, έστησαν μάχη με τους Αθηναίους που έπλεαν καταπάνω τους. [1.1.18] Ο Αλκιβιάδης έκανε κυκλωτική κίνηση με είκοσι πλοία και βγήκε στη στεριά· βλέποντάς το ο Μίνδαρος βγήκε κι αυτός, αλλά σκοτώθηκε πολεμώντας, κι ο στρατός του το ᾽βαλε στα πόδια. Οι Αθηναίοι αιχμαλώτισαν όλα τα εχθρικά πλοία —εκτός από τα πλοία των Συρακουσίων, που τα ᾽καψαν οι ίδιοι οι Συρακούσιοι— και τα πήγαν στην Προκόννησο, απ᾽ όπου την άλλη μέρα βάλαν πλώρη για την Κύζικο. [1.1.19] Οι Πελοποννήσιοι και ο Φαρνάβαζος είχαν εγκαταλείψει την πόλη, κι έτσι οι Κυζικηνοί δέχτηκαν τους Αθηναίους. [1.1.20] Ο Αλκιβιάδης έμεινε εκεί είκοσι μέρες, συγκεντρώνοντας πολλά χρήματα από τους Κυζικηνούς, αλλά δίχως να τους πειράξει σε τίποτ᾽ άλλο· κατόπιν έφυγε για την Προκόννησο κι από κει για την Πέρινθο και τη Σηλυμβρία. [1.1.21] Οι Περίνθιοι δέχτηκαν να μπει ο στρατός στην πόλη τους· οι Σηλύμβριοι δεν τον δέχτηκαν, έδωσαν όμως χρήματα. [1.1.22] Έπειτα οι Αθηναίοι πήγαν στη Χρυσόπολη (που ανήκε στη Καλχηδόνα), την οχύρωσαν, εγκατέστησαν τελωνείο κι άρχισαν να φορολογούν με το ένα δέκατο του φορτίου τους όσα εμπορικά πλοία έρχονταν από τον Εύξεινο. Άφησαν εκεί φρουρά τριάντα πολεμικά και δύο στρατηγούς, τον Θηραμένη και τον Εύμαχο, μ᾽ εντολή να επιτηρούν τη βάση και τα πλοία που ᾽βγαιναν από τα Στενά και να παρενοχλούν όσο μπορούν τον εχθρό· οι υπόλοιποι στρατηγοί έφυγαν για τον Ελλήσποντο. [1.1.23] Ο Ιπποκράτης, υπαρχηγός του Μινδάρου, έστειλε στη Λακεδαίμονα την ακόλουθη γραπτή αναφορά, που έπεσε στα χέρια των Αθηναίων: «Χάθηκαν τα πλοία. Μίνδαρος σκοτώθηκε. Πεινούν οι άντρες. Δεν ξέρουμε τί να κάνουμε». [1.1.24] Ωστόσο ο Φαρνάβαζος εμψύχωνε τον στρατό των Πελοποννησίων και των συμμάχων, λέγοντάς τους να μη χάνουν το θάρρος τους «για λίγα ξύλα», μια και είχαν σώσει τις ζωές τους: ξυλεία είχε άφθονη η χώρα του Βασιλέως. Έδωσε στον καθένα από ένα πανωφόρι και μισθό για δύο μήνες, όπλισε τους ναύτες και τους έβαλε να φρουρούν τις ακτές της σατραπείας του. [1.1.25] Ύστερα συγκέντρωσε τους στρατηγούς και τους τριηράρχους όλων των συμμαχικών πόλεων και τους είπε να ναυπηγήσουν στην Άντανδρο τόσα πολεμικά, όσα είχε χάσει ο καθένας τους· αυτός έδινε τα χρήματα, εκείνοι δεν είχαν παρά να φέρουν ξυλεία από την Ίδα. [1.1.26] Όσον καιρό κράτησε η ναυπήγηση των πλοίων, οι Συρακούσιοι βοήθησαν τους Αντανδρίους να χτίσουν ένα μέρος του τείχους των, κι έγιναν οι πιο αγαπητοί απ᾽ όλους με τον τρόπο που εκτελούσαν το χρέος τους σαν φρουροί· για τούτο οι Συρακούσιοι λογαριάζονται ευεργέτες της Αντάνδρου κι επίτιμοι πολίτες της. Αφού τακτοποίησε όλ᾽ αυτά, ο Φαρνάβαζος ξεκίνησε να βοηθήσει την Καλχηδόνα. περίμενε λίγο κι ύστερα έφυγε· όταν νύχτωσε, το καράβι του πήγαινε μπροστά — φωτισμένο, όπως είναι η συνήθεια, για να μην το χάσουν τ᾽ άλλα. Τότε ο Γοργώπας επιβίβασε τους άνδρες του και τον ακολούθησε, οδηγημένος από το φως, αλλά σ᾽ αρκετήν απόσταση, ώστε να μη φαίνεται μήτε ν᾽ ακούγεται· έβαλε μάλιστα τους κελευστές να δίνουν τον ρυθμό χτυπώντας πέτρες αντί να φωνάζουν, και τους κωπηλάτες να βυθίζουν τα κουπιά τους αθόρυβα. σημείο του νησιού και μπήκε στην πόλη. Ψήφισαν ακόμα και την επάνδρωση εξήντα πλοίων, εκλέγοντας στρατηγό τους τον Τιμόθεο.
|