Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΙΝΔΑΡΟΣ

Ἰσθμιονίκαις (8.1-8.20)


ΙΣΘΜΙΟΝΙΚΑΙΣ VIII

‹ΚΛΕΑΝΔΡΩΙ ΑΙΓΙΝΗΤΗΙ ΠΑΙΔΙ ΠΑΓΚΡΑΤΙΩΙ›


Κλεάνδρῳ τις ἁλικίᾳ [στρ. α]
τε λύτρον εὔδοξον, ὦ νέοι, καμάτων
πατρὸς ἀγλαὸν Τελεσάρχου παρὰ πρόθυρον
ἰὼν ἀνεγειρέτω
κῶμον, Ἰσθμιάδος τε νί-
κας ἄποινα, καὶ Νεμέᾳ
5 ἀέθλων ὅτι κράτος ἐξ-
εῦρε· τῶ καὶ ἐγώ, καίπερ ἀχνύμενος
5a θυμόν, αἰτέομαι χρυσέαν καλέσαι
6 Μοῖσαν. ἐκ μεγάλων δὲ πενθέων λυθέντες
6a μήτ᾽ ἐν ὀρφανίᾳ πέσωμεν στεφάνων,
μήτε κάδεα θερά-
πευε· παυσάμενοι δ᾽ ἀπράκτων κακῶν
γλυκύ τι δαμωσόμεθα καὶ μετὰ πόνον·
ἐπειδὴ τὸν ὑπὲρ κεφαλᾶς
10 γε† Ταντάλου λίθον παρά
τις ἔτρεψεν ἄμμι θεός,

ἀτόλματον Ἑλλάδι μό- [στρ. β]
χθον. ἀλλ᾽ ἐμοὶ δεῖμα μὲν παροιχομένων
καρτερὰν ἔπαυσε μέριμναν· τὸ δὲ πρὸ ποδὸς
ἄρειον ἀεὶ βλέπειν
χρῆμα πάν· δόλιος γὰρ αἰ-
ὼν ἐπ᾽ ἀνδράσι κρέμαται,
15 ἑλίσσων βίου πόρον· ἰ-
ατὰ δ᾽ ἐστὶ βροτοῖς σύν γ᾽ ἐλευθερίᾳ
15a καὶ τά. χρὴ δ᾽ ἀγαθὰν ἐλπίδ᾽ ἀνδρὶ μέλειν.
16 χρὴ δ᾽ ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα
16a Αἰγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν,
πατρὸς οὕνεκα δίδυ-
μαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων {θ᾽}
ὁπλόταται, Ζηνί τε ἅδον βασιλέϊ.
ὃ τὰν μὲν παρὰ καλλιρόῳ
20 Δίρκᾳ φιλαρμάτου πόλι-
ος ᾤκισσεν ἁγεμόνα·


ΟΓΔΟΟΣ ΙΣΘΜΙΟΝΙΚΗΣ

(ΚΛΕΑΝΔΡΩ ΑΙΓΙΝΙΤΗ ΠΑΓΚΡΑΤΙΩ)


Στον Κλέαντρο και στη νιότη του [στρ. α]
ας πάμε, ω νέοι, τ᾽ άξια των μόχτων του λύτρα
και μπρός στα λαμπρά του πατέρα του
του Τελεσάρχου τα πρόθυρα
το γιορτινό το τραγούδι ας του υψώσομε,
πλερωμή για τη νίκη του στα Ίσθμια
5και για τ᾽ άθλα που στα Νέμεα κέρδισε.
Γι᾽ αυτόν κι από μένα ζητούν,
αν κι έχω βαριά πληγωμένη καρδιά,
τη χρυσή να καλέσω τη Μούσα.
Μ᾽ αφού απ᾽ τα μεγάλα γλιτώσαμε πένθη,
σε στεφάνων ορφάνια ας μην πέσουμε·
μην παραχαϊδεύεις τις λύπες·
σε ανώφελους βάζοντας τέλος καημούς
και μετά από τον πόνο
χαρούμενο ας βγάλουμε κάτι στη μέση,
10μια και την πέτρα του Τάνταλου
που στο κεφάλι μας κρέμονταν,
την απόστρεψε κάποιος θεός από πάνω μας,

για την Ελλάδα ένα μόχτον ατόλμητο. [στρ. β]
Έτσι για μένα, κι ο φόβος που πέρασε
απ᾽ τη σκληρή μου την έγνοια με λύτρωσε·
κάλλιο το τί ᾽ναι στα πόδια σου μπρος
να ᾽χεις κάθε φορά να κοιτάς
γιατί άπιστος κρέμεται ο Χρόνος στον άνθρωπο επάνω
και της ζωής κλωθοστρίβει τους δρόμους·
15μα τ᾽ άλλα εκείνα γιατρεύουνται, φτάνει
να μη χαθεί η λευτεριά.
Ο άντρας, του αξίζει να θρέφει γενναίες ελπίδες·
κι εγώ της εφτάπυλης γέννημα Θήβας,
την ανθοκορφή των Χαρίτων χρωστώ
να προσφέρω στην Αίγινα πρώτα,
γιατ᾽ από ᾽να πατέρα γεννήθηκαν δίδυμες
του Ασωπού θυγατέρες νεότερες
κι απ᾽ το Δία πατέρα το ίδιο αγαπήθηκαν,
20που τη μια στης καλλίροης τις όχτες της Δίρκης
την κατάστησε δέσποινα πάλης φιλάρματης