ΣΚΗΝΗ: Το σπίτι του Τρυγαίου με στάβλο μπροστά του· μια σπηλιά, με το άνοιγμά της κλεισμένο με μεγάλες πέτρες· το σπίτι του Δία στον ουρανό.
Έξω από το σπίτι του Τρυγαίου και ακριβώς μπροστά στην κλειστή πόρτα του στάβλου δυο υπηρέτες· ο ένας ζυμώνει κοπριά σε μια σκάφη και ο άλλος κουβαλά μέσα στο στάβλο τα κομμάτια της ζύμης που ετοιμάζονται κάθε τόσο.
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Πίτα για το σκαθάρι! Αμέσως! Σβέλτα!
Ο ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΥΠΗΡΕΤΗΣ
Δώσ᾽ του, π᾽ ανάθεμά το· κι άλλη πίτα
πιο νόστιμη ποτέ του να μη φάει.
ΠΡΩ. Κι άλλη! Γαϊδάρου πλάσε καβαλίνα.
ΔΕΥ. Πάρε. Κι αυτή που τώρα δα του πήγες;
Δεν την έφαγε; ΠΡΩ. Μπα! Με τα δυο πόδια
την κύλησε αρπαχτά, χλαπ μια και κάτω.
Τρίβε πολλές, σφιχτές σφιχτές, και σβέλτα.
ΔΕΥ. Σκουπιδαραίοι, να ζήσετε, βοηθάτε·
10αλλιώς, θα σκάσω· το βαστά η καρδιά σας;
ΠΡΩ. Κι άλλη! Νεαρού που να κουνιέται· λέει
πως θέλει μια καλά τριμμένη. ΔΕΥ. Πάρε.
Στους θεατές.
Ένα μονάχα, κύριοι, δε φοβούμαι:
πως θα μου πουν πως κλέβω από τη ζύμη.
ΠΡΩ. Αχ συφορά μου· δώσε κι άλλη· κι άλλη·
πλάθε γραμμή. ΔΕΥ. Μα τον Απόλλωνα, όχι·
μ᾽ έπνιξε αυτή η σεντίνα· δεν αντέχω.
ΠΡΩ. Τότε του πάω την ίδια τη σεντίνα.
Παίρνει τη σκάφη και την πηγαίνει μέσα στο στάβλο.
ΔΕΥ. Ναι, στην οργή να πάει· κι εσύ μαζί της.
20Ποιός θα μου πει, ποιός ξέρει, κύριοι, πού
πουλάνε μύτες που δεν έχουν τρύπες;
Φριχτότερη δουλειά απ᾽ αυτή δεν είναι,
να ζυμώνεις πιτούλες για σκαθάρι.
Γουρούνια και σκυλιά τα χάφτουν, όπως
τα κάνεις· τούτο δω μας κάνει νάζια·
δεν καταδέχεται ούτε να τ᾽ αγγίξει.
αν δεν του τα ζυμώσω εγώ ολημέρα
σα φραντζόλες που αρέσουν στις κυράδες.
Να απόφαγε; Ποιός ξέρει; Ας μισοανοίξω
30την πόρτα, αλλά σιγά, να μη με νιώσει.
Χάφτε, μωρέ· ποτέ μη σταματήσεις,
ώσπου να σκάσεις. Το καταραμένο,
σκύβει σαν παλαιστής, και τρώει, ανοίγει
τα δαγκανάρια, γυροφέρνει πόδια
και κεφάλι ετσιδά, σαν τους μαστόρους
που στρίβουν παλαμάρια για μαούνες.
Λαίμαργο ζώο· βρομιά και σιχαμάρα·
τέτοιο κακό ποιός θεός να το ᾽χει στείλει;
40Όχ᾽ η Αφροδίτη, σίγουρα· μα κι ούτε
οι Χάριτες.
ΠΡΩ., που στο αναμεταξύ βγήκε από το στάβλο.
Ποιός τότε; ΔΕΥ. Δίχως άλλο, ο
Δίας Καταιβάτης· ναι, δικό του δώρο.
|