ΣΚΗΝΗ: Το σπίτι του Φιλοκλέωνα.
Νύχτα. Στο βάθος, το σπίτι του Φιλοκλέωνα, περιτυλιγμένο ολόκληρο με δίχτυ. Στην πόρτα, δεξιά ο ένας, αριστερά ο άλλος, φρουρούν ο Σωσίας και ο Ξανθίας, παλεύοντας με τον ύπνο που τους κυριεύει. Πάνω στο δώμα κοιμάται ο Βδελυκλέωνας. Ο Σωσίας σπρώχνει το συνάδελφό του, που τον πήρε ο ύπνος.
ΣΩΣΙΑΣ
Τί σου ᾽ρθε, βρε κακόμοιρε Ξανθία;
ΞΑΝΘΙΑΣ
Μαθαίνω πώς χαλά η φρουρά της νύχτας.
ΣΩΣ. Τότε λοιπόν η πλάτη σου σε τρώει.
Ξέρεις τί ζωντανό φυλάμε; ΞΑΝ. Ξέρω,
μα λαχταρώ μια στάλα να ξεγνοιάσω.
ΣΩΣ. Δοκίμασε την τύχη σου· ύπνου γλύκα
και στα δικά μου χύνεται τα μάτια.
Μετανίζουν και οι δύο από τη νύστα.
ΞΑΝ., ξανανοίγοντας τα μάτια του.
Σε πιάνει τρέλα ή ζάλη Κορυβάντων;
ΣΩΣ. Όχι· ύπνος που ο Σαβάζιος μου τον στέλνει.
10ΞΑΝ. Τον ίδιο θεό κι οι δυο μας προσκυνούμε·
και στα δικά μου βλέφαρα ένας ύπνος
χίμηξε μετανίτης, όμοιος Μήδος,
τώρα δα, και παράξενο όνειρο είδα.
ΣΩΣ. Κι εγώ· ποτέ δεν είδα κάτι τέτοιο.
Πες πρώτα το δικό σου. ΞΑΝ. Αϊτός πελώριος
είδα να ορμά στην αγορά, ν᾽ αρπάζει
μπρουντζοντυμένη ασπίδα με τα νύχια,
στα ουράνια να τη φέρνει, κι απ᾽ τα χέρια
να πέφτει αυτή του Κλεώνυμου. ΣΩΣ. Ώστε γρίφος
20και Κλεώνυμος καθόλου δε διαφέρουν.
Στα γλέντια θα ρωτούν: «Ποιό ζώο, μαντέψτε,
στη γη, στον ουρανό και μες στο κύμα
αφήνει την ασπίδα του να πέφτει;»
ΞΑΝ. Μωρέ όνειρο και τούτο! Οϊμέ, ποιός ξέρει
τί μου μέλλεται; ΣΩΣ. Θάρρος και δεν είναι
φοβερό, σου τ᾽ ορκίζομαι. ΞΑΝ. Δεν είναι;
Ν᾽ αφήνεις να σου φεύγουν τ᾽ άρματά σου!
Πες τώρα το δικό σου. ΣΩΣ. Είναι σπουδαίο·
για όλο το σκάφος πρόκειται του κράτους.
30ΞΑΝ. Αρχίνα απ᾽ την … καρίνα και προχώρει.
ΣΩΣ. Πάνω στο πρωτοΰπνι, είδα πως τάχα
τα πρόβατα είχαν σύναξη στην Πνύκα·
είχαν ραβδιά, φορούσαν κοντογούνια·
κι έβγαζε, λέει, στα πρόβατα ένα λόγο
μια φάλαινα φαγάνα, καταβόθρα,
με φωνή σα γουρούνας που την καίνε.
ΞΑΝ. Πω πω! ΣΩΣ. Τί τρέχει; ΞΑΝ. Μην το πεις· σταμάτα·
βρομά τομάρι σάπιο τ᾽ όνειρό σου.
ΣΩΣ. Κι έπειτα η βρομοφάλαινα, κρατώντας
40ζυγαριά, βοδινά ζύγιαζε λίπη.
ΞΑΝ. Λύπη, διχόνοια στο λαό θα φέρει·
αλί μας! ΣΩΣ. Πλάι της, λέει, καθόταν χάμω
ο Θέωρος, κι είχε κόρακα κεφάλι.
Τότε μου λέει τσευδά ο Αλκιβιάδης:
«Κεφάλι κόλακα έχει ο Θέωλος· βλέπεις;
ΞΑΝ. Πετυχημένο αυτό το τσεύδισμά του.
ΣΩΣ. Να γίνει ο Θέωρος κόρακας! Δεν είναι
παράξενο; ΞΑΝ. Καθόλου· είν᾽ έξοχο. ΣΩΣ. Έτσι;
Και πώς; ΞΑΝ. Ρωτάς; Από άνθρωπος, κοράκι
έγινε ξαφνικά· ολοφάνερο είναι
50τ᾽ όνειρο τί σημαίνει· από κοντά μας
ολόισα θα τραβήξει στα κοράκια.
ΣΩΣ. Ωραία που τα ξηγάς! Ονειροκρίτη
με δυο οβολούς μισθό θα σε διορίσω.
Μικρή διακοπή.
|