ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Η σκηνή στην Αθήνα: δείχνει δύο σπίτια, του Δημέα και του Νικηράτου. Εισέρχεται ο Μοσχίων, γιος του Δημέα.
[ΜΟΣΧΙΩΝ]
(λείπουν περίπου 10 στίχοι)
Λυπάμαι πολύ που πρέπει
να στενοχωρήσω τον πατέρα μου. Έχω φταίξει.
Θα το μάθει, όπως λογαριάζω, τώρα που έρχεται.
5Αλλά καλύτερα να τα πω σε σας, αφού σας
περιγράψω τον χαρακτήρα του.
Από μικρό παιδί με έχει καλομάθει — τα θυμάμαι
καλά, αλλά τα αφήνω. Τότε ακόμη ήμουν ανώριμος.
10Έγινα δεκαοκτώ χρονών, όπως όλα τα παιδιά.
Όπως λέει η παροιμία «ένας από τον σωρό».
Όμως από τη μοίρα μου, μα τον Δία, είμαι
ο πιο δυστυχισμένος. Αλήθεια, τίποτε δεν είμαστε!
Η διαφορά μου ήταν ότι έγινα χορηγός
15και πήρα αξιώματα. Μου είχε σκυλιά και άλογα.
Έλαμψε το ιππικό της φυλής μου με μένα αρχηγό.
Είχα τα μέσα να βοηθώ στην ανάγκη τους φίλους μου.
Χάρη σ᾽ εκείνον ήμουν άνθρωπος. Όμως του τα
ανταπέδιδα αυτά όπως μπορούσα: ήμουνα
τύπος και υπογραμμός στη συμπεριφορά μου.
Ύστερα συνέβη —όλα τα δικά μας θα σας τα πω,
20μια κι έχω χρόνο στη διάθεσή μου—
συνέβη λοιπόν εκείνος να ερωτευθεί μια εταίρα
από τη Σάμο, πράγμα φυσικό κι ανθρώπινο.
Αυτό το έκρυβε, ντρεπότανε. Εγώ, χωρίς εκείνος
να θέλει, το έμαθα και σκέφτηκα, πως αν δεν
25γίνει δική του η γυναίκα, θα έχει φασαρίες
με τους νεαρούς αντεραστές του,
αλλά αυτό, ίσως ντρεπόταν εμένα, να το κάνει.
Εγώ [βοήθησα] να την πάρει στο σπίτι να συζήσουν
(λείπουν περίπου 20 στίχοι)
|