ΠΡΟΛΟΓΟΣ Σκηνικό: η σπηλιά του Κύκλωπα στη Σικελία. Στο βάθος της σκηνής φαίνεται το στόμιο της σπηλιάς. Η μία από τις εισόδους του θεάτρου (ας πούμε η δεξιά) υποτίθεται πως οδηγεί στα γειτονικά βοσκοτόπια· η άλλη (ας πούμε η αριστερή) βγάζει στο κοντινό λιμάνι.
ΣΙΛΗΝΟΣ
Διόνυσε Κοσμοχαλαστή, δες τί τραβώ για σένα
τώρα, μα και στα νιάτα μου, που ᾽χα γερό κορμί.
Θυμάσαι που σου εσάλεψε τον νου σου η Ήρα, κι έφυγες,
μακριά απ᾽ τις παραμάνες σου, τις Νύμφες των βουνών;
5Ή πιο μετά, σαν πολεμάγαμε τα τέρατα που φύτρωσαν
από τη μάνα Γη —τους Γίγαντες με τ᾽ όνομα—,
δεξί σου χέρι, υπασπιστής, βράχος ακλόνητος εγώ,
του ᾽δωσα μια του Εγκέλαδου, κέντρο δοξαπατρί,
με το κοντάρι μου γερά και τάβλα τον εξάπλωσα.
—Ένα λεπτό: ονειρεύομαι;— Όχι, το δίχως άλλο,
αφού έδειξα, μα τον Θεό, τα λάφυρα στον Βάκχο.
10Μα οι φουρτούνες μου δεν τέλειωσαν· άλλες με πνίγουν τώρα.
Βλέπεις, σαν έμαθα πως έστειλε τους πειρατές οι Ήρα
για να σε διώξει μακριά, σ᾽ αγύριστο ταξίδι,
μπάρκαρα με τα τέκνα μου, κι εκίνησα να σέ ᾽βρω.
15Έκατσα το λοιπόν εγώ στην πρύμνη άκρην άκρη,
και κουμαντάριζα το δίσκαρμο πλεούμενο — καπετάνιος!
Οι γιοι μου αδράξαν τα κουπιά, κι ελεύκαιναν χτυπώντας
τη γαλανή τη θάλασσα με παφλασμό κι αφρό.
Προορισμός του ταξιδιού εσύ ᾽σουν, άρχοντά μας.
Σαν πιάσαμε Καβομαλιά, Λεβάντες μανιασμένος
20εφύσηξε· μας έριξε στης Σικελίας τα βράχια.
Μένουν εδώ μονόφθαλμα παιδιά του Ποσειδώνα,
οι ανθρωποφάγοι Κύκλωπες, στις έρημες σπηλιές.
Μας αιχμαλώτισε ένας τους και δούλους του μας έχει
—Πολύφημος με τ᾽ όνομα· τούτος είν᾽ ο αφέντης μας.
25Κι αφήσαμε του Βάκχου μας την ιερή λατρεία,
και βόσκουμε του Κύκλωπα του ανόσιου τα κοπάδια.
Τα παιδιά μου, το λοιπόν, σαν νεαρούληδες που είναι,
μικρά βόσκουν προβατάκια στις πλαγιές ψηλά ψηλά.
Εγώ έμεινα δω πέρα — κι έχω ένα σωρό αγγαρείες:
30να γεμίσω τις ποτίστρες, να σκουπίσω τη σπηλιά,
να ετοιμάσω το τραπέζι —φριχτό, ανόσιο φαΐ—
του Κύκλωπα, του απάνθρωπου, του τρισκαταραμένου.
Τώρα πρέπει το λοιπόν, όπως μ᾽ έχουνε προστάξει,
τη σπηλιά να συγυρίσω με τη σιδεροτσουγκράνα.
(Δείχνει το εργαλείο που βαστά στο χέρι του.)
Να στραφτοκοπά από πάστρα η σπηλιά, σαν θα γυρίσει
35ο αφέντης μου ο Κύκλωψ — και τα πρόβατα μαζί του.
(Ο Χορός των Σατύρων αρχίζει να πλησιάζει στην ορχήστρα από τη δεξιά είσοδο· χορεύουν ζωηρά. Τους συνοδεύουν δούλοι, που αργότερα θα μαντρώσουνε τα πρόβατα στη σπηλιά του Κύκλωπα [στ. 82-83].)
Βρε, καλώς τα τά παιδιά μου! Σαλαγούνε κατά δω
τα κοπάδια. —Μα τί ᾽ν᾽ τούτο; Βρε σεις, πιάσατε χορό;
Τσιφτετέλια, ντιριντάχτα, βαρύ ποδοβολητό;
Έτσι κάνατε παλιά, τότε που τρεκλίζατε,
διμοιρία μεθυσμένη, από το ᾽να σπίτι στ᾽ άλλο,
για τις μπερμπαντιές του Βάκχου η τιμητική φρουρά!
40—Όλοι σεινάμενοι κουνάμενοι, νταούλια και ζουρνάδες.
|