Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΕΥΡΙΠΙΔΗΣ

Βάκχαι (1-63)


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Ἥκω Διὸς παῖς τήνδε Θηβαίαν χθόνα
Διόνυσος, ὃν τίκτει ποθ᾽ ἡ Κάδμου κόρη
Σεμέλη λοχευθεῖσ᾽ ἀστραπηφόρωι πυρί·
μορφὴν δ᾽ ἀμείψας ἐκ θεοῦ βροτησίαν
5 πάρειμι Δίρκης νάμαθ᾽ Ἱσμηνοῦ θ᾽ ὕδωρ.
ὁρῶ δὲ μητρὸς μνῆμα τῆς κεραυνίας
τόδ᾽ ἐγγὺς οἴκων καὶ δόμων ἐρείπια
τυφόμενα Δίου πυρὸς ἔτι ζῶσαν φλόγα,
ἀθάνατον Ἥρας μητέρ᾽ εἰς ἐμὴν ὕβριν.
10 αἰνῶ δὲ Κάδμον, ἄβατον ὃς πέδον τόδε
τίθησι, θυγατρὸς σηκόν· ἀμπέλου δέ νιν
πέριξ ἐγὼ ᾽κάλυψα βοτρυώδει χλόηι.
λιπὼν δὲ Λυδῶν τοὺς πολυχρύσους γύας
Φρυγῶν τε, Περσῶν ἡλιοβλήτους πλάκας
15 Βάκτριά τε τείχη τήν τε δύσχιμον χθόνα
Μήδων ἐπελθὼν Ἀραβίαν τ᾽ εὐδαίμονα
Ἀσίαν τε πᾶσαν ἣ παρ᾽ ἁλμυρὰν ἅλα
κεῖται μιγάσιν Ἕλλησι βαρβάροις θ᾽ ὁμοῦ
πλήρεις ἔχουσα καλλιπυργώτους πόλεις,
20 ἐς τήνδε πρώτην ἦλθον Ἑλλήνων πόλιν,
τἀκεῖ χορεύσας καὶ καταστήσας ἐμὰς
τελετάς, ἵν᾽ εἴην ἐμφανὴς δαίμων βροτοῖς.
πρώτας δὲ Θήβας τάσδε γῆς Ἑλληνίδος
ἀνωλόλυξα, νεβρίδ᾽ ἐξάψας χροὸς
25 θύρσον τε δοὺς ἐς χεῖρα, κίσσινον βέλος·
ἐπεί μ᾽ ἀδελφαὶ μητρός, ἃς ἥκιστ᾽ ἐχρῆν,
Διόνυσον οὐκ ἔφασκον ἐκφῦναι Διός,
Σεμέλην δὲ νυμφευθεῖσαν ἐκ θνητοῦ τινος
ἐς Ζῆν᾽ ἀναφέρειν τὴν ἁμαρτίαν λέχους,
30 Κάδμου σοφίσμαθ᾽, ὧν νιν οὕνεκα κτανεῖν
Ζῆν᾽ ἐξεκαυχῶνθ᾽, ὅτι γάμους ἐψεύσατο.
τοιγάρ νιν αὐτὰς ἐκ δόμων ὤιστρησ᾽ ἐγὼ
μανίαις, ὄρος δ᾽ οἰκοῦσι παράκοποι φρενῶν,
σκευήν τ᾽ ἔχειν ἠνάγκασ᾽ ὀργίων ἐμῶν.
35 καὶ πᾶν τὸ θῆλυ σπέρμα Καδμείων, ὅσαι
γυναῖκες ἦσαν, ἐξέμηνα δωμάτων·
ὁμοῦ δὲ Κάδμου παισὶν ἀναμεμειγμέναι
χλωραῖς ὑπ᾽ ἐλάταις ἀνορόφους ἧνται πέτρας.
δεῖ γὰρ πόλιν τήνδ᾽ ἐκμαθεῖν, κεἰ μὴ θέλει,
40 ἀτέλεστον οὖσαν τῶν ἐμῶν βακχευμάτων,
Σεμέλης τε μητρὸς ἀπολογήσασθαί μ᾽ ὕπερ
φανέντα θνητοῖς δαίμον᾽ ὃν τίκτει Διί.
Κάδμος μὲν οὖν γέρας τε καὶ τυραννίδα
Πενθεῖ δίδωσι θυγατρὸς ἐκπεφυκότι,
45 ὃς θεομαχεῖ τὰ κατ᾽ ἐμὲ καὶ σπονδῶν ἄπο
ὠθεῖ μ᾽ ἐν εὐχαῖς τ᾽ οὐδαμοῦ μνείαν ἔχει.
ὧν οὕνεκ᾽ αὐτῶι θεὸς γεγὼς ἐνδείξομαι
πᾶσίν τε Θηβαίοισιν. ἐς δ᾽ ἄλλην χθόνα,
τἀνθένδε θέμενος εὖ, μεταστήσω πόδα,
50 δεικνὺς ἐμαυτόν· ἢν δὲ Θηβαίων πόλις
ὀργῆι σὺν ὅπλοις ἐξ ὄρους βάκχας ἄγειν
ζητῆι, ξυνάψω μαινάσι στρατηλατῶν.
ὧν οὕνεκ᾽ εἶδος θνητὸν ἀλλάξας ἔχω
μορφήν τ᾽ ἐμὴν μετέβαλον εἰς ἀνδρὸς φύσιν.
55ἀλλ᾽, ὦ λιποῦσαι Τμῶλον, ἔρυμα Λυδίας,
θίασος ἐμός, γυναῖκες ἃς ἐκ βαρβάρων
ἐκόμισα παρέδρους καὶ ξυνεμπόρους ἐμοί,
αἴρεσθε τἀπιχώρι᾽ ἐν Φρυγῶν πόλει
τύπανα, Ῥέας τε μητρὸς ἐμά θ᾽ εὑρήματα,
60 βασίλειά τ᾽ ἀμφὶ δώματ᾽ ἐλθοῦσαι τάδε
κτυπεῖτε Πενθέως, ὡς ὁρᾶι Κάδμου πόλις.
ἐγὼ δὲ βάκχαις, ἐς Κιθαιρῶνος πτυχὰς
ἐλθὼν ἵν᾽ εἰσί, συμμετασχήσω χορῶν.


ΠΡΟΛΟΓΟΣ


ΔΙΟΝΥΣΟΣ
Έφθασα εδώ
στη γη των Θηβαίων.
Είμαι ο Διόνυσος,
ο υιός του Διός.
Μ᾽ έφερε στον κόσμο η κόρη του Κάδμου η Σεμέλη,
τότε που την ξεγέννησε το λαμπερό πυρ της αστραπής.
Τη θεϊκή μορφή μου με μορφή θνητού την άλλαξα
5και στέκω εδώ στα νάματα της Δίρκης και το νερό του Ισμηνού.
Βλέπω μπροστά μου, πλάι στο παλάτι, το μνήμα της μητρός μου,
που την επήρε ο κεραυνός.
Τα ερείπια του οίκου της καπνίζουν.
Η φλόγα του ιερού πυρός ζει ακόμη
—αθάνατη ύβρις της Ήρας προς τη μητέρα μου.
10Επαινώ τον Κάδμο
που εκήρυξε άβατο αυτό το χώρο,
ιερό περίβολο της θυγατρός του.
Εγώ τον σκέπασα με χλωρό κλήμα πολυστάφυλο.

Άφησα τους πολύχρυσους κάμπους της Λυδίας και της Φρυγίας,
πέρασα τα ηλιοδαρμένα υψίπεδα των Περσών
και τα Βάκτρια τείχη
15και την άγρια χώρα των Μήδων
και την ευλογημένη Αραβία
και τη Μικρά Ασία ολόκληρη,
που απλώνεται πλάι στο αλμυρό κύμα
με τους ωραίους πύργους της να στεφανώνουν πόλεις πολυάνθρωπες,
όπου Έλληνες και βάρβαροι ζουν αξεχώριστοι,
20και ήρθα σ᾽ αυτή την πόλη των Ελλήνων,
αφού πρώτα εκεί τους έριξα στους χορούς και καθιέρωσα τις τελετές μου,
για να είμαι θεός φανερωμένος στους θνητούς.

Σε γη ελληνική, πρώτη την πόλη της Θήβας
την έντυσα με το δέρμα του ελαφιού,
25της έβαλα στο χέρι τον θύρσο, το κισσοστόλιστο βέλος,
και την ανάγκασα να υψώσει τον ιερό αλαλαγμό,
επειδή οι αδελφές της μητρός μου,
οι τελευταίες που θα ᾽πρεπε,
δεν αναγνώριζαν ότι ο Διόνυσος είναι γιος του Διός·
η Σεμέλη, έλεγαν, κοιμήθηκε με κάποιο θνητό
και ύστερα φόρτωσε στον Δία το αμαρτωλό κρεβάτι της
30—τεχνάσματα του Κάδμου.
Και διατυμπάνιζαν ότι αυτός ήταν ο λόγος που την σκότωσε ο Ζευς,
το ψέμα ότι πλάγιασε μαζί της.
Εγώ λοιπόν αυτές τις ίδιες τις κέντρισα με τη μανία.
Άφησαν τα σπίτια τους και αλλοπαρμένες κατοικούν στα όρη.
Τις ανάγκασα να φορέσουν τη στολή των οργίων μου.
35Και όλο το γυναικείο γένος των Καδμείων,
όσες γυναίκες υπήρχαν,
από τα σπίτια τους τις σήκωσα με τη μανία.
Μαζί με τις κόρες του Κάδμου, όλες τους ένα,
κάθονται κάτω από χλωρά έλατα πάνω σε γυμνούς βράχους.
Η πόλη αυτή πρέπει κάποτε να μάθει, ακόμη και αν δεν θέλει,
40τί θα πει να μένει αμύητη στις τελετές μου·
και πρέπει να υπερασπιστώ τη μητέρα μου τη Σεμέλη,
να φανερώσω στους θνητούς ότι είμαι θεός
που με γέννησε με τον Δία.

Ο Κάδμος, τώρα, παρέδωσε τιμή και βασιλεία στον γιο της θυγατρός του τον Πενθέα.
45Εκείνος με πολεμά και γίνεται θεομάχος.
Από τις σπονδές με αποκλείει
και στις προσευχές του ποτέ δεν με θυμάται.
Σ᾽ αυτόν λοιπόν και σ᾽ όλους τους Θηβαίους
θα δείξω ότι είμαι θεός.
Και όταν εδώ βάλω τα πράγματα σε τάξη,
θα κατευθύνω σε άλλη γη τα βήματά μου,
φανερώνοντας ποιός είμαι.
50Αν η πόλη των Θηβαίων ζητήσει οργισμένη
να διώξει από τα όρη τις βάκχες με τα όπλα,
θα οδηγήσω τον στρατό των μαινάδων και θα δώσω μάχη.
Γι᾽ αυτό έχω πάρει όψη θνητού και μεταμορφώθηκα σε άνδρα.

55Θίασέ μου,
γυναίκες που αφήσατε τον Τμώλο, την ασπίδα της Λυδίας,
που σας φέρνω από χώρες βαρβάρων,
αχώριστες συντρόφισσές μου όπου σταθώ και όπου βρεθώ,
υψώστε τα φρυγικά τύμπανα,
εύρημα της μητέρας Ρέας και δικό μου,
60ελάτε γύρω από τα βασιλικά δώματα του Πενθέα
και χτυπάτε, για να βλέπει η πόλη του Κάδμου.
Εγώ θα πάω στα φαράγγια του Κιθαιρώνα,
όπου βρίσκονται οι βάκχες,
και μαζί τους θα μοιραστώ τους χορούς.