ΒΙΒΛΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ [2.1.1] [Με ποιόν τρόπο συγκεντρώθηκε από τον Κύρο το ελληνικό στράτευμα, όταν ετοίμαζε την εκστρατεία ενάντια στον αδερφό του Αρταξέρξη, και όσα έγιναν κατά την πορεία και πώς έγινε η μάχη και πώς ο Κύρος σκοτώθηκε και πώς πήγαν οι Έλληνες στο στρατόπεδο και κοιμήθηκαν, με την εντύπωση ότι είναι πέρα για πέρα νικητές και ότι ο Κύρος είναι ζωντανός, όλα έχουν ειπωθεί στην προηγούμενη διήγηση.] [2.1.2] Μόλις ξημέρωσε μαζεύτηκαν οι στρατηγοί και απορούσαν που ο Κύρος ούτε έστειλε κανέναν να τους πει τί έπρεπε να κάμουν, ούτε παρουσιάστηκε ο ίδιος. Αποφάσισαν, λοιπόν, να συμμαζέψουν τα πράγματά τους, να πάρουν τα όπλα τους και να αρχίσουν να προχωρούν, ώσπου να συναντηθούν με τον Κύρο. [2.1.3] Ξεκινούσαν πια τη στιγμή που έβγαινε ο ήλιος, όταν ήρθε ο Προκλής ο διοικητής της Τευθρανίας, που καταγόταν από το Δημάρατο το Σπαρτιάτη, και ο Γλους, ο γιός του Ταμώ. Αυτοί έφεραν την είδηση πως ο Κύρος είχε σκοτωθεί κι ο Αριαίος μαζί με τους άλλους βαρβάρους είχε πάει στο σταθμό, απ᾽ όπου την προηγούμενη μέρα είχαν ξεκινήσει. Αυτός παράγγειλε να τους πουν πως εκείνη την ημέρα θα τους περιμένουν, αν πρόκειται να πάνε, την επόμενη όμως είπε πως θα φύγει για την Ιωνία, απ᾽ όπου ήρθε. [2.1.4] Όταν τ᾽ άκουσαν αυτά οι στρατηγοί και τα έμαθαν και οι άλλοι Έλληνες, ένιωσαν μεγάλη στενοχώρια. Ο Κλέαρχος τότε είπε αυτά εδώ: «Μακάρι να ζούσε ο Κύρος. Αφού όμως έχει πεθάνει, πέστε στον Αριαίο πως εμείς έχουμε νικήσει το βασιλιά και κανένας πια δεν μας πολεμά, όπως βλέπετε. Αν μάλιστα δεν ερχόσαστε σεις, εμείς θα κυνηγούσαμε το βασιλιά και το στρατό του. Πάντως υποσχόμαστε στον Αριαίο πως, αν έρθει εδώ, θα τον εγκαταστήσουμε στο βασιλικό θρόνο. Γιατί η εξουσία ανήκει σε κείνους που νικούν στη μάχη». [2.1.5] Αυτά είπε και στέλνει πίσω τους αγγελιοφόρους και μαζί τους το Χειρίσοφο το Λακεδαιμόνιο και το Μένωνα το Θεσσαλό. Γιατί αυτό το ήθελε κι ο ίδιος ο Μένωνας, μια και συνδεόταν με τον Αριαίο με φιλία και φιλοξενία. [2.1.6] Εκείνοι έφυγαν, ενώ ο Κλέαρχος περίμενε. Οι στρατιώτες πάλι εξασφάλιζαν όπως όπως την τροφή τους από τα ζώα, σφάζοντας δηλαδή τα βόδια και τα γαϊδούρια. Για ξύλα χρησιμοποιούσαν, προχωρώντας λίγο από το μέρος που είχαν παραταχθεί κι έκαναν τη μάχη, τα βέλη, που ήταν πολλά, γιατί οι Έλληνες ανάγκαζαν εκείνους που αυτομολούσαν από το στρατό του βασιλιά να τα βγάζουν έξω από τις φαρέτρες. Χρησιμοποιούσαν ακόμα για ξύλα και ασπίδες φτιαγμένες με κλωνάρια λυγαριάς, καθώς και τις ξύλινες τις αιγυπτιακές. Αλλά υπήρχαν εκεί πεταμένες και ασπίδες από ξύλο ιτιάς, καθώς και αμάξια, και μπορούσαν να τα παίρνουν. Όλα αυτά χρησιμοποιώντας τα για ξύλα, έβραζαν κρέατα κι έτρωγαν εκείνη την ημέρα. [2.1.7] Ήταν πια η ώρα που η αγορά είναι γεμάτη από κόσμο, και έρχονται από το βασιλιά και τον Τισσαφέρνη απεσταλμένοι. Μερικοί ήταν βάρβαροι, ένας όμως απ᾽ αυτούς, ο Φαλίνος, ήταν Έλληνας, που έτυχε να είναι στην υπηρεσία του Τισσαφέρνη και να τον έχουν οι Πέρσες σε μεγάλη υπόληψη. Γιατί έκανε πως ήξερε τάχα καλά την τακτική του πολέμου και τη χρήση των όπλων. [2.1.8] Αυτοί πλησίασαν, κάλεσαν τους αρχηγούς των Ελλήνων και τους είπαν ότι ο βασιλιάς, επειδή συμβαίνει να είναι νικητής και να έχει σκοτώσει τον Κύρο, στέλνει διαταγή στους Έλληνες να παραδώσουν τα όπλα και να πάνε στη σκηνή του, μήπως μπορέσουν και πετύχουν κάτι καλό. [2.1.9] Αυτά είπαν οι απεσταλμένοι του βασιλιά. Οι Έλληνες αγανάχτησαν που τ᾽ άκουσαν, ενώ ο Κλέαρχος αποκρίθηκε μονάχα τούτο, ότι δεν ταιριάζει να παραδίνουν οι νικητές τα όπλα τους. Και πρόσθεσε: «Εσείς, στρατηγοί, δώστε την καλύτερη και αξιοπρεπέστερη απάντηση που μπορείτε· κι εγώ θα γυρίσω στη στιγμή». Γιατί κάποιος από τους υπηρέτες τον φώναξε για να παρατηρήσει τα βγαλμένα σπλάχνα των σφαγμένων ζώων, επειδή έτυχε να θυσιάζει. και του είπε:
|