Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΠΛΑΤΩΝ

Λύσις (203a-205a)


[203a] Ἐπορευόμην μὲν ἐξ Ἀκαδημείας εὐθὺ Λυκείου τὴν ἔξω τείχους ὑπ᾽ αὐτὸ τὸ τεῖχος· ἐπειδὴ δ᾽ ἐγενόμην κατὰ τὴν πυλίδα ᾗ ἡ Πάνοπος κρήνη, ἐνταῦθα συνέτυχον Ἱπποθάλει τε τῷ Ἱερωνύμου καὶ Κτησίππῳ τῷ Παιανιεῖ καὶ ἄλλοις μετὰ τούτων νεανίσκοις ἁθρόοις συνεστῶσι. καί με προσιόντα ὁ Ἱπποθάλης ἰδών, Ὦ Σώκρατες, ἔφη, ποῖ δὴ πορεύῃ καὶ [203b] πόθεν;
Ἐξ Ἀκαδημείας, ἦν δ᾽ ἐγώ, πορεύομαι εὐθὺ Λυκείου.
Δεῦρο δή, ἦ δ᾽ ὅς, εὐθὺ ἡμῶν. οὐ παραβάλλεις; ἄξιον μέντοι.
Ποῖ, ἔφην ἐγώ, λέγεις, καὶ παρὰ τίνας τοὺς ὑμᾶς;
Δεῦρο, ἔφη, δείξας μοι ἐν τῷ καταντικρὺ τοῦ τείχους περίβολόν τέ τινα καὶ θύραν ἀνεῳγμένην. διατρίβομεν δέ, ἦ δ᾽ ὅς, αὐτόθι ἡμεῖς τε αὐτοὶ καὶ ἄλλοι πάνυ πολλοὶ καὶ καλοί.
[204a] Ἔστιν δὲ δὴ τί τοῦτο, καὶ τίς ἡ διατριβή;
Παλαίστρα, ἔφη, νεωστὶ ᾠκοδομημένη· ἡ δὲ διατριβὴ τὰ πολλὰ ἐν λόγοις, ὧν ἡδέως ἄν σοι μεταδιδοῖμεν.
Καλῶς γε, ἦν δ᾽ ἐγώ, ποιοῦντες· διδάσκει δὲ τίς αὐτόθι;
Σὸς ἑταῖρός γε, ἦ δ᾽ ὅς, καὶ ἐπαινέτης, Μίκκος.
Μὰ Δία, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὐ φαῦλός γε ἁνήρ, ἀλλ᾽ ἱκανὸς σοφιστής.
Βούλει οὖν ἕπεσθαι, ἔφη, ἵνα καὶ ἴδῃς τοὺς ὄντας αὐτόθι [αὐτοῦ];
[204b] Πρῶτον ἡδέως ἀκούσαιμ᾽ ἂν ἐπὶ τῷ καὶ εἴσειμι καὶ τίς ὁ καλός.
Ἄλλος, ἔφη, ἄλλῳ ἡμῶν δοκεῖ, ὦ Σώκρατες.
Σοὶ δὲ δὴ τίς, ὦ Ἱππόθαλες; τοῦτό μοι εἰπέ.
Καὶ ὃς ἐρωτηθεὶς ἠρυθρίασεν. καὶ ἐγὼ εἶπον· Ὦ παῖ Ἱερωνύμου Ἱππόθαλες, τοῦτο μὲν μηκέτι εἴπῃς, εἴτε ἐρᾷς του εἴτε μή· οἶδα γὰρ ὅτι οὐ μόνον ἐρᾷς, ἀλλὰ καὶ πόρρω ἤδη εἶ πορευόμενος τοῦ ἔρωτος. εἰμὶ δ᾽ ἐγὼ τὰ μὲν ἄλλα φαῦλος [204c] καὶ ἄχρηστος, τοῦτο δέ μοί πως ἐκ θεοῦ δέδοται, ταχὺ οἵῳ τ᾽ εἶναι γνῶναι ἐρῶντά τε καὶ ἐρώμενον.
Καὶ ὃς ἀκούσας πολὺ ἔτι μᾶλλον ἠρυθρίασεν. ὁ οὖν Κτήσιππος, Ἀστεῖόν γε, ἦ δ᾽ ὅς, ὅτι ἐρυθριᾷς, ὦ Ἱππόθαλες, καὶ ὀκνεῖς εἰπεῖν Σωκράτει τοὔνομα· ἐὰν δ᾽ οὗτος καὶ σμικρὸν χρόνον συνδιατρίψῃ σοι, παραταθήσεται ὑπὸ σοῦ ἀκούων θαμὰ λέγοντος. ἡμῶν γοῦν, ὦ Σώκρατες, ἐκκεκώφωκε τὰ [204d] ὦτα καὶ ἐμπέπληκε Λύσιδος· ἂν μὲν δὴ καὶ ὑποπίῃ, εὐμαρία ἡμῖν ἐστιν καὶ ἐξ ὕπνου ἐγρομένοις Λύσιδος οἴεσθαι τοὔνομα ἀκούειν. καὶ ἃ μὲν καταλογάδην διηγεῖται, δεινὰ ὄντα, οὐ πάνυ τι δεινά ἐστιν, ἀλλ᾽ ἐπειδὰν τὰ ποιήματα ἡμῶν ἐπιχειρήσῃ καταντλεῖν καὶ συγγράμματα. καὶ ὅ ἐστιν τούτων δεινότερον, ὅτι καὶ ᾄδει εἰς τὰ παιδικὰ φωνῇ θαυμασίᾳ, ἣν ἡμᾶς δεῖ ἀκούοντας ἀνέχεσθαι. νῦν δὲ ἐρωτώμενος ὑπὸ σοῦ ἐρυθριᾷ.
[204e] Ἔστιν δέ, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὁ Λύσις νέος τις, ὡς ἔοικε· τεκμαίρομαι δέ, ὅτι ἀκούσας τοὔνομα οὐκ ἔγνων.
Οὐ γὰρ πάνυ, ἔφη, τὶ αὐτοῦ τοὔνομα λέγουσιν, ἀλλ᾽ ἔτι πατρόθεν ἐπονομάζεται διὰ τὸ σφόδρα τὸν πατέρα γιγνώσκεσθαι αὐτοῦ. ἐπεὶ εὖ οἶδ᾽ ὅτι πολλοῦ δεῖς τὸ εἶδος ἀγνοεῖν τοῦ παιδός· ἱκανὸς γὰρ καὶ ἀπὸ μόνου τούτου γιγνώσκεσθαι.
Λεγέσθω, ἦν δ᾽ ἐγώ, οὗτινος ἔστιν.
Δημοκράτους, ἔφη, τοῦ Αἰξωνέως ὁ πρεσβύτατος ὑός.
Εἶεν, ἦν δ᾽ ἐγώ, ὦ Ἱππόθαλες, ὡς γενναῖον καὶ νεανικὸν τοῦτον τὸν ἔρωτα πανταχῇ ἀνηῦρες· καί μοι ἴθι ἐπίδειξαι ἃ [205a] καὶ τοῖσδε ἐπιδείκνυσαι, ἵνα εἰδῶ εἰ ἐπίστασαι ἃ χρὴ ἐραστὴν περὶ παιδικῶν πρὸς αὐτὸν ἢ πρὸς ἄλλους λέγειν.
Τούτων δέ τι, ἔφη, σταθμᾷ, ὦ Σώκρατες, ὧν ὅδε λέγει;
Πότερον, ἦν δ᾽ ἐγώ, καὶ τὸ ἐρᾶν ἔξαρνος εἶ οὗ λέγει ὅδε;
Οὐκ ἔγωγε, ἔφη, ἀλλὰ μὴ ποιεῖν εἰς τὰ παιδικὰ μηδὲ συγγράφειν.
Οὐχ ὑγιαίνει, ἔφη ὁ Κτήσιππος, ἀλλὰ ληρεῖ τε καὶ μαίνεται.


[203a] Βάδιζα κατευθείαν από την Ακαδημεία προς το Λύκειο στο δρόμο που είναι έξω από το τείχος και ακριβώς κάτω από το τείχος· κι όταν έφτασα στη μικρή πύλη, στην κρήνη του Πάνοπα, συνάντησα τυχαία τον Ιπποθάλη του Ιερώνυμου και τον Κτήσιππο από την Παιανία μαζί με πολλούς άλλους νέους που στέκονταν εκεί. Κι ο Ιπποθάλης μόλις με είδε να πλησιάζω, «Σωκράτη», μου είπε, «πού πηγαίνεις; [203b] από πού έρχεσαι;»
Έρχομαι από την Ακαδημεία, είπα εγώ, και πηγαίνω κατευθείαν στο Λύκειο.
«Έλα κατευθείαν εδώ, σ᾽ εμάς», είπε εκείνος. «Δεν έρχεσαι πιο κοντά; Αξίζει τον κόπο».
Πού, είπα εγώ, σε ποιούς εσάς;
«Εδώ», είπε, και μου έδειξε ένα περίφραγμα και μια πόρτα ανοιχτή ακριβώς απέναντι από το τείχος. «Περνούμε τον καιρό μας εδώ», συνέχισε ο Ιπποθάλης, «εμείς και άλλοι παρά πολλοί και ωραίοι».
[204a] Τί ακριβώς είναι τούτο το μέρος; Τί κάνετε εδώ;
«Είναι παλαίστρα», είπε, «την έχτισαν τώρα τελευταία και περνούμε τον καιρό μας τις πιο πολλές φορές συζητώντας· θα ήταν χαρά μας αν συζητούσες κι εσύ μαζί μας».
Πολύ ωραία, είπα εγώ· και ποιός διδάσκει εδώ;
«Ο φίλος σου ο Μίκκος», απάντησε, «που μιλάει επαινετικά για σένα».
Μα το Δία, είπα, πραγματικά δεν είναι ασήμαντος ο άνθρωπος, κάθε άλλο μάλιστα, είναι επιδέξιος σοφιστής.
«Θέλεις, λοιπόν, να έρθεις μαζί μας, για να δεις κι αυτούς που είναι μέσα;»
[204b] Πρώτα πρώτα θα ήθελα να μάθω για ποιό λόγο θα μπω, ποιός είναι ο ωραίος.
«Στον καθένα μας, Σωκράτη», απάντησε αυτός, «αρέσει και κάποιος άλλος».
Και σ᾽ εσένα, Ιπποθάλη, ποιός αρέσει; Για πες μου.
Στην ερώτηση αυτή κοκκίνισε. Και εγώ του είπα: Ιπποθάλη, γιε του Ιερώνυμου, δεν χρειάζεται πια να μου πεις αν αγαπάς κάποιον ή όχι· γιατί τώρα ξέρω ότι δεν αγαπάς απλώς, αλλά σ᾽ έχει κυριέψει ο έρωτας. Εγώ βλέπεις, σ᾽ όλα τα άλλα είμαι ασήμαντος [204c] και άχρηστος, έχω όμως τούτο το, ας πούμε, θεϊκό χάρισμα: να μπορώ να ξεχωρίζω γρήγορα εκείνον που αγαπάει και εκείνον που αγαπιέται.
Κι αυτός, μόλις με άκουσε, κοκκίνισε ακόμη περισσότερο. Τότε ο Κτήσιππος του λέει, «Είναι πολύ αστείο, Ιπποθάλη, να κοκκινίζεις και να διστάζεις, να πεις το όνομα στο Σωκράτη· αν μείνει έστω και λίγο μαζί σου, θα υποφέρει από τις πολλές φορές που θα σε ακούσει να το αναφέρεις. Εμάς τουλάχιστον, Σωκράτη, μας έχει ξεκουφάνει, μας έχει πάρει [204d] τα αυτιά με το Λύσι· αν τύχει μάλιστα και τα έχει κοπανήσει λιγάκι, τότε πια ξυπνάμε στον ύπνο μας και νομίζουμε πως ακούμε το όνομα του Λύσι. Κι όσα διηγείται, όταν κουβεντιάζουμε μαζί του, είναι βέβαια τρομερά αλλά όχι και πάρα πολύ. Ουαί και αλλοίμονο όμως όταν αρχίζει να μας κατακλύζει με τα ποιήματα και τα πεζά του. Και το πιο φοβερό απ᾽ όλα: οι ύμνοι που τραγουδά για τον αγαπημένο του με υπέροχη φωνή, που είμαστε υποχρεωμένοι να την ακούμε και να την υπομένουμε. Κι όμως τώρα που τον ρωτάς εσύ, νά που αυτός κοκκινίζει».
[204e] Καθώς φαίνεται, είπα, αυτός ο Λύσις πρέπει να είναι κάποιος πολύ νέος· το συμπεραίνω από το ότι δεν μπόρεσα να καταλάβω από το όνομά του ποιός είναι.
«Συνήθως», είπε, «δεν τον λένε με το δικό του όνομα, αλλά εξακολουθούν να τον αναφέρουν με το όνομα του πατέρα του, επειδή ο πατέρας του είναι πάρα πολύ γνωστός. Αλλιώς είμαι βέβαιος ότι η μορφή του παιδιού αυτού κάθε άλλο παρά άγνωστη σου είναι· αφού και μόνο απ᾽ αυτήν θα μπορούσε ο Λύσις να είναι γνωστός».
Ας ακούσουμε λοιπόν, είπα εγώ, τίνος γιος είναι.
«Είναι ο μεγαλύτερος γιος του Δημοκράτη από την Αιξωνή», είπε εκείνος.
Ιπποθάλη, είπα τότε εγώ, πόσο ευγενικός και ωραίος είναι τούτος ο έρωτάς σου. Γιά πες μου όμως, σε παρακαλώ, κι εμένα όσα [205a] λες σ᾽ αυτούς εδώ, για να δω αν ξέρεις πώς πρέπει να μιλάει ο εραστής για τον αγαπημένο του στον ίδιο ή στους άλλους.
«Δίνεις λοιπόν, Σωκράτη, έστω και την παραμικρή σημασία σε όσα λέει αυτός εδώ;»
Τί λοιπόν, είπα εγώ, το αρνείσαι ότι είσαι ερωτευμένος με αυτόν που λέει ο Κτήσιππος;
«Όχι βέβαια», απάντησε, «αρνούμαι όμως ότι γράφω ποιήματα και άλλα παρόμοια για τον αγαπημένο μου».
«Άρρωστος είναι», είπε ο Κτήσιππος, «δεν ξέρει τί λέει, τα ᾽χει χαμένα».