[203a] Βάδιζα κατευθείαν από την Ακαδημεία προς το Λύκειο στο δρόμο που είναι έξω από το τείχος και ακριβώς κάτω από το τείχος· κι όταν έφτασα στη μικρή πύλη, στην κρήνη του Πάνοπα, συνάντησα τυχαία τον Ιπποθάλη του Ιερώνυμου και τον Κτήσιππο από την Παιανία μαζί με πολλούς άλλους νέους που στέκονταν εκεί. Κι ο Ιπποθάλης μόλις με είδε να πλησιάζω, «Σωκράτη», μου είπε, «πού πηγαίνεις; [203b] από πού έρχεσαι;» Έρχομαι από την Ακαδημεία, είπα εγώ, και πηγαίνω κατευθείαν στο Λύκειο. «Έλα κατευθείαν εδώ, σ᾽ εμάς», είπε εκείνος. «Δεν έρχεσαι πιο κοντά; Αξίζει τον κόπο». Πού, είπα εγώ, σε ποιούς εσάς; «Εδώ», είπε, και μου έδειξε ένα περίφραγμα και μια πόρτα ανοιχτή ακριβώς απέναντι από το τείχος. «Περνούμε τον καιρό μας εδώ», συνέχισε ο Ιπποθάλης, «εμείς και άλλοι παρά πολλοί και ωραίοι». [204a] Τί ακριβώς είναι τούτο το μέρος; Τί κάνετε εδώ; «Είναι παλαίστρα», είπε, «την έχτισαν τώρα τελευταία και περνούμε τον καιρό μας τις πιο πολλές φορές συζητώντας· θα ήταν χαρά μας αν συζητούσες κι εσύ μαζί μας». Πολύ ωραία, είπα εγώ· και ποιός διδάσκει εδώ; «Ο φίλος σου ο Μίκκος», απάντησε, «που μιλάει επαινετικά για σένα». Μα το Δία, είπα, πραγματικά δεν είναι ασήμαντος ο άνθρωπος, κάθε άλλο μάλιστα, είναι επιδέξιος σοφιστής. «Θέλεις, λοιπόν, να έρθεις μαζί μας, για να δεις κι αυτούς που είναι μέσα;» [204b] Πρώτα πρώτα θα ήθελα να μάθω για ποιό λόγο θα μπω, ποιός είναι ο ωραίος. «Στον καθένα μας, Σωκράτη», απάντησε αυτός, «αρέσει και κάποιος άλλος». Και σ᾽ εσένα, Ιπποθάλη, ποιός αρέσει; Για πες μου. Στην ερώτηση αυτή κοκκίνισε. Και εγώ του είπα: Ιπποθάλη, γιε του Ιερώνυμου, δεν χρειάζεται πια να μου πεις αν αγαπάς κάποιον ή όχι· γιατί τώρα ξέρω ότι δεν αγαπάς απλώς, αλλά σ᾽ έχει κυριέψει ο έρωτας. Εγώ βλέπεις, σ᾽ όλα τα άλλα είμαι ασήμαντος [204c] και άχρηστος, έχω όμως τούτο το, ας πούμε, θεϊκό χάρισμα: να μπορώ να ξεχωρίζω γρήγορα εκείνον που αγαπάει και εκείνον που αγαπιέται. Κι αυτός, μόλις με άκουσε, κοκκίνισε ακόμη περισσότερο. Τότε ο Κτήσιππος του λέει, «Είναι πολύ αστείο, Ιπποθάλη, να κοκκινίζεις και να διστάζεις, να πεις το όνομα στο Σωκράτη· αν μείνει έστω και λίγο μαζί σου, θα υποφέρει από τις πολλές φορές που θα σε ακούσει να το αναφέρεις. Εμάς τουλάχιστον, Σωκράτη, μας έχει ξεκουφάνει, μας έχει πάρει [204d] τα αυτιά με το Λύσι· αν τύχει μάλιστα και τα έχει κοπανήσει λιγάκι, τότε πια ξυπνάμε στον ύπνο μας και νομίζουμε πως ακούμε το όνομα του Λύσι. Κι όσα διηγείται, όταν κουβεντιάζουμε μαζί του, είναι βέβαια τρομερά αλλά όχι και πάρα πολύ. Ουαί και αλλοίμονο όμως όταν αρχίζει να μας κατακλύζει με τα ποιήματα και τα πεζά του. Και το πιο φοβερό απ᾽ όλα: οι ύμνοι που τραγουδά για τον αγαπημένο του με υπέροχη φωνή, που είμαστε υποχρεωμένοι να την ακούμε και να την υπομένουμε. Κι όμως τώρα που τον ρωτάς εσύ, νά που αυτός κοκκινίζει». [204e] Καθώς φαίνεται, είπα, αυτός ο Λύσις πρέπει να είναι κάποιος πολύ νέος· το συμπεραίνω από το ότι δεν μπόρεσα να καταλάβω από το όνομά του ποιός είναι. «Συνήθως», είπε, «δεν τον λένε με το δικό του όνομα, αλλά εξακολουθούν να τον αναφέρουν με το όνομα του πατέρα του, επειδή ο πατέρας του είναι πάρα πολύ γνωστός. Αλλιώς είμαι βέβαιος ότι η μορφή του παιδιού αυτού κάθε άλλο παρά άγνωστη σου είναι· αφού και μόνο απ᾽ αυτήν θα μπορούσε ο Λύσις να είναι γνωστός». Ας ακούσουμε λοιπόν, είπα εγώ, τίνος γιος είναι. «Είναι ο μεγαλύτερος γιος του Δημοκράτη από την Αιξωνή», είπε εκείνος. Ιπποθάλη, είπα τότε εγώ, πόσο ευγενικός και ωραίος είναι τούτος ο έρωτάς σου. Γιά πες μου όμως, σε παρακαλώ, κι εμένα όσα [205a] λες σ᾽ αυτούς εδώ, για να δω αν ξέρεις πώς πρέπει να μιλάει ο εραστής για τον αγαπημένο του στον ίδιο ή στους άλλους. «Δίνεις λοιπόν, Σωκράτη, έστω και την παραμικρή σημασία σε όσα λέει αυτός εδώ;» Τί λοιπόν, είπα εγώ, το αρνείσαι ότι είσαι ερωτευμένος με αυτόν που λέει ο Κτήσιππος; «Όχι βέβαια», απάντησε, «αρνούμαι όμως ότι γράφω ποιήματα και άλλα παρόμοια για τον αγαπημένο μου». «Άρρωστος είναι», είπε ο Κτήσιππος, «δεν ξέρει τί λέει, τα ᾽χει χαμένα».
|