Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ

Ρητορική (1419b-1420a)

[XIX] Ὁ δ᾽ ἐπίλογος σύγκειται ἐκ τεττάρων, ἔκ τε τοῦ πρὸς ἑαυτὸν κατασκευάσαι εὖ τὸν ἀκροατὴν καὶ τὸν ἐναντίον φαύλως, καὶ ἐκ τοῦ αὐξῆσαι καὶ ταπεινῶσαι, καὶ ἐκ τοῦ εἰς τὰ πάθη τὸν ἀκροατὴν καταστῆσαι, καὶ ἐξ ἀναμνήσεως. πέφυκε γάρ, μετὰ τὸ ἀποδεῖξαι αὐτὸν μὲν ἀληθῆ τὸν δὲ ἐναντίον ψευδῆ, οὕτω τὸ ἐπαινεῖν καὶ ψέγειν καὶ ἐπιχαλκεύειν. δυοῖν δὲ θατέρου δεῖ στοχάζεσθαι, ἢ ὅτι τούτοις ἀγαθὸς ἢ ὅτι ἁπλῶς, ὁ δ᾽ ὅτι κακὸς τούτοις ἢ ὅτι ἁπλῶς. ἐξ ὧν δὲ δεῖ τοῦτο κατασκευάζειν [δεῖ], εἴρηνται οἱ τόποι πόθεν σπουδαίους δεῖ κατασκευάζειν καὶ φαύλους. τὸ δὲ μετὰ τοῦτο, δεδειγμένων ἤδη, αὔξειν ἐστὶν κατὰ φύσιν ἢ ταπεινοῦν· δεῖ γὰρ τὰ πεπραγμένα ὁμολογεῖσθαι, εἰ μέλλει τὸ ποσὸν ἐρεῖν· καὶ γὰρ ἡ τῶν σωμάτων αὔξησις ἐκ προϋπαρχόντων ἐστίν. ὅθεν δὲ δεῖ αὔξειν καὶ ταπεινοῦν ἔκκεινται οἱ τόποι πρότερον. μετὰ δὲ ταῦτα, δήλων ὄντων καὶ οἷα καὶ ἡλίκα, εἰς τὰ πάθη ἄγειν τὸν ἀκροατήν. ταῦτα δ᾽ ἐστὶν ἔλεος καὶ δείνωσις καὶ ὀργὴ καὶ μίσος καὶ φθόνος καὶ ζῆλος καὶ ἔρις. εἴρηνται δὲ καὶ τούτων οἱ τόποι πρότερον, ὥστε λοιπὸν ἀναμνῆσαι τὰ προειρημένα. τοῦτο δὲ ἁρμόττει ποιεῖν οὐχ ὥσπερ φασὶν ἐν τοῖς προοιμίοις, οὐκ ὀρθῶς λέγοντες. ἵνα γὰρ εὐμαθὴς ᾖ, κελεύουσι πολλάκις εἰπεῖν. ἐκεῖ μὲν οὖν δεῖ τὸ πρᾶγμα εἰπεῖν, ἵνα μὴ λανθάνῃ περὶ οὗ ἡ κρίσις, ἐνταῦθα δὲ δι᾽ ὧν δέδεικται, κεφαλαιωδῶς. ἀρχὴ δὲ διότι ἃ ὑπέσχετο ἀποδέδωκεν, ὥστε ἅ τε καὶ δι᾽ ὃ λεκτέον. λέγεται δὲ ἐξ ἀντιπαραβολῆς τοῦ ἐναντίου. παραβάλλειν δὲ [ἢ] ὅσα περὶ τὸ αὐτὸ ἄμφω εἶπον, ἢ [μὴ] καταντικρύ («ἀλλ᾽ οὗτος [1420a] μὲν τάδε περὶ τούτου, ἐγὼ δὲ ταδί, καὶ διὰ ταῦτα»), ἢ ἐξ εἰρωνείας (οἷον «οὗτος γὰρ τάδ᾽ εἶπεν, ἐγὼ δὲ ταδί», καὶ «τὶ ἂν ἐποίει, εἰ τάδε ἔδειξεν, ἀλλὰ μὴ ταδί»), ἢ ἐξ ἐρωτήσεως («τί οὖν δέδεικται;» ἢ «οὗτος τί ἔδειξεν;»). ἢ δὴ οὕτως [ἢ] ἐκ παραβολῆς ἢ κατὰ φύσιν ὡς ἐλέχθη, οὕτως τὰ αὐτοῦ, καὶ πάλιν, ἐὰν βούλῃ, χωρὶς τὰ τοῦ ἐναντίου λόγου. τελευτὴ δὲ τῆς λέξεως ἁρμόττει ἡ ἀσύνδετος, ὅπως ἐπίλογος ἀλλὰ μὴ λόγος ᾖ· «εἴρηκα, ἀκηκόατε, ἔχετε, κρίνατε».

[19] Ο επίλογος αποτελείται από τέσσερα στοιχεία: πρώτο στοιχείο να διαθέσει τον ακροατή ευνοϊκά προς τον ομιλούντα και εχθρικά προς τον αντίπαλο· δεύτερο στοιχείο να αυξήσει ή να μειώσει τη σημασία των πραγμάτων· τρίτο στοιχείο να διεγείρει στην ψυχή του ακροατή τα επιθυμητά πάθη· τέταρτο στοιχείο να υπενθυμίσει.
Το φυσικό, πράγματι, για τον ρήτορα είναι, αφού αποδείξει ότι ο ίδιος λέει την αλήθεια και ότι ο αντίπαλος ψεύδεται, να προχωρήσει ύστερα στον έπαινο, στον ψόγο, στο «τελευταίο χέρι». Ο στόχος του να είναι να κάνει φανερό το ένα από τα δύο: ή ότι ο ρήτορας είναι ένας καλός άνθρωπος ενσχέσει με το συγκεκριμένο ακροατήριο ή ότι γενικά είναι ένας καλός άνθρωπος, ή ότι ο αντίπαλος είναι ένας κακός άνθρωπος ενσχέσει με το συγκεκριμένο ακροατήριο ή ότι γενικά είναι ένας κακός άνθρωπος. Ποιά είναι, λοιπόν, τα μέσα που πρέπει να χρησιμοποιήσει για να το πετύχει; Έχουμε ήδη μιλήσει για τους τόπους με τους οποίους μπορούμε να παρουσιάζουμε τους ανθρώπους ως φορείς της αρετής ή ως άτομα κατώτερης ποιότητας. Με τις αποδείξεις να έχουν ολοκληρωθεί, έρχεται μετά —αυτή είναι και η φυσική σειρά— η προσπάθεια να δοθεί μέγεθος στο πράγμα ή να μειωθεί η αξία του· είναι, πράγματι, ανάγκη να έχει πρώτα υπάρξει συμφωνία για το πράγμα, αν πρόκειται να γίνει λόγος για τη σημασία του — μήπως και των σωμάτων η αύξηση δεν προϋποθέτει κάτι που προϋπάρχει; Οι τόποι που πρέπει να χρησιμοποιούνται προκειμένου να δίνεται μέγεθος σε κάτι ή να μειώνεται η σημασία του έχουν ήδη εκτεθεί παραπάνω. Στη συνέχεια, και όταν πια θα έχει γίνει φανερή και η φύση και η σημασία των πραγμάτων, πρέπει να διεγείρονται στην ψυχή του ακροατή τα πάθη. Αυτά είναι ο οίκτος, η αγανάκτηση, η οργή, το μίσος, ο φθόνος, η ζηλοτυπία, η εριστική διάθεση. Και γι᾽ αυτών τους τόπους κάναμε ήδη λόγο πιο πάνω. Αυτό, επομένως, που μένει είναι η υπόμνηση αυτών που λέχθηκαν. Η υπόμνηση αυτή δεν πρέπει να γίνεται με τον τρόπο που κάποιοι συστήνουν —λανθασμένα— να γίνεται στα προοίμια· για να γίνουν, δηλαδή, εύκολα αντιληπτά τα πράγματα, συστήνουν να τα πει κανείς πολλές φορές. Αυτό όμως που πρέπει κανείς να κάνει στο προοίμιο είναι να πει το θέμα, ώστε να είναι ξεκάθαρο για ποιό πράγμα θα είναι η κρίση, ενώ στον επίλογο πρέπει να εκθέσει συνοπτικά τα επιχειρήματα με τα οποία έγινε η απόδειξη. Θα πρέπει να αρχίσει λέγοντας ότι εκτέλεσε αυτό που υποσχέθηκε· πρέπει, επομένως, να πει τί υποστήριξε και για ποιόν λόγο. Η έκθεση γίνεται σε αντιπαραβολή προς τα επιχειρήματα του αντιπάλου. Η σύγκριση να γίνεται σε όσα είπαν και οι δύο πλευρές για το ίδιο πράγμα: ή καθαρά και ξάστερα («αυτός είπε [1420a] αυτά γι᾽ αυτό το πράγμα, ενώ εγώ αυτά εδώ, και γι᾽ αυτούς τους λόγους») ή με ειρωνεία (π.χ. «αυτός είπε αυτά, ενώ εγώ αυτά· και τί θα έκανε δηλαδή, αν είχε αποδείξει αυτό αλλά όχι εκείνο;») ή ερωτηματικά («τί άφησα που να μην το έχω αποδείξει;» ή «αυτός τί απέδειξε;»). Ή λοιπόν έτσι πρέπει να προχωρεί ο ρήτορας, κάνοντας σύγκριση σημείο προς σημείο, ή να ακολουθεί τη φυσική σειρά με την οποία εκτέθηκαν τα επιχειρήματα: πρώτα τα δικά του, και ύστερα, αν το επιθυμεί, χωριστά τα επιχειρήματα του αντιπάλου.
Στο τέλος του λόγου ταιριάζει το ασύνδετο, για να είναι κλείσιμο, όχι συνέχεια του λόγου: «Εγώ μίλησα, εσείς ακούσατε, τώρα κατέχετε το θέμα, αποφασίστε».