Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Ἑλληνικά (7.4.26-7.4.32)

[7.4.26] Ὡς δὲ οἱ Ἀρκάδες περὶ τὸν Κρῶμνον ἦσαν, οἱ ἐκ τῆς πόλεως Ἠλεῖοι πρῶτον μὲν ἰόντες ἐπὶ τὴν Πύλον περιτυγχάνουσι τοῖς Πυλίοις ἀποκεκρουμένοις ἐκ τῶν Θαλαμῶν. καὶ προσελαύνοντες οἱ ἱππεῖς τῶν Ἠλείων ὡς εἶδον αὐτούς, οὐκ ἐμέλλησαν, ἀλλ᾽ εὐθὺς ἐμβάλλουσι, καὶ τοὺς μὲν ἀποκτιννύουσιν, οἱ δέ τινες αὐτῶν καταφεύγουσιν ἐπὶ γήλοφον. ἐπεὶ μέντοι ἦλθον οἱ πεζοί, ἐκκόπτουσι καὶ τοὺς ἐπὶ τῷ λόφῳ, καὶ τοὺς μὲν αὐτοῦ ἀπέκτειναν, τοὺς δὲ καὶ ζῶντας ἔλαβον ἐγγὺς διακοσίων. καὶ ὅσοι μὲν ξένοι ἦσαν αὐτῶν, ἀπέδοντο, ὅσοι δὲ φυγάδες, ἀπέσφαττον. μετὰ δὲ ταῦτα τούς τε Πυλίους, ὡς οὐδεὶς αὐτοῖς ἐβοήθει, σὺν αὐτῷ τῷ χωρίῳ αἱροῦσι, καὶ τοὺς Μαργανέας ἀναλαμβάνουσι. [7.4.27] καὶ μὴν οἱ Λακεδαιμόνιοι ὕστερον αὖ ἐλθόντες νυκτὸς ἐπὶ τὸν Κρῶμνον ἐπικρατοῦσι τοῦ σταυρώματος ‹τοῦ› κατὰ τοὺς Ἀργείους καὶ τοὺς πολιορκουμένους τῶν Λακεδαιμονίων εὐθὺς ἐξεκάλουν. ὅσοι μὲν οὖν ἐγγύτατά τε ἐτύγχανον ὄντες καὶ ὠξυλάβησαν, ἐξῆλθον· ὁπόσους δὲ ἔφθασαν πολλοὶ τῶν Ἀρκάδων συμβοηθήσαντες, ἀπεκλείσθησαν ἔνδον καὶ ληφθέντες διενεμήθησαν· καὶ ἓν μὲν μέρος ἔλαβον Ἀργεῖοι, ἓν δὲ Θηβαῖοι, ἓν δὲ Ἀρκάδες, ἓν δὲ Μεσσήνιοι. οἱ δὲ σύμπαντες ληφθέντες Σπαρτιατῶν τε καὶ περιοίκων πλείους τῶν ἑκατὸν ἐγένοντο.
[7.4.28] Ἐπεί γε μὴν οἱ Ἀρκάδες ἐσχόλασαν ἀπὸ τοῦ Κρώμνου, πάλιν δὴ περὶ τοὺς Ἠλείους εἶχον, καὶ τήν τε Ὀλυμπίαν ἐρρωμενέστερον ἐφρούρουν, καὶ ἐπιόντος Ὀλυμπιακοῦ ἔτους παρεσκευάζοντο ποιεῖν τὰ Ὀλύμπια σὺν Πισάταις τοῖς πρώτοις φάσκουσι προστῆναι τοῦ ἱεροῦ. ἐπεὶ δὲ ὅ τε μὴν ἧκεν ἐν ᾧ τὰ Ὀλύμπια γίγνεται αἵ τε ἡμέραι ἐν αἷς ἡ πανήγυρις ἁθροίζεται, ἐνταῦθα δὴ οἱ Ἠλεῖοι ἐκ τοῦ φανεροῦ συσκευασάμενοι καὶ παρακαλέσαντες Ἀχαιοὺς ἐπορεύοντο τὴν Ὀλυμπιακὴν ὁδόν. [7.4.29] οἱ δὲ Ἀρκάδες ἐκείνους μὲν οὐκ ἄν ποτε ᾤοντο ἐλθεῖν ἐπὶ σφᾶς, αὐτοὶ δὲ σὺν Πισάταις διετίθεσαν τὴν πανήγυριν. καὶ τὴν μὲν ἱπποδρομίαν ἤδη ἐπεποιήκεσαν καὶ τὰ δρομικὰ τοῦ πεντάθλου· οἱ δ᾽ εἰς πάλην ἀφικόμενοι οὐκέτι ἐν τῷ δρόμῳ, ἀλλὰ μεταξὺ τοῦ δρόμου καὶ τοῦ βωμοῦ ἐπάλαιον. οἱ γὰρ Ἠλεῖοι σὺν τοῖς ὅπλοις παρῆσαν ἤδη εἰς τὸ τέμενος. οἱ δὲ Ἀρκάδες πορρωτέρω μὲν οὐκ ἀπήντησαν, ἐπὶ δὲ τοῦ Κλαδάου ποταμοῦ παρετάξαντο, ὃς παρὰ τὴν Ἄλτιν καταρρέων εἰς τὸν Ἀλφειὸν ἐμβάλλει. καὶ σύμμαχοι δὲ παρῆσαν αὐτοῖς, ὁπλῖται μὲν Ἀργείων εἰς δισχιλίους, Ἀθηναίων δὲ ἱππεῖς περὶ τετρακοσίους. [7.4.30] καὶ μὴν οἱ Ἠλεῖοι τἀπὶ θάτερα τοῦ ποταμοῦ παρετάξαντο, σφαγιασάμενοι δὲ εὐθὺς ἐχώρουν. καὶ τὸν πρόσθεν χρόνον εἰς τὰ πολεμικὰ καταφρονούμενοι μὲν ὑπ᾽ Ἀρκάδων καὶ Ἀργείων, καταφρονούμενοι δὲ ὑπ᾽ Ἀχαιῶν καὶ Ἀθηναίων, ὅμως ἐκείνῃ τῇ ἡμέρᾳ τῶν μὲν συμμάχων ὡς ἀλκιμώτατοι ὄντες ἡγοῦντο, τοὺς δ᾽ Ἀρκάδας, τούτοις γὰρ πρώτοις συνέβαλον, καὶ εὐθὺς ἐτρέψαντο, καὶ ἐπιβοηθήσαντας δὲ τοὺς Ἀργείους δεξάμενοι καὶ τούτων ἐκράτησαν. [7.4.31] ἐπεὶ μέντοι κατεδίωξαν εἰς τὸ μεταξὺ τοῦ βουλευτηρίου καὶ τοῦ τῆς Ἑστίας ἱεροῦ καὶ τοῦ πρὸς ταῦτα προσήκοντος θεάτρου, ἐμάχοντο μὲν οὐδὲν ἧττον καὶ ἐώθουν πρὸς τὸν βωμόν, ἀπὸ μέντοι τῶν στοῶν τε καὶ τοῦ βουλευτηρίου καὶ τοῦ μεγάλου ναοῦ βαλλόμενοι καὶ ἐν τῷ ἰσοπέδῳ μαχόμενοι, ἀποθνῄσκουσιν ἄλλοι τε τῶν Ἠλείων καὶ αὐτὸς ὁ τῶν τριακοσίων ἄρχων Στρατόλας. τούτων δὲ πραχθέντων ἀπεχώρησαν εἰς τὸ αὑτῶν στρατόπεδον. [7.4.32] οἱ μέντοι Ἀρκάδες καὶ οἱ μετ᾽ αὐτῶν οὕτως ἐπεφόβηντο τὴν ἐπιοῦσαν ἡμέραν ὥστε οὐδ᾽ ἀνεπαύσαντο τῆς νυκτός, ἐκκόπτοντες τὰ διαπεπονημένα σκηνώματα καὶ ἀποσταυροῦντες. οἱ δ᾽ αὖ Ἠλεῖοι ἐπεὶ τῇ ὑστεραίᾳ προσιόντες εἶδον καρτερὸν τὸ τεῖχος καὶ ἐπὶ τῶν ναῶν πολλοὺς ἀναβεβηκότας, ἀπῆλθον εἰς τὸ ἄστυ, τοιοῦτοι γενόμενοι οἵους τὴν ἀρετὴν θεὸς μὲν ἂν ἐμπνεύσας δύναιτο καὶ ἐν ἡμέρᾳ ἀποδεῖξαι, ἄνθρωποι δὲ οὐδ᾽ ἂν ἐν πολλῷ χρόνῳ τοὺς μὴ ὄντας ἀλκίμους ποιήσειαν.

[7.4.26] Ενόσω οι Αρκάδες ήταν απασχολημένοι στον Κρώμνο, οι Ηλείοι που είχαν μείνει στην πόλη τους κίνησαν πρώτα για την Πύλο. Στον δρόμο απάντησαν τους Πυλίους που είχαν αποκλειστεί στις Θαλάμες· καθώς προχωρούσε το ιππικό των Ηλείων και τους είδε, δίχως να χάσει καιρό τους επιτέθηκε αμέσως και σκότωσε μερικούς, ενώ οι υπόλοιποι κατέφυγαν σ᾽ έναν λόφο. Όταν όμως ήρθε το πεζικό, αποτέλειωσαν κι εκείνους του λόφου: άλλους σκότωσαν κι άλλους —κοντά στους διακόσιους— έπιασαν ζωντανούς. Από τούτους πάλι πούλησαν για δούλους όσους ήταν ξένοι, ενώ τους εξόριστους τους έσφαξαν. Μετά απ᾽ αυτό κυρίεψαν την Πύλο μαζί μ᾽ όσους ήταν μέσα —μια και κανείς δεν πήγε να τους βοηθήσει— και κατέλαβαν ξανά τους Μαργανείς.
[7.4.27] Οι Λακεδαιμόνιοι ωστόσο ξανάρθαν αργότερα νύχτα στον Κρώμνο, κατέλαβαν το τμήμα του περιφράγματος που φρουρούσαν οι Αργείοι και φώναξαν τους πολιορκημένους Λακεδαιμονίους να βγουν έξω. Όσοι από τούτους βρέθηκαν πολύ κοντά, κι επωφελήθηκαν της ευκαιρίας, βγήκαν· όσους όμως πρόλαβαν οι Αρκάδες —που έστειλαν σημαντικές ενισχύσεις— τους απέκλεισαν μέσα και τους αιχμαλώτισαν. Στη μοιρασιά των αιχμαλώτων πήραν ένα μέρος οι Αργείοι, ένα οι Θηβαίοι, ένα οι Αρκάδες κι ένα οι Μεσσήνιοι. Συνολικά αιχμαλωτίστηκαν περισσότεροι από εκατό Σπαρτιάτες και περίοικοι.
[364 π.Χ.]
[7.4.28] Μόλις ησύχασαν οι Αρκάδες από τον Κρώμνο, ασχολήθηκαν ξανά —όπως ήταν φυσικό— με τους Ηλείους: ενίσχυσαν τη φρουρά τους στην Ολυμπία, και καθώς ερχόταν ολυμπιακή χρονιά άρχισαν τις ετοιμασίες για την οργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων μαζί με τους Πισάτες, που ισχυρίζονταν ότι ήταν οι αρχικοί επόπτες του ιερού. Όταν ήρθε ωστόσο ο μήνας όπου γιορτάζονται τα Ολύμπια, και οι μέρες όπου συγκεντρώνεται κόσμος για τον πανηγυρισμό, τότε οι Ηλείοι —ύστερα από φανερές προετοιμασίες, κι αφού ζήτησαν βοήθεια από τους Αχαιούς— πήραν τον δρόμο για την Ολυμπία.
[7.4.29] Οι Αρκάδες, που δεν περίμεναν ότι οι Ηλείοι θα ᾽ρχονταν ποτέ να τους χτυπήσουν, διηύθυναν τις γιορτές μαζί με τους Πισάτες. Είχαν κιόλας γίνει η ιπποδρομία και τ᾽ αγωνίσματα στίβου του πεντάθλου· όσοι όμως έφτασαν ώς την πάλη δεν πάλεψαν στον στίβο, αλλ᾽ ανάμεσα στον στίβο και στον βωμό — γιατί στο μεταξύ ο στρατός των Ηλείων είχε προχωρήσει ώς το τέμενος. Οι Αρκάδες δεν βγήκαν να τους απαντήσουν πιο έξω, αλλά παρατάχτηκαν κατά μήκος του ποταμού Κλάδεου, που κυλάει κοντά στην Άλτι και χύνεται στον Αλφειό. Είχαν μαζί τους και συμμάχους, κάπου δύο χιλιάδες Αργείους οπλίτες και τετρακόσιους Αθηναίους ιππείς.
[7.4.30] Οι Ηλείοι παρατάχτηκαν στην αντικρινή όχθη του ποταμού, έκαναν θυσία κι αμέσως προχώρησαν. Ώς τότε τους περιφρονούσαν σαν πολεμιστές οι Αρκάδες κι οι Αργείοι, αλλά κι οι Αχαιοί κι οι Αθηναίοι· τη μέρα εκείνη, μολοντούτο, μπήκαν επικεφαλής στους συμμάχους τους, σαν περισσότερο γενναίοι· όσο για τους Αρκάδες —γιατί μ᾽ αυτούς χτυπήθηκαν πρώτα—, τους έτρεψαν αμέσως σε φυγή, κι όταν ήρθαν σ᾽ ενίσχυσή τους οι Αργείοι τους αναχαίτισαν και τους νίκησαν κι αυτούς. [7.4.31] Κατόπιν, ωστόσο, τους έφερε η καταδίωξη στον χώρο που βρίσκεται ανάμεσα στο Βουλευτήριο, στο ιερό της Εστίας και στο θέατρο που είναι εκεί δίπλα· εκεί εξακολούθησαν βέβαια να πολεμούν με το ίδιο πείσμα και ν᾽ απωθούν τον εχθρό προς τον βωμό, αλλ᾽ άρχισαν να τους χτυπούν από τις στοές και το Βουλευτήριο και τον μεγάλο ναό — και καθώς οι ίδιοι μάχονταν από χαμηλά, σκοτώθηκαν αρκετοί Ηλείοι κι ανάμεσά τους ο ίδιος ο Στρατόλας, διοικητής των Τριακοσίων. Ύστερα απ᾽ αυτά αποτραβήχτηκαν στο στρατόπεδό τους.
[7.4.32] Ωστόσο οι Αρκάδες κι οι σύμμαχοί τους τόσο πολύ είχαν φοβηθεί για την επόμενη μέρα, ώστε τη νύχτα καθόλου δεν κοιμήθηκαν, παρά την πέρασαν γκρεμίζοντας τα ξύλινα παραπήγματα —που με κόπους είχαν κατασκευαστεί— για να στήσουν φράγμα. Όσο για τους Ηλείους, την άλλη μέρα πλησίασαν, αλλά βλέποντας ότι το φράγμα ήταν οχυρό, κι ότι πολλοί εχθροί είχαν ανέβει πάνω στους ναούς, γύρισαν πίσω στην πόλη τους: είχαν δείξει παλικαριά τέτοια, που ένας θεός βέβαια θα μπορούσε να εμφυσήσει και μέσα σε μια μέρα — αλλά που άνθρωποι δεν θα ᾽ταν ικανοί να προκαλέσουν, ούτε και μέσα σε μεγάλο χρονικό διάστημα, σ᾽ όσους δεν θα ᾽ταν από τη φύση τους παλικάρια.