Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ
Ρητορική (1418b-1419b)
[XVIII] Περὶ δὲ ἐρωτήσεως, εὔκαιρόν ἐστι ποιεῖσθαι μάλιστα [1419a] μὲν ὅταν τὸ ἕτερον εἰρηκὼς ᾖ, ὥστε ἑνὸς προσερωτηθέντος συμβαίνει τὸ ἄτοπον, οἷον Περικλῆς Λάμπωνα ἐπήρετο περὶ τῆς τελετῆς τῶν τῆς σωτείρας ἱερῶν, εἰπόντος δὲ ὅτι οὐχ οἷόν τε ἀτέλεστον ἀκούειν, ἤρετο εἰ οἶδεν αὐτός, φάσκοντος δὲ «καὶ πῶς, ἀτέλεστος ὤν;» δεύτερον δὲ ὅταν τὸ μὲν φανερὸν ᾖ, τὸ δὲ ἐρωτήσαντι δῆλον ᾖ ὅτι δώσει· πυθόμενον μὲν γὰρ δεῖ τὴν μίαν πρότασιν μὴ προσερωτᾶν τὸ φανερὸν ἀλλὰ τὸ συμπέρασμα εἰπεῖν, οἷον Σωκράτης, Μελήτου οὐ φάσκοντος αὐτὸν θεοὺς νομίζειν, εἰρηκότος δὲ ὡς δαιμόνιόν τι λέγοι, ἤρετο εἰ οὐχ οἱ δαίμονες ἤτοι θεῶν παῖδες εἶεν ἢ θεῖόν τι, φήσαντος δὲ «ἔστιν οὖν», ἔφη, «ὅστις θεῶν μὲν παῖδας οἴεται εἶναι, θεοὺς δὲ οὔ;» ἔτι ὅταν μέλλῃ ἢ ἐναντία λέγοντα δείξειν ἢ παράδοξον. τέταρτον δὲ ὅταν μὴ ἐνῇ ἀλλ᾽ ἢ σοφιστικῶς ἀποκρινάμενον λῦσαι· ἐὰν γὰρ οὕτως ἀποκρίνηται, ὅτι ἔστι μὲν ἔστι δ᾽ οὔ, ἢ τὰ μὲν τὰ δ᾽ οὔ, ἢ πῇ μὲν πῇ δ᾽ οὔ, θορυβοῦσιν ὡς ἀποροῦντος. ἄλλως δὲ μὴ ἐγχείρει. ἐὰν γὰρ ἐνστῇ, κεκρατῆσθαι δόξεις· οὐ γὰρ οἷόν τε πολλὰ ἐρωτᾶν, διὰ τὴν ἀσθένειαν τοῦ ἀκροατοῦ· διὸ καὶ τὰ ἐνθυμήματα ὅτι μάλιστα συστρέφειν δεῖ. |
[18] Σχετικά, τώρα, με το θέμα της ερώτησης: Η καλύτερη στιγμή να κάνει κανείς ερώτηση είναι [1419a] όταν ο αντίπαλος έχει ήδη κάνει μια παραδοχή, τέτοια που με την υποβολή μιας ακόμη ερώτησης να προκύπτει το άτοπο. Παράδειγμα: Ο Περικλής έκανε στον Λάμπωνα ερώτηση σχετική με τη μύηση στα μυστήρια της θεάς Σώτειρας, και όταν εκείνος του απάντησε ότι δεν μπορεί να ακούει γι᾽ αυτά τα πράγματα ένας αμύητος, ο Περικλής τον ρώτησε αν ο ίδιος είχε τις σχετικές γνώσεις· όταν λοιπόν εκείνος του απάντησε καταφατικά, ο Περικλής είπε: «Και πώς γίνεται αυτό, αφού είσαι αμύητος;». Μια δεύτερη κατάλληλη στιγμή να κάνει κανείς ερώτηση είναι όταν η μία πρόταση είναι φανερή και πανθομολογούμενη και για την άλλη είναι φανερό ότι θα την αποδεχθεί ο αντίπαλος, αν ρωτηθεί. Έχοντας, γι᾽ αυτό, εξασφαλίσει —ύστερα από ερώτηση— τη θετική απάντηση σ᾽ αυτή τη δεύτερη πρόταση, δεν πρέπει κανείς να κάνει άλλη μια ερώτηση γι᾽ αυτό που είναι φανερό και πανθομολογούμενο, αλλά να προχωράει στη διατύπωση του συμπεράσματος. Παράδειγμα: Ο Σωκράτης, όταν ο Μέλητος τον κατηγορούσε ότι δεν πίστευε στους θεούς, είχε όμως παραδεχτεί ότι μιλούσε για κάποιο «δαιμόνιο», του έκανε την ερώτηση αν οι δαίμονες δεν είναι παιδιά θεών ή κάτι το θεϊκό, και όταν εκείνος του απάντησε καταφατικά, ο Σωκράτης είπε: «Υπάρχει άνθρωπος που να πιστεύει ότι υπάρχουν παιδιά θεών, όχι όμως θεοί;». Μια άλλη ευκαιρία είναι όταν κανείς σχεδιάζει να αποδείξει ή ότι ο αντίπαλος βρίσκεται σε αντίφαση προς τον ίδιο του τον εαυτό ή ότι λέει κάτι το παράξενο. Η τέταρτη είναι όταν ο αντίπαλος δεν έχει άλλη δυνατότητα από το να δώσει στην ερώτηση μια απάντηση σοφιστικού τύπου· γιατί αν απαντάει με αυτόν τον τρόπο: «είναι έτσι και δεν είναι», «μερικά είναι έτσι, άλλα όμως όχι» ή «από μιαν άποψη είναι έτσι, από μιαν άλλη όμως όχι», οι ακροατές θορυβούν θεωρώντας ότι ο ρήτορας βρίσκεται σε αμηχανία. Σε άλλες περιστάσεις ο ρήτορας να μην κάνει ερωτήσεις· γιατί αν ο αντίπαλος κάνει ένσταση, ο ρήτορας φαίνεται να έχει νικηθεί· γιατί δεν μπορεί να κάνει πολλές ερωτήσεις, εξαιτίας των μειωμένων πνευματικών δυνατοτήτων του ακροατή. Αυτός είναι και ο λόγος που πρέπει κανείς να δίνει στα ενθυμήματά του όσο γίνεται συντομότερη μορφή. |