[7.8.7] Από κει βαδίζοντας μέσα από την Τρωάδα ξεπέρασαν το βουνό Ίδη κι έρχονται πρώτα στην Άντανδρο. Ύστερα προχώρησαν παραλιακά στη Μυσία, ώσπου πήγαν στον κάμπο της Θήβης. [7.8.8] Από το μέρος αυτό, προχωρώντας ανάμεσα στο Αδραμύττιο και στο Κυτώνιο, ήρθαν στον κάμπο του Κάικου κι έφτασαν στην Πέργαμο της Μυσίας. Εδώ φιλοξενείται ο Ξενοφώντας από την Ελλάδα, τη γυναίκα του Γογγύλου του Ερετριώτη, που ήταν μητέρα του Γοργίωνα και του Γογγύλου. [7.8.9] Αυτή του λέει πως κάποιος Πέρσης, ο Ασιδάτης, βρίσκεται στον κάμπο και πως, αν πάει τη νύχτα με τρακόσιους άντρες, μπορεί να πάρει και τον ίδιο και τη γυναίκα του και τα παιδιά του και τα πράγματά του, που ήταν πολλά. Για οδηγούς μάλιστα σ᾽ αυτή την επιχείρηση του έστειλε τον ξάδερφό της και το Δαφναγόρα, που τον είχε σε πολύ μεγάλη εκτίμηση. [7.8.10] Μαζί μ᾽ αυτούς ο Ξενοφώντας έκαμε θυσία, και ο Βασίας, ο μάντης από την Ήλιδα που την παρακολουθούσε, είπε πως τα σημάδια της ήταν πολύ καλά για τον Ξενοφώντα και πως ήταν δυνατό να πιαστεί ο Ασιδάτης. [7.8.11] Ξεκίνησε λοιπόν ύστερ᾽ από το δείπνο μαζί με τους πιο αφοσιωμένους λοχαγούς και με τους στρατιώτες που του στάθηκαν πιστοί σ᾽ όλες τις περιστάσεις, γιατί ήθελε να τους ανταμείψει. Πήγαν όμως μαζί του, χωρίς να το θέλει, κι άλλοι στρατιώτες εξακόσιοι πάνω κάτω· μα οι λοχαγοί έφευγαν γρήγορα για να μη μοιράσουν με τους άλλους το μερίδιό τους, σαν να ήταν κιόλας έτοιμα τα λάφυρα. [7.8.12] Κατά τα μεσάνυχτα που πήγαν εκεί, οι δούλοι που βρίσκονταν γύρω στον πύργο τούς ξέφυγαν μαζί με τα περισσότερα πράγματα, γιατί οι Έλληνες αδιαφόρησαν γι᾽ αυτά, στην προσπάθειά τους να πιάσουν τον ίδιο τον Ασιδάτη και να βάλουν χέρι στο βιος του. [7.8.13] Επειδή όμως δεν μπορούσαν να κυριέψουν τον πύργο πολεμώντας —γιατί ήταν ψηλός και μεγάλος κι είχε προμαχώνες και άντρες πολλούς και πολεμάρχους— προσπάθησαν να τον τρυπήσουν. [7.8.14] Μα το πάχος του τοίχου ήταν οχτώ πήλινα πλιθιά, και γι᾽ αυτό το τρύπημά του τέλειωσε τα ξημερώματα. Έτσι, μόλις φάνηκε φως, κάποιος από μέσα τρύπησε πέρα για πέρα με σούβλα που περνούν τα βόδια το μερί του πιο κοντινού στρατιώτη. Κι ύστερ᾽ απ᾽ αυτό, ρίχνοντας βέλη προς τα έξω, έκαναν επικίνδυνο ακόμα και το πέρασμα από κει. [7.8.15] Με τις φωνές που έβγαζαν και τις φωτιές που άναψαν από τον πύργο, παίρνουν είδηση και τρέχουν να τους βοηθήσουν ο Ιταμένης με το στρατό του και οπλίτες Ασσύριοι από την Κομανία. Πήγαν και ως ογδόντα Υρκάνιοι ιππείς, μισθοφόροι κι αυτοί του βασιλιά, και πάνω κάτω οχτακόσιοι πελταστές, άλλοι από το Παρθένιο κι άλλοι από την Απολλωνία κι από γειτονικά μέρη. Έφτασε ακόμα και ιππικό. [7.8.16] Τότε πια ήταν καιρός να σκεφτούν πώς θα αναχωρήσουν. Πήραν λοιπόν όσα βόδια υπήρχαν και τ᾽ άλλα ζώα και τους αιχμαλώτους, σχημάτισαν γύρω ένα πλαίσιο και τα οδηγούσαν. Έπαψαν από δω κι εμπρός να κοιτάνε τη λεηλασία και πρόσεχαν μήπως η κανονική αναχώρηση καταλήξει σε άτακτη φυγή, αν άφηναν τα λάφυρα κι έφευγαν, γιατί τότε και οι εχθροί θα αποκτούσαν μεγαλύτερη θρασύτητα και οι στρατιώτες θα έχαναν το θάρρος τους. Ενώ τώρα υποχωρούσαν με τέτοιο τρόπο, σαν να σκόπευαν να δώσουν μάχη για τα λάφυρα. [7.8.17] Βλέποντας όμως ο Γογγύλος πως οι Έλληνες ήταν λίγοι, ενώ οι εχθροί πολλοί, βγαίνει κι αυτός με το στρατό του, χωρίς τη συγκατάθεση της μητέρας του, για να πάρει μέρος στην επιχείρηση. Έτρεξε ακόμα σε βοήθεια και ο Προκλής από την Αλίσαρνα και την Τευθρανία, που ήταν απόγονος του Δημάρατου. [7.8.18] Μα οι στρατιώτες του Ξενοφώντα πιέζονταν τώρα πολύ από τους τοξότες και τους σφεντονήτες και γι᾽ αυτό άρχισαν να προχωρούν σε σχηματισμό κύκλου, ώστε να έχουν τις ασπίδες στραμμένες προς το μέρος απ᾽ όπου έρχονταν τα βέλη. Έτσι με κόπο περνούν τον ποταμό Κάικο, πληγωμένοι πάνω κάτω οι μισοί. [7.8.19] Εδώ πληγώνεται κι ο λοχαγός Αγασίας ο Στυμφάλιος, που αδιάκοπα πολεμούσε τους εχθρούς. Τέλος οι Έλληνες σώθηκαν με διακόσιους πάνω κάτω αιχμάλωτους και με τόσα ζώα, όσα τους χρειάζονταν για τις θυσίες. |