[7.4.1] Αυτά είχα να πω για τον Εύφρονα· τώρα ξαναγυρίζω στο σημείο απ᾽ όπου έκανα παρέκβαση για να τα διηγηθώ. Τον καιρό που οχύρωναν οι Φλειάσιοι τη Θυαμία και που ο Χάρης βρισκόταν ακόμα μαζί τους, κυρίεψαν τον Ωρωπό οι εξόριστοί του. Οι Αθηναίοι εξεστράτευσαν εναντίον τους μ᾽όλο τους τον στρατό, κι έστειλαν να φέρουν και τον Χάρητα από τη Θυαμία· τότε όμως κυριεύτηκε ξανά, με τη σειρά του, το λιμάνι της Σικυώνος από τους ίδιους τους πολίτες και τους Αρκάδες. Στο μεταξύ κανένας από τους συμμάχους δεν πήγε να βοηθήσει τους Αθηναίους, κι έτσι έφυγαν αφήνοντας τον Ωρωπό στα χέρια των Θηβαίων ώσπου να γίνει διαιτησία. [7.4.2] Ο Λυκομήδης, μαθαίνοντας τα παράπονα που είχαν οι Αθηναίοι με τους συμμάχους τους —ότι ενώ οι ίδιοι έκαναν για κείνους τόσες θυσίες, κανένας δεν βρέθηκε να τους ανταποδώσει τη βοήθεια— έπεισε τους Δέκα Χιλιάδες να διαπραγματευτούν συμμαχία με την Αθήνα. Στην αρχή δυσαρεστήθηκαν μερικοί Αθηναίοι με την ιδέα ότι, αν και φίλοι των Λακεδαιμονίων, θα συμμαχούσαν με τους αντιπάλους τους· όταν το καλοσκέφτηκαν, ωστόσο, βρήκαν ότι θα ᾽ταν εξίσου ωφέλιμο για τους Λακεδαιμονίους όσο και για τους ίδιους να μην έχουν πια ανάγκη οι Αρκάδες τους Θηβαίους, και τελικά δέχτηκαν τη συμμαχία με τους Αρκάδες. [7.4.3] Φεύγοντας από την Αθήνα ο Λυκομήδης —που έκανε τις σχετικές διαπραγματεύσεις— βρήκε τον θάνατο, ολοφάνερα από χέρι θεού: γιατί ενώ υπήρχαν πάρα πολλά πλοία, κι ενώ διάλεξε εκείνο που ήθελε και συμφώνησε με τους ναύτες να τον αποβιβάσουν όπου ο ίδιος θα τους πρόσταζε, θέλησε ν᾽ αποβιβαστεί στο σημείο ακριβώς εκείνο που έτυχε να βρίσκονται οι εξόριστοι. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο σκοτώθηκε εκείνος, αλλά η συμμαχία πραγματοποιήθηκε. [365 π.Χ.] [7.4.4] Στο μεταξύ ο Δημοτίων είπε στη Συνέλευση των Αθηναίων ότι καλά έκαναν βέβαια, κατά τη γνώμη του, να διαπραγματεύονται φιλία με τους Αρκάδες· έπρεπε όμως, πρόσθεσε, να δώσουν εντολή στους στρατηγούς να διατηρήσουν και την Κόρινθο στη σφαίρα επιρροής της Αθήνας. Σαν το ᾽μαθαν οι Κορίνθιοι, έστειλαν αμέσως ισχυρές δικές τους φρουρές σ᾽ όλα τα σημεία του εδάφους τους που φύλασσαν οι Αθηναίοι, λέγοντάς τους να φύγουν επειδή δεν έχουν πια ανάγκη από ξένες φρουρές. Οι Αθηναίοι υπάκουσαν, κι από τα σημεία που φρουρούσαν συγκεντρώθηκαν στην πόλη. Τότε οι Κορίνθιοι κάλεσαν με κήρυκα όσους Αθηναίους είχαν τυχόν παράπονα να εγγραφούν, για να ικανοποιηθούν οι δίκαιες απαιτήσεις τους. [7.4.5] Πάνω σε τούτα ο Χάρης έφτασε με ναυτικό στις Κεγχρειές. Όταν έμαθε τί είχε συμβεί είπε πως, ακούγοντας για κάποια επιβουλή εναντίον της πόλης, είχε έρθει να την υπερασπίσει. Οι Κορίνθιοι τον παίνεψαν γι᾽ αυτό, δεν άφησαν όμως τα πλοία του να μπουν στο λιμάνι και του είπαν να φύγει· όσο για τους οπλίτες, τους πλήρωσαν όσα τους χρωστούσαν και τους έδιωξαν κι εκείνους. Μ᾽ αυτόν τον τρόπο εξεκένωσαν οι Αθηναίοι την Κόρινθο. [7.4.6] Από την άλλη, η συμμαχία με τους Αρκάδες τους υποχρέωνε να τους στέλνουν ενίσχυση το ιππικό τους στην περίπτωση που θα εξεστράτευε κάποιος εναντίον των Αρκάδων· το έδαφος της Λακεδαίμονος ωστόσο δεν το πάτησαν για πολεμικές επιχειρήσεις. Στο μεταξύ οι Κορίνθιοι σκέφτονταν ότι δύσκολα θα έβρισκαν σωτηρία: από πριν κιόλας μειονεκτούσαν στρατιωτικά στη στεριά, και τώρα αντιμετώπιζαν επιπλέον και τη δυσμένεια των Αθηναίων· αποφάσισαν λοιπόν να προσλάβουν μισθοφόρους, πεζικό και ιππικό. Με τούτους στις προσταγές τους, κατόρθωσαν και την πόλη τους να προστατεύουν και συνάμα να προκαλούν πολλές ζημίες στους γειτονικούς των εχθρούς· έστειλαν μολοντούτο στη Θήβα να ρωτήσουν αν, πηγαίνοντας εκεί, θα πετύχαιναν τη σύναψη ειρήνης. [7.4.7] Οι Θηβαίοι τους αποκρίθηκαν καταφατικά και τους παρήγγειλαν να πάνε· τότε οι Κορίνθιοι παρακάλεσαν να τους αφήσουν να συνεννοηθούν και με τους συμμάχους τους, ώστε όσους από αυτούς ήθελαν να τους συμπεριλάβουν στην ειρήνη, κι όσους πάλι προτιμούσαν πόλεμο να τους αφήσουν να πολεμάνε μόνοι. Οι Θηβαίοι το δέχτηκαν κι αυτό. Τότε οι Κορίνθιοι πήγαν στη Λακεδαίμονα και είπαν: [7.4.8] «Ερχόμαστε σε σας, Λακεδαιμόνιοι, σαν φίλοι σας, με μια παράκληση: αν βλέπετε τρόπο να σωθούμε συνεχίζοντας τον πόλεμο, να μας τον εξηγήσετε κι εμάς· στην περίπτωση όμως που κρίνετε τη θέση μας απελπιστική, αν σας συμφέρει, να κάνετε και σεις ειρήνη ταυτόχρονα μ᾽ εμάς — γιατί με κανέναν άλλον δεν θα μας ήταν πιο ευχάριστο να σωθούμε μαζί, παρά με σας· αν πάλι λογαριάζετε ότι σας συμφέρει η συνέχιση του πολέμου, σας παρακαλούμε να μας αφήσετε να κάνουμε ειρήνη. Γιατί αν σωθούμε, ίσως κάποτε να σας προσφέρουμε και πάλι υπηρεσίες — ενώ αν καταστραφούμε, είναι φανερό ότι ποτέ πια δεν θα σας φανούμε χρήσιμοι». [7.4.9] Όταν τ᾽ άκουσαν αυτά οι Λακεδαιμόνιοι, όχι μόνο συμβούλεψαν τους Κορινθίους να κάνουν ειρήνη, αλλά έδωσαν άδεια και στους υπόλοιπους συμμάχους, εφόσον δεν ήθελαν να πολεμήσουν άλλο στο πλευρό τους, να σταματήσουν. Οι ίδιοι, είπαν, θα συνεχίσουν τον πόλεμο — κι ό,τι θέλει ο θεός ας γίνει· πάντως ποτέ δεν θα δεχτούν να τους πάρουν αυτό που τους είχαν αφήσει οι πατέρες τους: τη Μεσσήνη. [7.4.10] Ύστερα απ᾽ αυτή την απάντηση, οι Κορίνθιοι πήγαν στη Θήβα για τη σύναψη ειρήνης. Οι Θηβαίοι τους ζήτησαν να ορκιστούν και συμμαχία· οι Κορίνθιοι όμως αποκρίθηκαν ότι συμμαχία δεν θα σήμαινε ειρήνη, αλλά μια διαφορετική μορφή πολέμου· ωστόσο οι ίδιοι, είπαν, είχαν έρθει έτοιμοι να συμφωνήσουν μιαν έντιμη ειρήνη — αν την ήθελαν οι Θηβαίοι. Η άρνησή τους να πολεμήσουν τους ευεργέτες τους, μόλο τον κίνδυνο που διέτρεχαν, προκάλεσε τον θαυμασμό των Θηβαίων, που δέχτηκαν να κάνουν ειρήνη μ᾽ αυτούς, με τους Φλειάσιους και μ᾽ όσους είχαν έρθει μαζί τους στη Θήβα, με τον όρο ότι κάθε πόλη θα διατηρούσε τα δικά της εδάφη. Πάνω σ᾽ αυτούς τους όρους δόθηκαν οι όρκοι. [7.4.11] Οι Φλειάσιοι συμμορφώθηκαν με τη συνθήκη κι εξεκένωσαν τη Θυαμία. Οι Αργείοι όμως, μόλο που ορκίστηκαν να κάνουν ειρήνη με τους ίδιους τούτους όρους, προσπάθησαν να πετύχουν να παραμείνουν οι Φλειάσιοι εξόριστοι στο Τρικάρανο, με το επιχείρημα ότι έτσι θα βρίσκονταν στο έδαφός τους· όταν απέτυχαν, το κατέλαβαν κι εγκατέστησαν φρουρά, με τον ισχυρισμό ότι αποτελούσε δικό τους έδαφος —αυτό που λίγο πρωτύτερα λεηλατούσαν σαν εχθρικό— και δεν δέχτηκαν τη διαιτησία που πρότειναν οι Φλειάσιοι. |