Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΞΕΝΟΦΩΝ

Κύρου Ἀνάβασις (7.7.48-7.8.6)

[7.7.48] Ἀκούσας ταῦτα ὁ Σεύθης κατηράσατο τῷ αἰτίῳ τοῦ μὴ πάλαι ἀποδεδόσθαι τὸν μισθόν· καὶ πάντες Ἡρακλείδην τοῦτον ὑπώπτευσαν εἶναι· ἐγὼ γάρ, ἔφη, οὔτε διενοήθην πώποτε ἀποστερῆσαι ἀποδώσω τε. [7.7.49] ἐντεῦθεν πάλιν εἶπεν ὁ Ξενοφῶν· Ἐπεὶ τοίνυν διανοῇ ἀποδιδόναι, νῦν ἐγώ σου δέομαι δι᾽ ἐμοῦ ἀποδοῦναι, καὶ μὴ περιιδεῖν με διὰ σὲ ἀνομοίως ἔχοντα ἐν τῇ στρατιᾷ νῦν τε καὶ ὅτε πρὸς σὲ ἀφικόμεθα. [7.7.50] ὁ δ᾽ εἶπεν· Ἀλλ᾽ οὔτ᾽ ἐν τοῖς στρατιώταις ἔσει δι᾽ ἐμὲ ἀτιμότερος ἄν τε μένῃς παρ᾽ ἐμοὶ χιλίους μόνους ὁπλίτας ἔχων, ἐγώ σοι τά τε χωρία ἀποδώσω καὶ τἆλλα ἃ ὑπεσχόμην. [7.7.51] ὁ δὲ πάλιν εἶπε· Ταῦτα μὲν ἔχειν οὕτως οὐχ οἷόν τε· ἀπόπεμπε δὲ ἡμᾶς. Καὶ μήν, ἔφη ὁ Σεύθης, καὶ ἀσφαλέστερόν γέ σοι οἶδα ὂν παρ᾽ ἐμοὶ μένειν ἢ ἀπιέναι. [7.7.52] ὁ δὲ πάλιν εἶπεν· Ἀλλὰ τὴν μὲν σὴν πρόνοιαν ἐπαινῶ· ἐμοὶ δὲ μένειν οὐχ οἷόν τε· ὅπου δ᾽ ἂν ἐγὼ ἐντιμότερος ὦ, νόμιζε καὶ σοὶ τοῦτο ἀγαθὸν ἔσεσθαι. [7.7.53] ἐντεῦθεν λέγει Σεύθης· Ἀργύριον μὲν οὐκ ἔχω ἀλλ᾽ ἢ μικρόν τι, καὶ τοῦτό σοι δίδωμι, τάλαντον· βοῦς δὲ ἑξακοσίους καὶ πρόβατα εἰς τετρακισχίλια καὶ ἀνδράποδα εἰς εἴκοσι καὶ ἑκατόν. ταῦτα λαβὼν καὶ τοὺς τῶν ἀδικησάντων σε ὁμήρους προσλαβὼν ἄπιθι. [7.7.54] γελάσας ὁ Ξενοφῶν εἶπεν· Ἢν οὖν μὴ ἐξικνῆται ταῦτ᾽ εἰς τὸν μισθόν, τίνος τάλαντον φήσω ἔχειν; ἆρ᾽ οὐκ, ἐπειδὴ καὶ ἐπικίνδυνόν μοί ἐστιν, ἀπιόντα γε ἄμεινον φυλάττεσθαι πέτρους; ἤκουες δὲ τὰς ἀπειλάς. τότε μὲν δὴ αὐτοῦ ἔμεινε.
[7.7.55] Τῇ δ᾽ ὑστεραίᾳ ἀπέδωκέ τε αὐτοῖς ἃ ὑπέσχετο καὶ τοὺς ἐλῶντας συνέπεμψεν. οἱ δὲ στρατιῶται τέως μὲν ἔλεγον ὡς ὁ Ξενοφῶν οἴχοιτο ὡς Σεύθην οἰκήσων καὶ ἃ ὑπέσχετο αὐτῷ ληψόμενος· ἐπεὶ δὲ εἶδον, ἥσθησαν καὶ προσέθεον. [7.7.56] Ξενοφῶν δ᾽ ἐπεὶ εἶδε Χαρμῖνόν τε καὶ Πολύνικον· Ταῦτα, ἔφη, σέσωσται δι᾽ ὑμᾶς τῇ στρατιᾷ καὶ παραδίδωμι αὐτὰ ἐγὼ ὑμῖν· ὑμεῖς δὲ διαθέμενοι διάδοτε τῇ στρατιᾷ. οἱ μὲν οὖν παραλαβόντες καὶ λαφυροπώλας καταστήσαντες ἐπώλουν, καὶ πολλὴν εἶχον αἰτίαν. [7.7.57] Ξενοφῶν δὲ οὐ προσῄει, ἀλλὰ φανερὸς ἦν οἴκαδε παρασκευαζόμενος· οὐ γάρ πω ψῆφος αὐτῷ ἐπῆκτο Ἀθήνησι περὶ φυγῆς. προσελθόντες δὲ αὐτῷ οἱ ἐπιτήδειοι ἐν τῷ στρατοπέδῳ ἐδέοντο μὴ ἀπελθεῖν πρὶν ἀπαγάγοι τὸ στράτευμα καὶ Θίβρωνι παραδοίη.
[7.8.1] Ἐντεῦθεν διέπλευσαν εἰς Λάμψακον, καὶ ἀπαντᾷ τῷ Ξενοφῶντι Εὐκλείδης μάντις Φλειάσιος ὁ Κλεαγόρου υἱὸς τοῦ τὰ ἐνύπνια ἐν Λυκείῳ γεγραφότος. οὗτος συνήδετο τῷ Ξενοφῶντι ὅτι ἐσέσωστο, καὶ ἠρώτα αὐτὸν πόσον χρυσίον ἔχοι. [7.8.2] ὁ δ᾽ αὐτῷ ἐπομόσας εἶπεν ἦ μὴν ἔσεσθαι μηδὲ ἐφόδιον ἱκανὸν οἴκαδε ἀπιόντι, εἰ μὴ ἀπόδοιτο τὸν ἵππον καὶ ἃ ἀμφ᾽ αὑτὸν εἶχεν. ὁ δ᾽ αὐτῷ οὐκ ἐπίστευεν. [7.8.3] ἐπεὶ δ᾽ ἔπεμψαν Λαμψακηνοὶ ξένια τῷ Ξενοφῶντι καὶ ἔθυε τῷ Ἀπόλλωνι, παρεστήσατο τὸν Εὐκλείδην· ἰδὼν δὲ τὰ ἱερὰ ὁ Εὐκλείδης εἶπεν ὅτι πείθοιτο αὐτῷ μὴ εἶναι χρήματα. Ἀλλ᾽ οἶδα, ἔφη, ὅτι κἂν μέλλῃ ποτὲ ἔσεσθαι, φαίνεταί τι ἐμπόδιον, ἂν μηδὲν ἄλλο, σὺ σαυτῷ. συνωμολόγει ταῦτα ὁ Ξενοφῶν. [7.8.4] ὁ δὲ εἶπεν· Ἐμπόδιος γάρ σοι ὁ Ζεὺς ὁ μειλίχιός ἐστι, καὶ ἐπήρετο εἰ ἤδη θύσειεν, ὥσπερ οἴκοι, ἔφη, εἰώθειν ἐγὼ ὑμῖν θύεσθαι καὶ ὁλοκαυτεῖν. ὁ δ᾽ οὐκ ἔφη ἐξ ὅτου ἀπεδήμησε τεθυκέναι τούτῳ τῷ θεῷ. συνεβούλευσεν οὖν αὐτῷ θύεσθαι καθὰ εἰώθει, καὶ ἔφη συνοίσειν ἐπὶ τὸ βέλτιον. [7.8.5] τῇ δὲ ὑστεραίᾳ Ξενοφῶν προσελθὼν εἰς Ὀφρύνιον ἐθύετο καὶ ὡλοκαύτει χοίρους τῷ πατρίῳ νόμῳ, καὶ ἐκαλλιέρει. [7.8.6] καὶ ταύτῃ τῇ ἡμέρᾳ ἀφικνεῖται Βίων καὶ Ναυσικλείδης χρήματα δώσοντες τῷ στρατεύματι, καὶ ξενοῦνται τῷ Ξενοφῶντι καὶ ἵππον ὃν ἐν Λαμψάκῳ ἀπέδοτο πεντήκοντα δαρεικῶν, ὑποπτεύοντες αὐτὸν δι᾽ ἔνδειαν πεπρακέναι, ὅτι ἤκουον αὐτὸν ἥδεσθαι τῷ ἵππῳ, λυσάμενοι ἀπέδοσαν καὶ τὴν τιμὴν οὐκ ἤθελον ἀπολαβεῖν.

[7.7.48] Μόλις τ᾽ άκουσε ο Σεύθης, καταράστηκε τον άνθρωπο που ήταν η αιτία και δεν πληρώθηκε ο μισθός από τόσον καιρό στους στρατιώτες. Όλοι υποψιάστηκαν πως αυτός ήταν ο Ηρακλείδης. «Γιατί εγώ», είπε ο Σεύθης, «δεν σκέφτηκα πότε να κρατήσω τα χρήματα, και θα τα πληρώσω». [7.7.49] Τότε του ξαναείπε ο Ξενοφώντας: «Αφού έχεις στο μυαλό σου να τα δώσεις, σε παρακαλώ να τους τα στείλεις τώρα με μένα. Έτσι δεν θ᾽ αφήσεις να φτάσει εξαιτίας σου η υπόληψή μου στο στρατό σε ολωσδιόλου διαφορετική θέση, από εκεί που ήταν την εποχή που ήρθαμε και σε βρήκαμε». [7.7.50] Εκείνος αποκρίθηκε: «Ούτε οι στρατιώτες θα σε τιμούν λιγότερο εξαιτίας μου, κι αν μείνεις κοντά μου με χίλιους μονάχα οπλίτες, εγώ θα σου δώσω και τους τόπους που σου υποσχέθηκα κι όσα άλλα σου έταξα». [7.7.51] Ο Ξενοφώντας τού ξαναείπε: «Αυτά που λες δεν είναι δυνατό να γίνουν, άφησέ μας λοιπόν να φύγουμε». «Και όμως», είπε ο Σεύθης, «ξέρω πως είναι μεγαλύτερη σιγουριά για σένα να μείνεις εδώ, παρά να φύγεις». [7.7.52] Εκείνος απάντησε: «Σ᾽ ευχαριστώ που γνοιάζεσαι για μένα, μα δεν είναι δυνατό να μείνω. Πάντως, αν πάω σε κανένα μέρος που θα έχω μεγαλύτερη υπόληψη απ᾽ όση εδώ, να ξέρεις πως αυτό θα είναι καλό και για σένα». [7.7.53] Τότε του λέει ο Σεύθης: «Χρήματα δεν έχω παρά κάτι λίγα, δηλαδή ένα τάλαντο και σου το δίνω. Έχω όμως εξακόσια βόδια, ως τέσσερις χιλιάδες πρόβατα και γύρω στους εκατόν είκοσι αιχμάλωτους. Παρ᾽ τα αυτά, καθώς και τους όμηρους εκείνων που σ᾽ έβλαψαν και πήγαινε στο καλό». [7.7.54] Μα ο Ξενοφώντας τού είπε γελώντας: «Κι αν αυτά δεν είναι αρκετά να τους πληρώσω το μισθό, για ποιό λόγο να τους πω ότι πήρα το τάλαντο; Δεν είναι τάχα προτιμότερο, μια και βρίσκομαι σε κίνδυνο, να φυλαχτώ από το λιθοβολισμό, τώρα που σκοπεύω να γυρίσω στην πατρίδα; Γιατί άκουσες τις φοβέρες των στρατιωτών». Εκείνη τη μέρα λοιπόν έμεινε εκεί.
[7.7.55] Το άλλο πρωί ο Σεύθης τούς έδωσε όσα υποσχέθηκε κι έστειλε μαζί τους εκείνους που θα οδηγούσαν τα ζώα. Οι στρατιώτες, ως εκείνη τη στιγμή, έλεγαν πως ο Ξενοφώντας πήγε στο Σεύθη για να κατοικήσει στη χώρα του και για να πάρει όσα του είχε υποσχεθεί. Μα μόλις τον είδαν, άρχισαν να τρέχουν κοντά του χαρούμενοι. [7.7.56] Ο Ξενοφώντας πάλι όταν είδε το Χαρμίνο και τον Πολύνικο, τους είπε: «Αυτά εδώ σώθηκαν εξαιτίας σας για το στρατό και σας τα παραδίνω. Εσείς να τα πουλήσετε και να δώσετε τα χρήματα στους στρατιώτες». Εκείνοι λοιπόν τα πήραν κι ύστερα έβαλαν μερικούς να τα εμπορευτούν. Έτσι τα πούλησαν, αλλά κατηγορήθηκαν πολύ με τούτη τη δουλειά. [7.7.57] Σ᾽ αυτό το διάστημα ο Ξενοφώντας δεν τους ζύγωνε, παρά ολοφάνερα ετοιμαζόταν να γυρίσει στην πατρίδα του. Γιατί ακόμα δεν είχαν πάρει στην Αθήνα την απόφαση να τον εξορίσουν. Πήγαν όμως και τον συνάντησαν οι φίλοι που είχε στο στρατόπεδο και τον παρακάλεσαν να μη φύγει, προτού οδηγήσει το στρατό στο Θίβρωνα και του τον παραδώσει.
[7.8.1] Από το μέρος αυτό πέρασαν απέναντι στη Λάμψακο. Εκεί συνάντησε τον Ξενοφώντα ο μάντης Ευκλείδης ο Φλιάσιος, ο γιος του Κλεαγόρα, που είχε ζωγραφίσει τα όνειρα στο Λύκειο. Τούτος χάρηκε που γλίτωσε ο Ξενοφώντας και τον ρωτούσε πόσα χρήματα κουβαλούσε μαζί του. [7.8.2] Εκείνος τον βεβαίωσε με όρκο πως δεν είχε ούτε όσα του χρειάζονταν για να γυρίσει στην πατρίδα, εκτός αν πουλούσε το άλογό του και τις αποσκευές που έφερνε μαζί του. Μα ο Ευκλείδης δεν τον πίστευε. [7.8.3] Τότε οι Λαμψακηνοί, για να φιλοξενήσουν τον Ξενοφώντα, του έστειλαν δώρα, κι αυτός πρόσφερε θυσία στον Απόλλωνα. Στη θυσία κάλεσε και τον Ευκλείδη, που όταν είδε τα σπλάχνα των ζώων, είπε πως τον πιστεύει ότι δεν έχει χρήματα. «Ξέρω όμως, πρόσθεσε, πως κι αν πρόκειται καμιά φορά ν᾽ αποκτήσεις χρήματα, θα παρουσιαστεί κάποιο εμπόδιο ίσως από σένα τον ίδιο, αν όχι από πουθενά αλλού». Συμφώνησε σ᾽ αυτά και ο Ξενοφώντας, ενώ ο Ευκλείδης συνέχισε: [7.8.4] «Γιατί ο γαλήνιος Δίας σ᾽ εμποδίζει». Και τον ρώτησε αν του πρόσφερε ως τώρα θυσία, «όπως συνήθιζα εγώ για χάρη σας να του κάνω θυσίες και ολοκαυτώματα στην πατρίδα». Ο Ξενοφώντας απάντησε πως από τότε που έφυγε από την Αθήνα δεν είχε θυσιάσει σ᾽ αυτόν το θεό. Γι᾽ αυτό ο Ευκλείδης τον συμβούλεψε να του προσφέρει θυσία, όπως ήταν συνηθισμένος, βεβαιώνοντάς τον πως αυτό θα τον ωφελήσει. [7.8.5] Την άλλη μέρα ο Ξενοφώντας πήγε στο Οφρύνιο και θυσιάζει καίγοντας χοίρους ολόκληρους, σύμφωνα με το πατροπαράδοτο έθιμο. Οι θυσίες έδειξαν καλά σημάδια. [7.8.6] Αυτή τη μέρα έρχονται ο Βίωνας και ο Ναυσικλείδης, για να δώσουν χρήματα στους στρατιώτες, και φιλοξενούνται από τον Ξενοφώντα. Εκείνοι αγόρασαν το άλογο που είχε πουλήσει στη Λάμψακο και πήρε πενήντα δαρεικούς και του το έδωσαν πίσω, χωρίς να δεχτούν να πάρουν από τον Ξενοφώντα την αξία του. Αυτό το έκαμαν επειδή υποψιάστηκαν πως το είχε πουλήσει από φτώχεια κι επειδή είχαν ακούσει πως το αγαπούσε υπερβολικά.