Σ᾽ αυτόν ο πολυμήχανος απάντησ᾽ Οδυσσέας:
«Θάρρου· ποσώς τον θάνατον στον νουν σου να μην έχεις·
και τούτο θέλω να μου ειπείς αληθινά, να μάθω
385τι θέλεις και από τον στρατόν στα πλοία μας πηγαίνεις
μόνος στο σκότος της νυκτός, που όλ᾽ οι θνητοί κοιμώνται;
Μη δια να γδύσεις σώματα νεκρών εβγήκες τώρα;
Ή προς τα πλοία σ᾽ έστειλεν ο Έκτωρ να ερευνήσεις
ό,τι συμβαίν᾽; Ή και σ᾽ αυτό παρακινήθης μόνος; »
390Και ο Δόλων του απάντησε, κι οι αρμοί του ετρέμαν όλοι:
«Ο Έκτωρ μ᾽ εξεμώρανε, που εδέχθη να μου δώσει
τους ίππους και την άμαξαν την χαλκοστολισμένην,
που ανήκουν εις τον θαυμαστόν Πηλείδην Αχιλλέα,
κι επρόσταξέ με στων εχθρών το στράτευμα να υπάγω
395μέσα στο βάθος της νυκτός να μάθ᾽ ό,τι συμβαίνει,
αν είναι τα καράβια σας ως πρώτα φρουρημένα,
ή τώρ᾽ από τα χέρια μας ως είσθε συντριμμένοι,
να φύγετ᾽ ήδη σκέπτεσθε και δεν σας μέλει πλέον
από τον κόπον τον βαρύν, την νύκτα να φρουρείτε».
400Και του ᾽πε με χαμόγελον ο θείος Οδυσσέας:
«Τωόντι δώρα επόθησες μεγάλα εις την ψυχήν σου,
του Αχιλλέως τ᾽ άλογα· και αυτά δεν τα δαμάζει
ούτε ανεβαίνει άλλος θνητός ή μόνος ο ανδρειωμένος
Αιακίδης οπού αθάνατη τον γέννησε μητέρα.
405Αληθινά τώρα θα ειπείς, ότ᾽ εδώ πέρα ερχόσουν,
τον πολεμάρχον Έκτορα πού άφησες; Πού έχει
τα άρματα αυτός και τ᾽ άλογα; Και πού των άλλων Τρώων
είναι στημένες οι φρουρές και πού και ποιοι κοιμώνται;
Τι μεταξύ τους μελετούν, ή εδώ πέρα να μείνουν
410πλησίον στα καράβια μας ή σκέπτονται στην πόλιν
να γύρουν, αφού εσύντριψαν στην μάχην τους Αργείους; »
Και προς αυτόν απάντησεν ο υιός του Ευμήδη, ο Δόλων:
«Και την αλήθειαν απ᾽ εμέ καταλεπτώς θα μάθεις.
Ο Έκτωρ με τους αρχηγούς, όσ᾽ είναι βουληφόροι,
415έχει συμβούλιον μακράν του κρότου, προς το μνήμα
του Ίλου· και ως προς τες φρουρές, που μ᾽ ερωτάς, ανδρείε,
φρουρά δεν είναι χωριστή το στράτευμα να σκέπει.
Ότι στων Τρώων τες πυρές όσ᾽ είναι αναγκασμένοι
άνδρες φυλάγουν άγρυπνοι και αντιπαρακινούνται.
420Αλλ᾽ οι διάφοροι λαοί, που βοηθοί τους ήλθαν,
κοιμώνται, και την φύλαξιν αφήνουν εις τους Τρώας,
ότι γυναίκες ή παιδιά πλησίον τους δεν έχουν».
Σ᾽ εκείνον ο πολύβουλος απάντησε Οδυσσέας:
«Αλλά κι εκείνοι ανάμικτα με τους ανδρειωμένους
425Τρώας κοιμώνται ή μακριά; Τούτο θα ειπείς να μάθω».
Και ο Δόλων του αποκρίθηκεν: «Όλ᾽ απ᾽ εμέ θα μάθεις
καταλεπτώς, όσα ερωτάς· στο μέρος της θαλάσσης
οι τοξοφόροι Παίονες, των Πελασγών το θείον
γένος, αυτού και οι Λέλεγες, οι Καύκωνες και οι Κάρες.
430Την Θύμβραν οι περήφανοι Μυσοί κι οι Λύκιοι βλέπουν
και των Φρυγών οι ιππόμαχοι λαοί και των Μαιόνων.
Αλλά προς τι καταλεπτώς να μ᾽ ερωτάτε εις όλα;
Εάν θενά πατήσετε το στράτευμα των Τρώων,
ιδού οι Θράκες νιόφερτοι και ανάμερα στην άκρην
435ύστεροι απ᾽ όλους και μ᾽ αυτούς ο Ρήσος βασιλέας,
του Ηιονέως ο υιός· κι οι ίπποι του είναι ωραίοι,
μεγάλοι, ανεμόποδες, λευκότεροι απ᾽ το χιόνι.
Μ᾽ αργυροχρυσοκόλλητον ήλθεν αυτός αμάξι,
και αρματωσιάν θεόρατην χρυσήν, οπού ᾽ναι θαύμα.
440Όπλα παρόμοια των θνητών ανθρώπων δεν ανήκουν,
μόνον οι αθάνατοι θεοί να τα φορούν αρμόζει.
Αλλά σεις τώρα φέρτε με στα ταχυπόρα πλοία,
ή εδώ με άπονον δεσμόν να μείνω δέσετέ με,
ωσότου επανέλθετε και γνωρισθώ τωόντι
445αν ψευδολόγησα εις εσάς ή την αλήθειαν είπα».
Μ᾽ άγριο βλέμμα ο δυνατός του είπε Διομήδης:
«Ω Δόλων, αφού έπεσες στα χέρια μας, μη ελπίζεις
να φύγεις αν κι ευχάριστα το στόμα σου μας είπε.
Και αν τώρα σ΄ απολύσομεν ή λύτρα σου δεχθούμεν,
450πάλιν θα έλθεις στα γοργά των Αχαιών καράβια
κατόπιν ή κατάσκοπος ή να μας πολεμήσεις.
Αλλ᾽ αν σου δώσω θάνατον, στο εξής δεν θα ᾽σαι πλέον
στους Αχαιούς ολέθριος». Και ως άπλωνε το χέρι
ο Δόλων στο πηγούνι του να τον εξιλεώσει,
455όρμησε με την μάχαιραν επάνω του ο Τυδείδης,
του εχώρισε τον λάρυγγα κι εκόπηκαν τα νεύρα,
κι ενώ μιλούσ᾽ εκύλησε στο χώμα η κεφαλή του.
Και αυτοί το λυκοτόμαρο του επήραν και το κράνος,
το τόξ᾽ οπισθοτέντωτο και το μακρύ κοντάρι·
460προς την νικήτραν Αθηνά τα σήκωσ᾽ ο Οδυσσέας
ψηλά στο χέρι κι έκαμεν ευχήν: «Με τούτα χαίρου,
θεά, τα λάφυρα, και σε των αθανάτων πρώτην
με δώρα θα τιμήσομεν· και τώρα οδήγησέ μας
στους ίππους και στο στράτευμα των μαχητών της Θράκης».
|