Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Δραπέται (30-31)


ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
[30] Ἐπίσχες. οὐ γυναικός ἐστι φωνὴ ῥαψῳδούσης τι τῶν Ὁμήρου;
ΕΡΜΗΣ
Νὴ Δία· ἀλλ᾽ ἀκούσωμεν ὅ τι καὶ λέγει.
ΓΥΝΗ
Ἐχθρὸς γάρ μοι κεῖνος ὁμῶς Ἀΐδαο πύλῃσιν,
ὃς χρυσὸν φιλέει μὲν ἐνὶ φρεσίν, ἄλλο δὲ εἴπῃ.
ΕΡΜΗΣ
Οὐκοῦν τὸν Κάνθαρόν σοι μισητέον.
ΓΥΝΗ
Ξεινοδόκον κακὰ ῥέξεν, ὅ κεν φιλότητα παράσχῃ.
ΑΝΗΡ
Περὶ ἐμοῦ τοῦτο τὸ ἔπος, οὗ τὴν γυναῖκα ᾤχετο ἀπάγων διότι αὐτὸν ὑπεδεξάμην.
ΓΥΝΗ
Οἰνοβαρές, κυνὸς ὄμματ᾽ ἔχων, κραδίην δ᾽ ἐλάφοιο,
οὔτε ποτ᾽ ἐν πολέμῳ ἐναρίθμιος οὔτ᾽ ἐνὶ βουλῇ,
Θερσίτ᾽ ἀκριτόμυθε, κακῶν πανάριστε κολοιῶν
μάψ, ἀτὰρ οὐ κατὰ κόσμον, ἐριζέμεναι βασιλεῦσιν.
ΔΕΣΠΟΤΗΣ Α
Εἰκότως τῷ καταράτῳ τὰ ἔπη.
ΓΥΝΗ
Πρόσθε κύων, ὄπιθεν δὲ λέων, μέσση δὲ χίμαιρα
δεινὸν ἀποπνείουσα τρίτου κυνὸς ἄγριον ὁρμήν.
ΑΝΗΡ
[31] Οἴμοι, γύναι, ὅσα πέπονθας ὑπὸ κυνῶν τοσούτων. φασὶ δ᾽ αὐτὴν καὶ κυεῖν ἀπ᾽ αὐτῶν.
ΕΡΜΗΣ
Θάρρει, Κέρβερόν τινα τέξεταί σοι ἢ Γηρυόνην, ὡς ἔχοι ὁ Ἡρακλῆς οὗτος αὖθις πόνον. ἀλλὰ καὶ προΐασιν, ὥστε οὐδὲν δεῖ κόπτειν τὴν θύραν.
ΔΕΣΠΟΤΗΣ Α
Ἔχω σε, ὦ Κάνθαρε. νῦν σιωπᾷς; φέρ᾽ ἴδωμεν ἅτινά σοι ἡ πήρα ἔχει, θέρμους ἴσως ἢ ἄρτου τρύφος. οὐ μὰ Δί᾽, ἀλλὰ ζώνην χρυσίου.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Μὴ θαυμάσῃς· Κυνικὸς γὰρ ἔφασκεν εἶναι τὸ πρόσθεν ἐπὶ τῆς Ἑλλάδος, ἐνταῦθα δὲ Χρυσίππειος ἀκριβῶς ἐστιν. τοιγαροῦν Κλεάνθην οὐκ εἰς μακρὰν αὐτὸν ὄψει· κρεμήσεται γὰρ ἀπὸ τοῦ πώγωνος οὕτω μιαρὸς ὤν.


ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ
[30] Στάσου. Δεν είναι αυτή γυναικεία φωνή, που απαγγέλλει κάποια ραψωδία από τον Όμηρο;
ΕΡΜΗΣ
Ναι, μα τον Δία. Ας ακούσουμε τί λέει.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Είν᾽ εχθρός μου εκείνος ο άνδρας,
όσο είναι κι οι πύλες του Άδη,
που χρυσάφι αγαπάει η καρδιά του,
μα το στόμα του άλλα λαλεί.
ΕΡΜΗΣ
Συνεπώς θα πρέπει να μισήσεις τον Κάνθαρο.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Με κακό ανταμείφτηκε ο αφέντης,
που φιλόξενη δείχνει φιλία.
ΑΝΔΡΑΣ
Αυτός ο στίχος είναι για μένα, που μου πήρε τη γυναίκα κι έφυγε, επειδή εγώ τον δέχτηκα στο σπίτι μου.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Μεθυσμένε, με μάτια σκυλίσια,
που ᾽χεις όμως καρδιά ελαφίσια,
που στον πόλεμο δεν σε μετράνε,
μα ούτε καν για σοφή συμβουλή,
που μπερδεύεις, Θερσίτη, τα λόγια,
η κακή στις κακές καλιακούδα,
και που άσκοπα, δίχως μια τάξη,
με τους άρχοντες στήνεις καβγά.
ΑΦΕΝΤΙΚΟ Α
Ταιριαστοί στον καταραμένο οι στίχοι.
ΓΥΝΑΙΚΑ
Μπρος σκυλί, πίσω ήταν λιοντάρι,
και στη μέση φαινόταν κατσίκα,
φοβερά ξεφυσώντας και άγρια,
με ορμή ενός τρίτου σκυλιού.
ΑΝΔΡΑΣ
[31] Αλίμονο, γυναίκα μου, πόσα έχεις πάθει από τόσα σκυλιά. Λένε μάλιστα πως έμεινε έγκυος απ᾽ αυτούς.
ΕΡΜΗΣ
Μην ανησυχείς, θα σου γεννήσει κανέναν Κέρβερο ή Γηρυόνη, για να ταλαιπωρηθεί και πάλι αυτός εδώ ο Ηρακλής. Νά λοιπόν που ξεπροβάλλουν, και δεν θα χρειαστεί ούτε καν να χτυπήσουμε την πόρτα.
ΑΦΕΝΤΙΚΟ Α
Σε έπιασα, Κάνθαρε. Σιωπάς τώρα; Ας δούμε τί έχει το σακούλι σου· ίσως λούπινα ή κομματάκια ψωμιού. Όχι, μα τον Δία, αλλά μια ζώνη από χρυσάφι.
ΗΡΑΚΛΗΣ
Μην απορείς. Προηγουμένως στην Ελλάδα έλεγε πως ήταν κυνικός, εδώ όμως είναι πιστός οπαδός του Χρυσίππου. Ωστόσο σε λίγο θα τον δεις Κλεάνθη, γιατί θα τον κρεμάσουνε από τη γενειάδα, μια και είναι τόσο απαίσιος.