Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΛΟΥΚΙΑΝΟΣ

Ἁλιεὺς ἢ Ἀναβιοῦντες (29-32)


ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
[29] Οὐ πάντα μου, ὦ Φιλοσοφία, κατηγόρησε Διογένης, ἀλλὰ τὰ πλείω καὶ ὅσα ἦν χαλεπώτερα οὐκ οἶδα ὅ τι παθὼν παρέλιπεν. ἐγὼ δὲ τοσούτου δέω ἔξαρνος γενέσθαι ὡς οὐκ εἶπον αὐτά, ἢ ἀπολογίαν τινὰ μεμελετηκὼς ἀφῖχθαι, ὥστε καὶ εἴ τινα ἢ αὐτὸς ἀπεσιώπησεν ἢ ἐγὼ μὴ πρότερον ἔφθην εἰρηκώς, νῦν προσθήσειν μοι δοκῶ. οὕτως γὰρ ἂν μάθοις οὕστινας ἀπεκήρυττον καὶ κακῶς ἠγόρευον ἀλαζόνας καὶ γόητας ἀποκαλῶν. καί μοι μόνον τοῦτο παραφυλάττετε, εἰ ἀληθῆ περὶ αὐτῶν ἐρῶ. εἰ δέ τι βλάσφημον ἢ τραχὺ φαίνοιτο ἔχων ὁ λόγος, οὐ τὸν διελέγχοντα ἐμέ, ἀλλ᾽ ἐκείνους ἂν οἶμαι δικαιότερον αἰτιάσαισθε, τοιαῦτα ποιοῦντας.
Ἐγὼ γὰρ ἐπειδὴ τάχιστα συνεῖδον ὁπόσα τοῖς ῥητορεύουσιν ἀναγκαῖον τὰ δυσχερῆ προσεῖναι, ἀπάτην καὶ ψεῦδος καὶ θρασύτητα καὶ βοὴν καὶ ὠθισμοὺς καὶ μυρία ἄλλα, ταῦτα μέν, ὥσπερ εἰκὸς ἦν, ἀπέφυγον, ἐπὶ δὲ τὰ σά, ὦ Φιλοσοφία, καλὰ ὁρμήσας ἠξίουν ὁπόσον ἔτι μοι λοιπὸν τοῦ βίου καθάπερ ἐκ ζάλης καὶ κλύδωνος εἰς εὔδιόν τινα λιμένα ἐσπλεύσας ὑπὸ σοὶ σκεπόμενος καταβιῶναι.
[30] Κἀπειδὴ μόνον παρέκυψα εἰς τὰ ὑμέτερα, σὲ μέν, ὥσπερ ἀναγκαῖον ἦν, καὶ τούσδε ἅπαντας ἐθαύμαζον ἀρίστου βίου νομοθέτας ὄντας καὶ τοῖς ἐπ᾽ αὐτὸν ἐπειγομένοις χεῖρα ὀρέγοντας, τὰ κάλλιστα καὶ συμφορώτατα παραινοῦντας, εἴ τις μὴ παραβαίνοι αὐτὰ μηδὲ διολισθάνοι, ἀλλ᾽ ἀτενὲς ἀποβλέπων εἰς τοὺς κανόνας οὓς προτεθείκατε, πρὸς τούτους ῥυθμίζοι καὶ ἀπευθύνοι τὸν ἑαυτοῦ βίον, ὅπερ νὴ Δία καὶ τῶν καθ᾽ ὑμᾶς αὐτοὺς ὀλίγοι ποιοῦσιν.
[31] Ὁρῶν δὲ πολλοὺς οὐκ ἔρωτι φιλοσοφίας ἐχομένους ἀλλὰ δόξης μόνον τῆς ἀπὸ τοῦ πράγματος ἐφιεμένους, καὶ τὰ μὲν πρόχειρα ταῦτα καὶ δημόσια καὶ ὁπόσα παντὶ μιμεῖσθαι ῥᾴδιον εὖ μάλα ἐοικότας ἀγαθοῖς ἀνδράσι, τὸ γένειον λέγω καὶ τὸ βάδισμα καὶ τὴν ἀναβολήν, ἐπὶ δὲ τοῦ βίου καὶ τῶν πραγμάτων ἀντιφθεγγομένους τῷ σχήματι καὶ τἀναντία ὑμῖν ἐπιτηδεύοντας καὶ διαφθείροντας τὸ ἀξίωμα τῆς ὑποσχέσεως, ἠγανάκτουν, καὶ τὸ πρᾶγμα ὅμοιον ἐδόκει μοι καθάπερ ἂν εἴ τις ὑποκριτὴς τραγῳδίας μαλθακὸς αὐτὸς ὢν καὶ γυναικεῖος Ἀχιλλέα ἢ Θησέα ἢ καὶ τὸν Ἡρακλέα ὑποκρίνοιτο αὐτὸν μήτε βαδίζων μήτε βοῶν ἡρωϊκόν, ἀλλὰ θρυπτόμενος ὑπὸ τηλικούτῳ προσωπείῳ, ὃν οὐδ᾽ ἂν ἡ Ἑλένη ποτὲ ἢ Πολυξένη ἀνάσχοιντο πέρα τοῦ μετρίου αὐταῖς προσεοικότα, οὐχ ὅπως ὁ Ἡρακλῆς ὁ Καλλίνικος, ἀλλά μοι δοκεῖ τάχιστ᾽ ἂν ἐπιτρῖψαι τῷ ῥοπάλῳ παίων τοῦτον αὐτόν τε καὶ τὸ προσωπεῖον, οὕτως ἀτίμως κατατεθηλυμμένος πρὸς αὐτοῦ.
[32] Τοιαῦτα καὶ αὐτὸς ὑμᾶς πάσχοντας ὑπ᾽ ἐκείνων ὁρῶν οὐκ ἤνεγκα τὴν αἰσχύνην τῆς ὑποκρίσεως, εἰ πίθηκοι ὄντες ἐτόλμησαν ἡρώων προσωπεῖα περιθέσθαι ἢ τὸν ἐν Κύμῃ ὄνον μιμήσασθαι, ὃς λεοντῆν περιβαλόμενος ἠξίου λέων αὐτὸς εἶναι, πρὸς ἀγνοοῦντας τοὺς Κυμαίους ὀγκώμενος μάλα τραχὺ καὶ καταπληκτικόν, ἄχρι δή τις αὐτὸν ξένος καὶ λέοντα ἰδὼν καὶ ὄνον πολλάκις ἤλεγξε καὶ ἀπεδίωξε παίων τοῖς ξύλοις.
Ὃ δὲ μάλιστά μοι δεινόν, ὦ Φιλοσοφία, κατεφαίνετο, τοῦτο ἦν· οἱ γὰρ ἄνθρωποι εἴ τινα τούτων ἑώρων πονηρὸν ἢ ἄσχημον ἢ ἀσελγές τι ἐπιτηδεύοντα, οὐκ ἔστιν ὅστις οὐ Φιλοσοφίαν αὐτὴν ᾐτιᾶτο καὶ τὸν Χρύσιππον εὐθὺς ἢ Πλάτωνα ἢ Πυθαγόραν ἢ ὅτου ἐπώνυμον αὑτὸν ὁ διαμαρτάνων ἐκεῖνος ἐποιεῖτο καὶ οὗ τοὺς λόγους ἐμιμεῖτο· καὶ ἀπὸ τοῦ κακῶς βιοῦντος πονηρὰ περὶ ὑμῶν εἴκαζον τῶν πρὸ πολλοῦ τεθνηκότων· οὐ γὰρ παρὰ ζῶντας ὑμᾶς ἡ ἐξέτασις αὐτοῦ ἐγίγνετο, ἀλλ᾽ ὑμεῖς μὲν ἐκποδών, ἐκεῖνον δὲ ἑώρων σαφῶς ἅπαντες δεινὰ καὶ ἄσεμνα ἐπιτηδεύοντα, ὥστε ἐρήμην ἡλίσκεσθε μετ᾽ αὐτοῦ καὶ ἐπὶ τὴν ὁμοίαν διαβολὴν συγκατεσπᾶσθε.


ΠΑΡΡΗΣΙΑΔΗΣ
[29] Δεν τις είπε όλες τις κατηγορίες εναντίον μου ο Διογένης, Φιλοσοφία, αλλά τις περισσότερες και όσες ήταν βαρύτερες δεν ξέρω τί έπαθε και τις παρέλειψε. Εγώ πάντως όχι μόνο δεν πρόκειται να αρνηθώ ότι τα είπα αυτά, ούτε άλλωστε ήρθα έχοντας προετοιμάσει κάποια απολογία, αλλά αντίθετα, ακόμη κι αν μερικά πράγματα είτε εκείνος τα αποσιώπησε είτε εγώ δεν πρόλαβα προηγουμένως να τα πω, τώρα νομίζω πως πρέπει να τα προσθέσω. Μόνο έτσι θα μπορέσεις να καταλάβεις ποιούς ακριβώς έφερνα για πούλημα και κακολογούσα, αποκαλώντας τους φαντασμένους και απατεώνες. Κι εσείς μόνο αυτό να εξετάζετε προσεκτικά, αν δηλαδή θα πω την αλήθεια γι᾽ αυτούς. Κι αν τυχόν ο λόγος μου φαίνεται να έχει κάτι το προσβλητικό ή το σκληρό, νομίζω πως θα είναι δικαιότερο να κατηγορήσετε όχι εμένα που αποκαλύπτω την πραγματικότητα, αλλά εκείνους που κάνουν τέτοιου είδους πράγματα.
Εγώ λοιπόν, αμέσως μόλις κατάλαβα πόσα είναι τα αρνητικά προσόντα που απαιτείται να έχουν όσοι ασχολούνται με τη ρητορική, δηλαδή απάτη και ψέμα και θράσος και κραυγές και παραγκωνισμούς και χίλια δυο άλλα, αποφάσισα, όπως ήταν φυσικό, να ξεφύγω απ᾽ όλα αυτά, και αγκυροβολώντας στις δικές σου ομορφιές, Φιλοσοφία, είχα την επιθυμία να περάσω τη ζωή μου, όση τουλάχιστον μου απέμενε, κάτω από τη δική σου σκέπη, σαν να είχα μπει με το καράβι μου σε κάποιο ήσυχο λιμάνι, έπειτα από μια καταιγίδα και τρικυμία.
[30] Τότε λοιπόν, και μόνο που έσκυψα να δω στην περιοχή σου, άρχισα να θαυμάζω και εσένα, όπως ήταν αναπόφευκτο, και όλους αυτούς, που ήταν νομοθέτες του άριστου βίου και άπλωναν χέρι βοήθειας σε όσους επιδίωκαν να φτάσουν σ᾽ αυτόν, δίνοντάς τους τις καλύτερες και τις χρησιμότερες συμβουλές, με την προϋπόθεση βέβαια ότι κάποιος δεν θα τις αθετούσε και δεν θα ταλαντευόταν, αλλά θα είχε σταθερά προσηλωμένο το βλέμμα του στους κανόνες που καθορίσατε, και με βάση αυτούς θα ρύθμιζε και θα κανόνιζε τη ζωή του, πράγμα που, μά τον Δία, λίγοι και από τους συγχρόνους μας το κάνουν.
[31] Έβλεπα λοιπόν πολλούς να μην είναι προσκολλημένοι στη φιλοσοφία από έρωτα, αλλά να επιθυμούν μόνο τη δόξα που προέρχεται απ᾽ αυτήν, και σ᾽ αυτά που είναι κοινότοπα και εμφανή, και σε όσα είναι εύκολο να μιμηθεί ο οποιοσδήποτε —εννοώ τη γενειάδα και το βάδισμα και το ντύσιμο— να μοιάζουν πάρα πολύ με ενάρετους ανθρώπους, στη ζωή τους όμως και στην καθημερινή πραγματικότητα να διακηρύττουν τα αντίθετα απ᾽ ό,τι η εμφάνισή τους και να συμπεριφέρονται αντίθετα με τη διδασκαλία σας, αφανίζοντας έτσι το κύρος των αρχών που διακηρύξατε. Εξοργιζόμουν λοιπόν, και η υπόθεση μού φαινόταν όμοια με την περίπτωση κατά την οποία κάποιος ηθοποιός τραγωδίας, που είναι ο ίδιος μαλθακός και θηλυπρεπής, υποδύεται τον Αχιλλέα ή τον Θησέα ή ακόμη και τον ίδιο τον Ηρακλή, χωρίς ούτε να βαδίζει ούτε να κραυγάζει με τρόπο ηρωικό, αλλά χαϊδεύεται κάτω από ένα τόσο επιβλητικό προσωπείο, έτσι που ούτε καν η Ελένη ή η Πολυξένη δεν θα μπορούσαν ποτέ να τον ανεχτούν να τις μοιάζει τόσο υπερβολικά, και φυσικά πολύ περισσότερο ο Ηρακλής ο Καλλίνικος, που, κατά τη γνώμη μου, θα τον χτυπούσε αμέσως τον ηθοποιό με το ρόπαλο και θα τον τσάκιζε, και τον ίδιο και το προσωπείο, επειδή τόλμησε να τον παρουσιάσει με τέτοια ατιμωτική θηλυπρέπεια.
[32] Καθώς λοιπόν κι εγώ ο ίδιος σάς έβλεπα να εξευτελίζεστε με τέτοιον τρόπο από κείνους, δεν άντεξα την ντροπή αυτής της παράστασης. Ενώ δηλαδή ήταν πίθηκοι, τόλμησαν να φορέσουν προσωπεία ηρώων ή να μιμηθούν εκείνον τον γάιδαρο στην Κύμη, που σκεπάστηκε με δέρμα λιονταριού και ήθελε να παριστάνει ο ίδιος το λιοντάρι, γκαρίζοντας πολύ άγρια και εντυπωσιακά μπροστά στους ανίδεους Κυμαίους, ώσπου κάποιος ξένος, που είχε δει πολλές φορές και λιοντάρι και γάιδαρο, φανέρωσε την πραγματικότητα και τον έδιωξε χτυπώντας τον με ξύλα.
Κι αυτό που μου φαινότανε το πιο φοβερό, Φιλοσοφία, ήταν το εξής: Οι άνθρωποι, αν έβλεπαν κάποιον απ᾽ αυτούς να συμπεριφέρεται με κακοήθεια ή με απρέπεια ή με προστυχιά, κατηγορούσαν όλοι τους την ίδια τη Φιλοσοφία και κατευθείαν τον Χρύσιππο ή τον Πλάτωνα ή τον Πυθαγόρα ή οποιονδήποτε άλλον του οποίου το όνομα επικαλούνταν εκείνος ο αδιάντροπος, προσπαθώντας να μιμηθεί και τα λόγια του. Και από το άτομο αυτό, που ζούσε με κακοήθεια, έβγαζαν αρνητικά συμπεράσματα για σας, που είχατε πεθάνει προ πολλού. Δεν ζούσατε λοιπόν για να συγκριθεί μ᾽ εσάς, αλλά από τη μια εσείς απουσιάζατε, κι από την άλλη έβλεπαν όλοι ξεκάθαρα εκείνον να συμπεριφέρεται με τρόπο απαράδεκτο και άσεμνο, με αποτέλεσμα να καταδικάζεστε απόντες μαζί μ᾽ αυτόν και να εμπλέκεστε άδικα στο ίδιο κατηγορητήριο.