ΧΑΡΟΝΤΑΣ [19] Και τώρα πού θα καθίσει; ΕΡΜΗΣ Στους ώμους, αν συμφωνείτε, του τυράννου. ΚΛΩΘΩ Καλά το σκέφτηκε ο Ερμής. ΧΑΡΟΝΤΑΣ Ανέβα λοιπόν και πάτα γερά πάνω στο σβέρκο του καταραμένου. Κι όσο για μας, καλό μας ταξίδι! ΚΥΝΙΣΚΟΣ Χάροντα, το σωστό είναι να σου πω από τώρα την αλήθεια. Εγώ δεν μπορούσα να έχω οβολό για να σου δώσω στο τέλος του ταξιδιού. Δεν διαθέτω τίποτε άλλο εκτός από το σακούλι που βλέπεις και αυτό εδώ το ξύλο. Κατά τα άλλα είμαι έτοιμος να χειριστώ την αντλία, αν θέλεις, και να κωπηλατήσω. Δεν θα έχεις κανένα παράπονο, αν μόνο μου δώσεις ένα καλοφτιαγμένο και γερό κουπί. ΧΑΡΟΝΤΑΣ Να κωπηλατήσεις. Και μόνο αυτό μου αρκεί από σένα. ΚΥΝΙΣΚΟΣ Μήπως θα χρειαστεί να κρατάω και τον ρυθμό; ΧΑΡΟΝΤΑΣ Ναι, μά τον Δία, αν ξέρεις κάποιο ρυθμικό ναυτικό τραγούδι. ΚΥΝΙΣΚΟΣ Ξέρω, Χάροντα, και μάλιστα πολλά. Αλλά, όπως βλέπεις, μας ανταγωνίζονται στη φωνή αυτοί εδώ κλαίγοντας. Θα προκαλέσουνε λοιπόν στο τραγούδι μας μεγάλο αντιπερισπασμό. ΠΛΟΥΣΙΟΙ [20] Αλίμονο, τα υπάρχοντά μου! — Αλίμονο, τα χωράφια μου! — Τρισαλίμονο, τί σπίτι άφησα πίσω μου! — Πόσα τάλαντα θα παραλάβει και θα σπαταλήσει ο κληρονόμος μου! — Συμφορά, τα νεογέννητα παιδιά μου! — Ποιός άραγε θα τρυγήσει τα αμπέλια μου, που τα φύτεψα πέρσι; ΕΡΜΗΣ Μίκυλλε, εσύ δεν θρηνείς καθόλου; Κι όμως, δεν είναι σωστό να πλεύσει κανείς απέναντι χωρίς να δακρύσει. ΜΙΚΥΛΛΟΣ Όχι δα! Δεν βλέπω για ποιό λόγο να θρηνήσω, όσο το καράβι ταξιδεύει μια χαρά. ΕΡΜΗΣ Ωστόσο, για τη συνήθεια, βγάλε μερικούς στεναγμούς, έστω και λίγους. ΜΙΚΥΛΛΟΣ Θα θρηνήσω λοιπόν, Ερμή, επειδή έτσι σου φαίνεται σωστό. Αλίμονο, οι σόλες μου· αλίμονο, οι παλιές μου μπότες· τρισαλίμονο, τα φθαρμένα παπούτσια μου! Ποτέ πια ο κακόμοιρος δεν θα μείνω νηστικός από το πρωί ως το βράδυ, ούτε τον χειμώνα θα τριγυρνάω ξυπόλυτος και μισόγυμνος, με τα δόντια μου να χτυπάνε από το κρύο. Ποιός άραγε θα πάρει το κοπίδι και το τρυπητήρι μου; ΕΡΜΗΣ Αρκετός θρήνος ακούστηκε. Και σχεδόν το καράβι μας ήδη έφτασε στον προορισμό του.
|