Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας
Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7
ΔΗΜΟΣΘΕΝΗΣ
Κατὰ Φιλίππου γ΄ (9) (63-75)
[63] Τί οὖν ποτ᾽ αἴτιον, θαυμάζετ᾽ ἴσως, τὸ καὶ τοὺς Ὀλυνθίους καὶ τοὺς Ἐρετριέας καὶ τοὺς Ὠρείτας ἥδιον πρὸς τοὺς ὑπὲρ Φιλίππου λέγοντας ἔχειν ἢ τοὺς ὑπὲρ αὑτῶν; ὅπερ καὶ παρ᾽ ὑμῖν, ὅτι τοῖς μὲν ὑπὲρ τοῦ βελτίστου λέγουσιν οὐδὲ βουλομένοις ἔνεστιν ἐνίοτε πρὸς χάριν οὐδὲν εἰπεῖν· τὰ γὰρ πράγματ᾽ ἀνάγκη σκοπεῖν ὅπως σωθήσεται· οἱ δ᾽ ἐν αὐτοῖς οἷς χαρίζονται Φιλίππῳ συμπράττουσιν. [64] εἰσφέρειν ἐκέλευον, οἱ δ᾽ οὐδὲν δεῖν ἔφασαν· πολεμεῖν καὶ μὴ πιστεύειν, οἱ δ᾽ ἄγειν εἰρήνην, ἕως ἐγκατελήφθησαν. τἄλλα τὸν αὐτὸν τρόπον οἶμαι πάνθ᾽, ἵνα μὴ καθ᾽ ἕκαστα λέγω· οἱ μὲν ἐφ᾽ οἷς χαριοῦνται, ταῦτ᾽ ἔλεγον, οἱ δ᾽ ἐξ ὧν ἔμελλον σωθήσεσθαι. πολλὰ δὲ καὶ τὰ τελευταῖα οὐχ οὕτως πρὸς χάριν οὐδὲ δι᾽ ἄγνοιαν οἱ πολλοὶ προσίεντο, ἀλλ᾽ ὑποκατακλινόμενοι, ἐπειδὴ τοῖς ὅλοις ἡττᾶσθαι ἐνόμιζον. [65] ὃ νὴ τὸν Δία καὶ τὸν Ἀπόλλω δέδοικ᾽ ἐγὼ μὴ πάθηθ᾽ ὑμεῖς, ἐπειδὰν εἰδῆτ᾽ ἐκλογιζόμενοι μηδὲν ἔθ᾽ ὑμῖν ἐνόν. καίτοι μὴ γένοιτο μέν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, τὰ πράγματ᾽ ἐν τούτῳ· τεθνάναι δὲ μυριάκις κρεῖττον ἢ κολακείᾳ τι ποιῆσαι Φιλίππου καὶ προέσθαι τῶν ὑπὲρ ὑμῶν λεγόντων τινάς. καλήν γ᾽ οἱ πολλοὶ νῦν ἀπειλήφασιν Ὠρειτῶν χάριν, ὅτι τοῖς Φιλίππου φίλοις ἐπέτρεψαν αὑτούς, τὸν δ᾽ Εὐφραῖον ἐώθουν· [66] καλήν γ᾽ ὁ δῆμος ὁ Ἐρετριέων, ὅτι τοὺς ὑμετέρους πρέσβεις ἀπήλασε, Κλειτάρχῳ δ᾽ ἐνέδωκεν αὑτόν· δουλεύουσί γε μαστιγούμενοι καὶ σφαττόμενοι. καλῶς Ὀλυνθίων ἐφείσατο τῶν τὸν μὲν Λασθένην ἵππαρχον χειροτονησάντων, τὸν δ᾽ Ἀπολλωνίδην ἐκβαλόντων. [67] μωρία καὶ κακία τὰ τοιαῦτ᾽ ἐλπίζειν, καὶ κακῶς βουλευομένους καὶ μηδὲν ὧν προσήκει ποιεῖν ἐθέλοντας, ἀλλὰ τῶν ὑπὲρ τῶν ἐχθρῶν λεγόντων ἀκροωμένους, τηλικαύτην ἡγεῖσθαι πόλιν οἰκεῖν τὸ μέγεθος ὥστε ‹μηδέν›, μηδ᾽ ἂν ὁτιοῦν ᾖ, δεινὸν πείσεσθαι. [68] καὶ μὴν ἐκεῖνό γ᾽ αἰσχρόν, ὕστερόν ποτ᾽ εἰπεῖν «τίς γὰρ ἂν ᾠήθη ταῦτα γενέσθαι; νὴ τὸν Δί᾽, ἔδει γὰρ τὸ καὶ τὸ ποιῆσαι καὶ τὸ μὴ ποιῆσαι.» πόλλ᾽ ἂν εἰπεῖν ἔχοιεν Ὀλύνθιοι νῦν, ἃ τότ᾽ εἰ προείδοντο, οὐκ ἂν ἀπώλοντο· πόλλ᾽ ἂν Ὠρεῖται, πολλὰ Φωκεῖς, πολλὰ τῶν ἀπολωλότων ἕκαστοι. [69] ἀλλὰ τί τούτων ὄφελος αὐτοῖς; ἕως ἂν σῴζηται τὸ σκάφος, ἄν τε μεῖζον ἄν τ᾽ ἔλαττον ᾖ, τότε χρὴ καὶ ναύτην καὶ κυβερνήτην καὶ πάντ᾽ ἄνδρ᾽ ἑξῆς προθύμους εἶναι, καὶ ὅπως μήθ᾽ ἑκὼν μήτ᾽ ἄκων μηδεὶς ἀνατρέψει, τοῦτο σκοπεῖσθαι· ἐπειδὰν δ᾽ ἡ θάλαττα ὑπέρσχῃ, μάταιος ἡ σπουδή. [70] καὶ ἡμεῖς τοίνυν, ὦ ἄνδρες Ἀθηναῖοι, ἕως ἐσμὲν σῷοι, πόλιν μεγίστην ἔχοντες, ἀφορμὰς πλείστας, ἀξίωμα κάλλιστον, τί ποιῶμεν; πάλαι τις ἡδέως ἂν ἴσως ἐρωτήσας κάθηται. ἐγὼ νὴ Δί᾽ ἐρῶ, καὶ γράψω δέ, ὥστ᾽ ἂν βούλησθε χειροτονήσετε. αὐτοὶ πρῶτον ἀμυνόμενοι καὶ παρασκευαζόμενοι, τριήρεσι καὶ χρήμασι καὶ στρατιώταις λέγω· καὶ γὰρ ἂν ἅπαντες δήπου δουλεύειν συγχωρήσωσιν οἱ ἄλλοι, ἡμῖν γ᾽ ὑπὲρ τῆς ἐλευθερίας ἀγωνιστέον· [71] ταῦτα δὴ πάντ᾽ αὐτοὶ παρεσκευασμένοι καὶ ποιήσαντες φανερὰ τοὺς ἄλλους ἤδη παρακαλῶμεν, καὶ τοὺς ταῦτα διδάξοντας ἐκπέμπωμεν πρέσβεις πανταχοῖ, εἰς Πελοπόννησον, εἰς Ῥόδον, εἰς Χίον, ὡς βασιλέα λέγω (οὐδὲ γὰρ τῶν ἐκείνῳ συμφερόντων ἀφέστηκε τὸ μὴ τοῦτον ἐᾶσαι πάντα καταστρέψασθαι), ἵν᾽ ἐὰν μὲν πείσητε, κοινωνοὺς ἔχητε καὶ τῶν κινδύνων καὶ τῶν ἀναλωμάτων, ἄν τι δέῃ, εἰ δὲ μή, χρόνους γ᾽ ἐμποιῆτε τοῖς πράγμασιν. [72] ἐπειδὴ γάρ ἐστι πρὸς ἄνδρα καὶ οὐχὶ συνεστώσης πόλεως ἰσχὺν ὁ πόλεμος, οὐδὲ τοῦτ᾽ ἄχρηστον, οὐδ᾽ αἱ πέρυσιν πρεσβεῖαι περὶ τὴν Πελοπόννησον ἐκεῖναι καὶ κατηγορίαι, ἃς ἐγὼ καὶ Πολύευκτος ὁ βέλτιστος ἐκεινοσὶ καὶ Ἡγήσιππος καὶ οἱ ἄλλοι πρέσβεις περιήλθομεν, καὶ ἐποιήσαμεν ἐπισχεῖν ἐκεῖνον καὶ μήτ᾽ ἐπ᾽ Ἀμβρακίαν ἐλθεῖν μήτ᾽ εἰς Πελοπόννησον ὁρμῆσαι. [73] οὐ μέντοι λέγω μηδὲν αὐτοὺς ὑπὲρ αὑτῶν ἀναγκαῖον ἐθέλοντας ποιεῖν, τοὺς ἄλλους παρακαλεῖν· καὶ γὰρ εὔηθες τὰ οἰκεῖ᾽ αὐτοὺς προϊεμένους τῶν ἀλλοτρίων φάσκειν κήδεσθαι, καὶ τὰ παρόντα περιορῶντας ὑπὲρ τῶν μελλόντων τοὺς ἄλλους φοβεῖν. οὐ λέγω ταῦτα, ἀλλὰ τοῖς μὲν ἐν Χερρονήσῳ χρήματ᾽ ἀποστέλλειν φημὶ δεῖν καὶ τἄλλ᾽ ὅσ᾽ ἀξιοῦσι ποιεῖν, αὐτοὺς δὲ παρασκευάζεσθαι, τοὺς δ᾽ ἄλλους Ἕλληνας συγκαλεῖν, συνάγειν, διδάσκειν, νουθετεῖν· ταῦτ᾽ ἐστὶν πόλεως ἀξίωμ᾽ ἐχούσης ἡλίκον ὑμῖν ὑπάρχει. [74] εἰ δ᾽ οἴεσθε Χαλκιδέας τὴν Ἑλλάδα σώσειν ἢ Μεγαρέας, ὑμεῖς δ᾽ ἀποδράσεσθαι τὰ πράγματα, οὐκ ὀρθῶς οἴεσθε· ἀγαπητὸν γὰρ ἐὰν αὐτοὶ σῴζωνται τούτων ἑκάστοις. ἀλλ᾽ ὑμῖν τοῦτο πρακτέον· ὑμῖν οἱ πρόγονοι τοῦτο τὸ γέρας ἐκτήσαντο καὶ κατέλιπον μετὰ πολλῶν καὶ μεγάλων κινδύνων. [75] εἰ δ᾽ ὃ βούλεται ζητῶν ἕκαστος καθεδεῖται, καὶ ὅπως μηδὲν αὐτὸς ποιήσει σκοπῶν, πρῶτον μὲν οὐδὲ μήποθ᾽ εὕρῃ τοὺς ποιήσοντας, ἔπειτα δέδοιχ᾽ ὅπως μὴ πάνθ᾽ ἅμ᾽ ὅσ᾽ οὐ βουλόμεθα ποιεῖν ἡμῖν ἀνάγκη γενήσεται. |
[63] Ίσως αναρωτιέστε, ποια να ήταν άραγε η αιτία για το ότι και οι Ολύνθιοι και οι Ερετριείς και οι Ωρείτες ήταν πιο ευνοϊκά διατεθειμένοι σ᾽ εκείνους που υπεράσπιζαν τα συμφέροντα του Φιλίππου παρά σ᾽ αυτούς που μιλούσαν για τα δικά τους συμφέροντα; Η ίδια που παρατηρείται και σε σας, το ότι δηλαδή όσοι υποστηρίζουν τα καλύτερα δεν μπορούν, ακόμη και να το θέλουν, να πουν μερικές φορές κάτι ευχάριστο, γιατί είναι αναγκασμένοι να εξετάζουν πώς θα σωθεί η κατάσταση· ενώ οι άλλοι με τα όσα ευχάριστα σας λένε συμπράττουν με τον Φίλιππο. [64] Οι πατριώτες εισηγούνταν να πληρώσουν φόρους, οι φιλιππίζοντες έλεγαν ότι δεν χρειαζόταν τίποτε· οι πρώτοι συμβούλευαν να κάνουν πόλεμο και να μην εμπιστεύονται τον Φίλιππο, οι δεύτεροι να τηρήσουν την ειρήνη, ώσπου «πιάστηκαν στη φάκα». Για να μην αναφέρω κάθε μια περίπτωση χωριστά, και σε όλα τα άλλα, φαντάζομαι, ενεργούσαν κατά τον ίδιο τρόπο· οι μεν δηλαδή μιλούσαν για να ευχαριστήσουν το λαό, οι δε συμβούλευαν αυτά με τα οποία επρόκειτο να σωθούν. Τελικά όμως ο λαός δέχτηκε πολλά όχι τόσο από ευχαρίστηση ή από άγνοια, αλλ᾽ επειδή υπέκυπτε σιγά σιγά, καθώς πίστευε ότι αυτός ήταν ο χαμένος σε όλα. [65] Αυτό, μα τον Δία και τον Απόλλωνα, φοβάμαι μήπως πάθετε και εσείς, όταν κάνοντας έναν απολογισμό διαπιστώσετε ότι δεν μπορείτε πια να κάνετε τίποτε. Αλλά να μην φτάσουν τα πράγματα, Αθηναίοι, ως αυτό το σημείο. Γιατί θα ήταν προτιμότερο χίλιες φορές να είχα πεθάνει παρά να κολακέψω κάπως τον Φίλιππο και να αφήσω στο έλεός του κάποιους που υπερασπίζονται τα συμφέροντά σας. Ωραία ανταμοιβή έχει αποκομίσει τώρα ο λαός του Ωρεού που εμπιστεύθηκε την τύχη του στους φίλους του Φιλίππου, ενώ απέρριπτε τον Ευφραίο· [66] ωραία ανταμοιβή ο λαός της Ερέτριας που απήλασε τους πρέσβεις σας και παραδόθηκε στον Κλείταρχο· έχουν καταντήσει δούλοι που μαστιγώνονται και σφάζονται. Μεγάλη ευσπλαχνία έδειξε στους Ολυνθίους, που εξέλεξαν ίππαρχο τον Λασθένη και εξόρισαν τον Απολλωνίδη. [67] Είναι ανοησία και τύφλωση να τρέφετε τέτοιες ελπίδες και, ενώ λαμβάνετε λανθασμένες αποφάσεις και δεν θέλετε να κάνετε τίποτε από όσα πρέπει, αλλά ακούτε με προσοχή αυτούς που υπερασπίζονται τα συμφέροντα των εχθρών σας, να φαντάζεστε ότι ζείτε σε τόσο μεγάλη πόλη, ώστε, ό,τι και αν της συμβεί, να μην πάθει κανένα κακό. [68] Αλλά και εκείνο τι ντροπή είναι, να λέει δηλαδή κανείς εκ των υστέρων «ποιος θα το πίστευε ότι θα συνέβαιναν αυτά; Έπρεπε να κάνουμε, μα τον Δία, αυτό και αυτό, εκείνο να μην το κάνουμε». Πολλά θα μπορούσαν να πουν οι Ολύνθιοι σήμερα, που αν τα είχαν προβλέψει, δε θα καταστρέφονταν, πολλά οι Ωρείτες, πολλά οι Φωκείς, πολλά ο καθένας από όσους έχουν καταστραφεί. [69] Αλλά ποιο το όφελός τους απ᾽ όλα αυτά; Όσο υπάρχει ακόμη ελπίδα να σωθεί το σκάφος, είτε μεγάλο είναι είτε μικρό, τότε πρέπει να δείξουν ενδιαφέρον και ο ναύτης και ο κυβερνήτης και ο επιβάτης, από τη θέση του ο καθένας, και να φροντίσουν πώς κανένας τους δεν θα το ανατρέψει είτε επίτηδες είτε άθελά του· αλλ᾽ όταν το σκεπάσει η θάλασσα, τότε μάταιο το ενδιαφέρον. [70] Και εμείς λοιπόν, Αθηναίοι, όσο είμαστε ακόμη σώοι, με μια πόλη πάρα πολύ μεγάλη, άφθονους πόρους, την καλύτερη φήμη, τι πρέπει να κάνουμε; Ίσως ανάμεσά σας κάθεται κάποιος που από ώρα θα έκανε ευχαρίστως αυτήν την ερώτηση. Εγώ, μα τον Δία, θα του απαντήσω, και θα καταθέσω μάλιστα και γραπτή πρόταση, ώστε, αν θέλετε, μπορείτε να την εγκρίνετε. Εμείς οι ίδιοι πρώτα πρώτα προβάλλοντας αντίσταση και προχωρώντας στις απαραίτητες προετοιμασίες, εννοώ με τριήρεις, με χρήματα και με στρατιώτες· γιατί, έστω και αν όλοι οι άλλοι δεχτούν να γίνουν δούλοι, εμείς τουλάχιστον πρέπει να αγωνιστούμε για την ελευθερία. [71] Αφού λοιπόν θα έχουμε ολοκληρώσει τις προετοιμασίες μας και θα τις κάνουμε γνωστές σε όλους, τότε να καλέσουμε και τους άλλους Έλληνες και να στείλουμε πρέσβεις που θα τους ενημερώσουν γι᾽ αυτές προς κάθε κατεύθυνση, εννοώ στην Πελοπόννησο, στη Ρόδο, στη Χίο, στον Βασιλιά των Περσών (γιατί δεν είναι άσχετο με τα δικά του συμφέροντα να εμποδίσουμε τον Φίλιππο να υποτάξει τα πάντα), ώστε, αν τους πείσετε, θα μοιραστείτε μαζί τους και τους κινδύνους και τις δαπάνες, αν παραστεί ανάγκη· διαφορετικά, να καθυστερήσετε τα γεγονότα. [72] Γιατί, αφού ο πόλεμος γίνεται εναντίον ενός ανθρώπου και όχι εναντίον δύναμης μιας οργανωμένης πόλης, και η καθυστέρηση ακόμη δεν πάει άχρηστη, όπως δεν πήγαν άχρηστες ούτε και εκείνες οι πρεσβείες που στείλαμε πέρυσι ανά την Πελοπόννησο, καθώς και οι κατηγορίες που διατυπώσαμε εγώ και ο καλός μου φίλος εδώ ο Πολύευκτος καθώς και ο Ηγήσιππος και οι άλλοι πρέσβεις, και πετύχαμε να ανακόψουμε την πορεία του, με αποτέλεσμα να μην πάει στην Αμβρακία μήτε να εξορμήσει για την Πελοπόννησο. |