ΚΑΡ. Πώς μου ᾽ρχεται —τραλαλαλά— τον Κύκλωπα να κάνω,290
χοροπηδώντας έτσι δα και να σας χαϊνταντίζω!
Χάιντε, μικρά μου ζωντανά, σκούζετ᾽ όσο βαστάτε,
και σαν τ᾽ αρνιά βελάζοντας
και σαν τραγιά, που ζέχνουν βαρβατίλα,
ξεφηκαρώστε κι άμετε να φάτε νιο χορτάρι.
ΧΟΡ. Κι εμείς σένα τον Κύκλωπα θα πάρουμε ξοπίσω
—τραλαλαλά— βελάζοντας κι άμα λιγδή σε βρούμε
με φίσκα το ταγάρι σου δροσερολάχαν᾽ άγρια
να σαλαγάς τα πρόβατα
κι άμα πέσεις ξερός απ᾽ το μεθύσι,300
τότε θα σε τυφλώσουμε μ᾽ ένα καυτό παλούκι.
ΚΑΡ. Κι εγώ την Κίρκη μ᾽ όλα της τα κόλπα θα σου κάνω,
τη στρίγκλα, που σκαρώνει μαγιοβότανα,
που κάποτε ξεγέλασε στην Κόρθο τα συντρόφια
του Φιλωνίδη και τηνε πιστέψανε,
πως ήταν γουρουνόπουλα·
μαγαρισιές τούς τάγισε, που η ίδια τις εζύμωσε…
Τρεχάτε, γουρουνόπουλα, πίσου απ᾽ τη σκρόφα μάνα σας.
ΧΟΡ. Λοιπόν κι εμείς την Κίρκη εσένα, μάισσα φαρμακεύτρα,
που τα παιδιά μαγάρισες, βρομόλυσσα,310
γερά θα σε βουτήξουμε, καθώς ο γιος του Λαέρτη,
απ᾽ τ᾽ αχαμνά σου για να σε κρεμάσουμε.
Τη μούρη θα σου τρίψουμε
με βρομισιές και θα φωνάζεις δυνατά και χάχικα:
τρεχάτε, γουρουνόπουλα, πίσου απ᾽ τη σκρόφα μάνα σας.
ΚΑΡ. Καιρός να παρατήσουμε τα χωρατά
κι άλλο παιχνίδι αρχίστε·
κι εγώ κρυφά τρυπώνοντας
στ᾽ αφεντικού μου το κελάρι
κρέας θα σουφρώσω και ψωμί320
και μασουλώντας δω κι ομπρός να σας βοηθάω χορτάτος.
|