Γραφικό

Μνημοσύνη
Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Αρχαίας Ελληνικής Γραμματείας

Μνημοσύνης δ᾽ ἐξαῦτις ἐράσσατο καλλικόμοιο,
ἐξ ἧς οἱ Μοῦσαι χρυσάμπυκες ἐξεγένοντο
ἐννέα, τῇσιν ἅδον θαλίαι καὶ τέρψις ἀοιδῆς. Ησίοδος, Θεογονία 915-7

ΑΡΙΣΤΟΦΑΝΗΣ

Λυσιστράτη (319-349)


ΧΟΡΟΣ ΓΥΝΑΙΚΩΝ
λιγνὺν δοκῶ μοι καθορᾶν καὶ καπνόν, ὦ γυναῖκες,
320ὥσπερ πυρὸς καομένου· σπευστέον ἐστὶ θᾶττον.

πέτου πέτου, Νικοδίκη, [στρ.]
πρὶν ἐμπεπρῆσθαι Καλύκην
τε καὶ Κρίτυλλαν περιφυσήτω
ὑπό τ᾽ ἀνέμων ἀργαλέων
325ὑπό τε γερόντων ὀλέθρων.
ἀλλὰ φοβοῦμαι τόδε· μῶν ὑστερόπους βοηθῶ;
νυνδὴ γὰρ ἐμπλησαμένη τὴν ὑδρίαν κνεφαία
μόλις ἀπὸ κρήνης ὑπ᾽ ὄχλου καὶ θορύβου καὶ πατάγου χυτρείου,
330δούλαισιν ὠστιζομένη
στιγματίαις θ᾽, ἁρπαλέως
ἀραμένη, ταῖσιν ἐμαῖς
δημότισιν καομέναις
φέρουσ᾽ ὕδωρ βοηθῶ.

335ἤκουσα γὰρ τυφογέρον- [ἀντ.]
τας ἄνδρας ἔρρειν, στελέχη
φέροντας ὥσπερ βαλανεύσοντας
εἰς πόλιν ὡς τριτάλαντα βάρος,
δεινότατ᾽ ἀπειλοῦντας ἐπῶν
340ὡς πυρὶ χρὴ τὰς μυσαρὰς γυναῖκας ἀνθρακεύειν.
ἅς, ὦ θεά, μή ποτ᾽ ἐγὼ πιμπραμένας ἴδοιμι,
ἀλλὰ πολέμου καὶ μανιῶν ῥυσαμένας Ἑλλάδα καὶ πολίτας·
ἐφ᾽ οἷσπερ, ὦ χρυσολόφα
345πολιοῦχε, σὰς ἔσχον ἕδρας.
καί σε καλῶ ξύμμαχον, ὦ
Τριτογένει᾽, ἤν τις ἐκεί-
νας ὑποπιμπρῇσιν ἀνήρ,
φέρειν ὕδωρ μεθ᾽ ἡμῶν.


(Ανάβουνε φωτιές με τα δαδιά τους. Από τα δεξιά μπαίνει ο Χορός των γυναικών. Κρατάνε στα χέρια τους στάμνες με νερό)

ΚΟΡΥΦΑΙΑ
Ντουμάνι βλέπω και καπνό. Μου φαίνεται, κυράδες,
320πως έχει ανάψει εδώ κοντά πολλή φωτιά. Βιαστείτε!

Α’ ΗΜΙ. Πέτα, πέτα, Νικοδίκη, [στρ.]
πριν καγούνε κυκλωμένες
απ᾽ τις φλόγες η Καλλιόπη
κι η Κριτύλλα. Πώς φυσούνε
γέροι κι άνεμοι με λύσσα!

Β’ ΗΜΙ. Το φοβούμαι μην άργησα! Πήγα
με τη στάμνα στη βρύση αξημέρωτα!
Τί λεφούσι και βρόντο οι κανάτες μας!
330Δώθε κείθε με σκουντούσαν
βουλωμένες σκλάβες κι όσο
να γεμίσω σακατεύτηκα.
Εβιαζόμουν να βοηθήσω
τις καλές πατριώτισσές μου.

Είχ᾽ ακούσει πως γερόντοι [αντ.]
χούφταλα, με ξύλα τρέχαν
(τρία καντάρια βάρος!) τάχα
πηαίνανε λουτρό ν᾽ ανάψουν,
με βλαστήμιες και φοβέρες,
340τις γυναίκες να κάνουνε στάχτη!
Αθηνά, μπόδισέ τους και σώσε μας,
την Ελλάδα κι εμάς, απ᾽ τον πόλεμο!
Και για τούτ᾽, ω χρυσολόφα
και πολιούχα μας, το κάστρο
πήραμε και τώρα βοήθα μας
σύμμαχός μας, Τριτογένεια,
και μ᾽ εμάς νερό κουβάλα!